-
Notifications
You must be signed in to change notification settings - Fork 0
/
synonyms_final.txt
1 lines (1 loc) · 433 KB
/
synonyms_final.txt
1
{"abandon": ["λείπω", "ἐκλιμπάνω"], "abandonment": ["ἔκλειψις", "ἀπόλειψις"], "abate": ["ὑπολωφάω"], "abatement": ["ἐπάνεσις", "κόπασμα"], "abbreviate": ["ἐπισυντέμνω"], "abdomen": ["ἦτρον"], "abettor": ["συνεπιθέτης"], "leave": ["λοιπάζω", "λείπω", "ἀπολιμπάνω", "ἀπασχολέω"], "abhorrence": ["ἀποστύγησις"], "abide": ["ἐπιμίμνω"], "abiding": ["μονή", "πάρμονος"], "abject": ["ἔκπτωτος"], "able": ["δύναμαι", "δυνατός", "ὑποστατικός"], "ablution": ["ἀπόλουσις", "διάνιψις", "περικλυσμός"], "abode": ["οἶκος", "ἐνιαυθμός", "ἐνοικητήριον"], "abominable": ["μυσώδης", "ἀπότρεπτος", "ἐπαράσιμος"], "abominate": ["ἐκμυσάττομαι"], "abomination": ["βδέλυγμα", "βδελυγμός"], "abortion": ["ἄμβλωσις", "ἄμβλωμα", "ἀπόφθαρμα", "ἔμβρημα", "ἐξάμβλωμα"], "abortive": ["ἀμβλωπής", "ἐκτρωματιαῖος", "ἐκτρωτικός"], "abound": ["δαψιλεύομαι"], "about": ["περί", "ἔρομαι", "μέλλω", "κυκλάζω", "μέλλησις", "περικάρδιος", "περίπου"], "above": ["ὑπέρ", "καθυπέρτερος", "ὑπεράνω", "ἐξύπερθε", "ὑπερεξακισχίλιοι", "ὑπερτετρακισχίλιοι"], "abroad": ["ξένος", "ξένος", "διαφέρω"], "abrogate": ["ἀποπαλαιόω"], "absence": ["ἀπουσία", "ἀπεστώ", "νοσφισμός", "ἀλλοφροσύνη"], "absent": ["ἀφεστήξω", "ἀπόδαμος"], "absolute": ["τύραννος", "τυραννεύω"], "absolutely": ["ἑαυτοῦ", "ἀπολελυμένως"], "absorb": ["ἀντεπισπάω", "συνδιαδίδωμι"], "abstemious": ["ἀφεκτικός"], "abstinence": ["ἄφεξις", "ἀπόσχεσις"], "absurdity": ["ἀτόπημα", "γελοιότης", "ἀλλοκοτία"], "abundance": ["πολυοψία", "εὐποσία"], "abundant": ["ἱμαλίς", "ἐπινήχυτος", "ὑπέρπλεος"], "abundantly": ["ἐπιβλύξ", "ῥυδόν", "ἀπεφεισμένως", "πλημυρόντως"], "abuse": ["παράχρησις", "Χράομαι", "παρεκφέρω"], "abusive": ["αἰσχρός", "λοιδορητικός", "ὀνειδιστήρ"], "accelerate": ["καταταχέω"], "accept": ["δέχομαι", "ἀποδέχομαι", "δέκομαι"], "acceptable": ["χάριτος", "ἐπίηρα", "εὐπρόσδεκτος", "εὐαπόδεκτος", "προσδεκτός", "εἰσδεκτός"], "acceptably": ["κεχαρισμένως"], "acceptance": ["ἀπόδεξις", "πρόσδεξις"], "accessible": ["ἔφοδος", "εἰσβατός", "παριτός", "εὐπρόσοδος", "προσβατός", "εἰσιτητός", "εὐεπίμεικτος"], "accident": ["πάθος", "ἐπίπτωμα"], "accidental": ["τυχαῖος", "συμπτωματικός", "συντυχικός"], "accommodate": ["προευθετίζω", "συναρτίζω"], "accompaniment": ["ἐπιψαλμός"], "accompany": ["παρομαρτέω", "συμπαρομαρτέω", "συναορέω", "συμπαροδεύω", "συναποκαθίστημι", "συνοπάζομαι", "συστιχάομαι"], "accomplish": ["ἄνω", "ἄνω", "τελευτάω", "δράω", "δράω", "τελέω", "τέλλω", "διεκτελέω", "παραναγκάζω"], "accomplished": ["θεόκραντος"], "accomplishment": ["πρᾶξις", "τελευτή", "ἄνυσις"], "accordant": ["συνοιστός"], "according": ["καθά", "καθό"], "accordingly": ["οὐκοῦν", "οὐκοῦν", "τοίνυν"], "accost": ["προσερέω"], "account": ["διό", "ἕνεκα"], "accountant": ["λογοθέσιος", "ἐκλογιστής"], "accrue": ["προσοδεύω", "συνείκω"], "accumulation": ["νῆσις", "σώρευσις", "ἀλλεπαλληλία", "ὑποσώρευσις"], "accurate": ["ἀκριβής", "ἐπακριβής"], "accursed": ["οὐλόμενος", "ἐπικατάρατος", "ἀράσιμος", "κάταρϝος", "καταράσιμος"], "accusation": ["φάσις", "φάσις", "αἰτία", "κατηγορία", "κατάρρησις", "καταιτίασις", "ἔγκλησις", "ἐπέγκλημα", "ἐπικατηγόρημα", "κατέγκλημα"], "accuse": ["κατηγορέω", "αἰτιάομαι"], "accuser": ["κατήγορος", "κατηγορητής", "κατεντευκτής", "προσαγγελτής"], "accustom": ["ἐθίζω", "συνεθίζω", "προσεθίζω"], "accustomed": ["ἔθω", "ἔθνος", "ἦθος", "ἐθάς", "ἐθήμων", "ἠθαλέος", "ὁμήθης"], "achieve": ["ἄνω", "ἄνω", "ἔρδω", "καρανόω"], "achievement": ["ἔργον"], "acknowledge": ["ἐγγιγνώσκω"], "acorn": ["βάλανος", "ἄκυλος", "δρυοβάλανος", "δρύκαρπον"], "acquaintance": ["γνωριμότης"], "acquire": ["πάομαι", "κτάομαι", "περικτάομαι", "ἐμπιπάσκομαι", "εἰσκτάομαι"], "acquired": ["πάομαι", "αὐτόκτητος", "πρόσκτητος"], "acquisition": ["πᾶσις", "κτῆσις", "κατάκτησις", "περίκτησις", "περιποίημα"], "acquit": ["ἀποδικάζω", "ἐναπολύω"], "acquittal": ["ἀποψήφισις", "ἀθῴωσις"], "acrobat": ["ἀκροβάτης", "κανδαλιστής"], "across": ["ὑπέρ", "πέρα", "πέρα"], "act": ["ἔργον", "πρᾶγμα", "τύχη", "αὐτοσχεδιάζω", "οἰκοδόμησις", "φιλοφρόνημα", "καταυθαδίζω"], "action": ["χρῆμα", "δραματουργία"], "active": ["ῥέκτης", "ἐνδρανής"], "agent": ["πραγματᾶς"], "activity": ["ἐνδράνεια"], "actor": ["μιμόβιος"], "actually": ["ὄντα"], "adapt": ["συμμεθαρμόζομαι"], "add": ["προστίθημι", "ἀντιπαραγράφω", "ἐπισυμμείγνυμι", "ἐπισυμπλέκω", "προσεπιπλέκω"], "adder": ["ἔχις"], "addition": ["πρός", "ἐπινομίς", "ἐπισύνθεσις"], "additional": ["ἐπίθετος", "ἐπιδιαθήκη", "ἐπεξέλεγχος", "μεθέτερος"], "addled": ["κυνόσουρος"], "address": ["προσερέω", "προσηγορέω"], "adherent": ["προστυπής", "πρόσφυτος"], "adhesion": ["ἀντοχή", "πρόσστασις"], "adjacent": ["προσόμουρος", "ἐπίτερμος", "περίσυνος"], "adjoin": ["ἄκρια"], "adjourn": ["ἐκλοιπάζω"], "adjudge": ["προσκρίνω"], "adjure": ["ἐνορκόω", "διορκίζω"], "adjust": ["διαρρυθμίζω"], "adjustment": ["ἐφαρμογή"], "administer": ["τρακτεύω"], "administration": ["οἰκονόμημα", "χείριξις"], "admirable": ["ἀγαστός"], "admire": ["ἄγαμαι", "θαυμάζω"], "admirer": ["θαυμαστής"], "admission": ["ποτίστασις"], "admit": ["εἰσαφίημι"], "admixture": ["κατάμειξις", "παράμειξις"], "adolescent": ["ἐφῆλιξ"], "adopted": ["εἰσποιητός", "ἀμφαντός"], "adoption": ["εἰσποίησις", "παίδωσις", "ἄμφανσις"], "adorn": ["διακαλλωπίζω", "μορφύνω"], "adorned": ["κατάκοσμος", "ἀγλαϊστός"], "adornment": ["κόσμος", "κοσμίδιον", "συγκόσμησις", "ὡραϊσμός"], "adulterate": ["δολίζω", "κιβδηλεύω"], "adulteration": ["κιβδηλεία", "νόθευσις"], "adulterer": ["κατάμοιχος", "μοιχευτής"], "adulteress": ["μοιχεύτρια", "μοιχοτύπη"], "adultery": ["μοιχεία"], "advance": ["στρατεύω", "προτερέω", "προχάζω"], "years": ["παλαιός", "χιλιάζω"], "advantage": ["χρεία"], "advantageous": ["ὀφελής", "προκοπτικός"], "adversary": ["ἐνστάτης"], "adversity": ["ἀνταγωνία"], "advice": ["συμβουλία", "συμβούλευσις", "παραίνεμα"], "advise": ["βουλεύω", "ἐξυπειπεῖν"], "advocacy": ["συνδικία", "συναγόρευσις"], "advocate": ["συναγορεύω", "δικαιολόγος", "δικήγορος"], "affability": ["εὐαπαντησία", "εὐπροσηγορία"], "affable": ["φιλοπροσήγορος", "ἐντευκτικός", "εὐέντευκτος", "εὐομίλητος"], "affection": ["φιλέω", "φιλία", "ἀγαπάω", "ἀγαπάζω", "ἀγάπησις", "ἐμπάθεια", "φιλότας"], "affectionate": ["φιλία", "ἀγαπητικός"], "affectionately": ["ἀγαπάω"], "affirmation": ["μά", "μά", "μά"], "affirmative": ["διαβεβαιωτικός", "διασαφητικός", "καταφατικός"], "afflict": ["κακόω", "προσεπιτρίβω"], "affliction": ["νόσος", "καταπόνησις"], "affluence": ["ῥυηφενίη"], "affluent": ["πολυκτέανος"], "affright": ["δέος", "δέος"], "afresh": ["αὖ", "αὖ", "ἀναβλήδην"], "after": ["ἐπεί", "μετά", "ἕνος", "ἕνος", "ὕστερος", "μέτειμι", "ἑξῆς", "μεθό", "ἑκατερέω", "μῶμαι", "ἐφεξῆς", "πεδά"], "afternoon": ["δείλη"], "afterwards": ["ἔπειτα"], "again": ["αὖ", "αὖ", "πάλιν", "αὖθις", "αὖτε"], "against": ["βιάω", "ἀέκων", "ἀντί", "ἄντα", "ἰθύς", "ἐπιτειχισμός"], "age": ["πρέσβις", "γῆρας", "γῆρας", "πρεσβεία", "πρεσβεία", "ἡλικία", "παλαιότης"], "aged": ["πρέσβυς", "παλαιός", "γηραλέος", "μακρέτειος", "πέμπελος"], "ageless": ["ἀγήρατος"], "agitation": ["ἄλυς", "ἐκτάραξις", "κλόνησις"], "ago": ["πάλαι"], "agreeable": ["εὐχάριστος"], "agreeably": ["ἀρεσκόντως"], "agreed": ["ὑπότακτος"], "upon": ["ἔπειμι", "ἔπειμι", "ἐφέζομαι", "ἐφίστημι", "δικάζω", "ἐφίζω", "ἐμβάλλω", "ἐλέγχω"], "agreement": ["ὁμολογία", "συμφώνησις", "ἅδιξις", "συγχρηματισμός", "συμφώνημα", "συνομόνοια", "συντρέχεια"], "agricultural": ["γεωργικός", "γεωργώδης"], "ague": ["ἠπίαλος"], "ah": ["ἆ", "ἆ"], "aid": ["βοηθέω", "ἐπικουρία", "παραβοήθημα"], "ail": ["νοσέω"], "aim": ["βασιλειάω", "τοπάζω", "στοχάζομαι"], "aimless": ["ἄσκοπος"], "akin": ["προσγενής"], "alarm": ["δέος", "δέος", "ἐκφοβέω"], "bell": ["κώδων"], "alert": ["εὐσύστροφος"], "alienation": ["ἀπαλλοτρίωσις", "ἐξαλλοτρίωσις", "ἐξοικονόμησις", "προσαλλοτρίωσις"], "alike": ["ἴσος", "ὁμῶς", "ὁμῶς", "ἔμπας"], "alive": ["σῶς", "σῶς", "ζωός"], "all": ["πᾶς", "πάντῃ", "οὖν", "οὔτι", "μηδέ", "ὅλος", "ὅμως", "ὅμως", "ἅπας", "πάλαι", "ἁλής", "εἰκότως", "ἔμπας", "πάγκαλος", "ἁθρόος"], "allegation": ["πρόφασις"], "allegorical": ["ἀλλήγορος"], "alliance": ["συμμαχέω"], "allied": ["σύμμαχος", "συμμαχίς"], "allot": ["προσκατανέμω", "κλαρόω"], "allotment": ["λαχή", "δαιθμός"], "allow": ["ἐάω", "ἐπιτρωπάω"], "alloy": ["χύμευσις"], "alloyed": ["μίξιμος"], "allurement": ["πάλευμα"], "deposit": ["παρακαταθήκη", "θεματίζω", "καταθήκη", "στοίχημα"], "ally": ["συμμαχέω", "σύμμαχος"], "almighty": ["παντοκράτωρ"], "alone": ["ἐάω", "μόνος", "ἰδιάζω", "μονάζω", "μονάς", "οἶος", "οἶος", "μοῦνος", "οἴοθι", "οἰαδόν"], "along": ["σύν", "πάλαι", "σύμμαχος", "φορέω", "κυκλέω"], "aloud": ["ἰάζω", "βοάω", "φωνέω"], "alphabet": ["ἀλφάβητος"], "already": ["ἤδη", "ἤδη"], "also": ["ποτί"], "altar": ["θυσιαστήριον", "θυηπόλιον", "καπνωτήριον"], "alter": ["ἐναλλοιόω", "μετασκευωρέομαι", "ἐνδιαλλάσσω", "προμεταβάλλω"], "alteration": ["ἐναλλοίωσις", "ἑτεροίωσις", "μεταρρύθμισις", "ὑπεργραφή"], "alternately": ["ἐναμοιβαδίς", "ἀλλάγδην"], "alternation": ["παράλλαγμα", "ἐξάμειψις", "ἀπαμοιβή"], "although": ["κἀν"], "altogether": ["πάνυ", "διόλου", "ἐπίπαγχυ"], "always": ["ἀεί", "πάντοτε", "ἀπάντοτε"], "am": ["ἥκω"], "amanuensis": ["προχειράριος", "προχειροφόρος"], "amazement": ["ἄγη", "ἄγη", "θάμβος", "ἐμπληξία", "ἐκθάμβησις"], "ambassador": ["πρέσβις", "πρέσβις", "πρεσβεύς", "πρεσβευτής", "πρέσβευμα"], "amber": ["ἤλεκτρον", "λυγγούριον", "ἠλεκτρίς", "σούχινον"], "ambiguity": ["ἐπιδίστασις"], "ambiguous": ["ἐπαμφότερος", "διχόγνωμος", "ἀμφίγλωσσος", "ἀμφιβολητικός", "δίφατος", "δίληπτος"], "ambiguously": ["ἐπαμφοτεριζόντως"], "ambrosia": ["ἀμβροσίη"], "ambuscade": ["προλοχισμός"], "ambush": ["λόχος", "λόχος", "λοχεός", "προενέδρα", "ὑποκάθισμα"], "amiable": ["ἐπαξιέραστος"], "amid": ["μετά"], "among": ["μετά", "μέτειμι", "μέτειμι"], "amorous": ["φιλέραστος", "φιλεράστρια"], "amplify": ["δεινοποιέω"], "amputation": ["ἀκρωτηριασμός"], "amulet": ["ἔνδεσμα"], "amusement": ["ἑψία"], "ancestral": ["παππῷος", "πατρογένειος"], "anchor": ["ὁρμέω", "ἄγκυρα", "ναυσιπέδη", "σιδηροβόλιον"], "anchorage": ["ὕφορμος", "ἀγκυροβόλιον", "ναυλοχία", "προσορμιστήριον"], "ancient": ["πάλαι", "παλαιός", "ἀρχαῖος", "παλαίγονος"], "anger": ["σκυσμός"], "angle": ["ἄγωνος", "ἄγωνος", "γωνία", "γωνιάζω", "ἀσπαλιεύομαι"], "angler": ["καλαμεύς", "ἀσπαλιευτής", "ἰχθυουλκός", "καλαμοθήρας", "ὁρμιευτής"], "angling": ["ἀγκιστρεία", "ἀσπαλία", "βολετισμός"], "angrily": ["μεμηνιμένως", "διωργισμένως", "ἐξημμένως"], "angry": ["ὀργαίνω", "θυμόω", "χόλιος"], "angular": ["γωνιώδης", "γώνιος", "γωνιοειδής", "γωνιωτός"], "animal": ["ζῷον", "θηρίον", "ζῳόω", "κέρας", "ζῴειος"], "animate": ["ἐμψυχόω"], "ankle": ["σφυρόν"], "annals": ["ὡρογραφίαι"], "annex": ["ἀντιζεύγνυμι"], "annihilation": ["οὐδένωσις"], "anniversary": ["ἐνιαυτός"], "announce": ["προκαταγγέλλω"], "annoy": ["λυπέω", "διενοχλέω", "προσοχλέω"], "annoyance": ["ἐνόχλησις", "ὄχλημα", "παρενόχλησις", "διόχλησις", "παρενόχλημα"], "annual": ["ἐπέτειος", "κατενιαύσιος"], "annul": ["ἀποκυρόω", "παρακυρόω"], "anoint": ["ἐγχρίω", "χυτλάζω", "ἄγχραν", "ἀναχρίω", "διαλείφω"], "another": ["τοτέ", "ἕτερος", "χωρέω", "ἄλλως", "ἀλλήλων", "ἑξῆς", "ἀλλότριος", "παραδίδωμι", "ἄλλῃ", "ἑκατερέω", "διαιρέω", "διαλέγω", "ἐφεξῆς"], "answer": ["ἀντίλεξις", "προσαμείβομαι"], "ant": ["μύρμηξ", "μεταλλεύς", "λαέρτης"], "antelope": ["ὀνέλαφος"], "anticipation": ["προφθασία"], "antidote": ["πίκρα", "ἀντιφάρμακον", "σατυριακή"], "research": ["ἐκζήτησις"], "antiquity": ["παλαίωμα"], "anvil": ["μύδρος"], "anxiety": ["ἆρα", "μερίμνημα", "δυσφρόνα", "μερίμναμα"], "anxious": ["κηδόσυνος", "ἔμφροντις", "μεριμνητικός"], "any": ["ὅπως", "πως", "πως", "γε", "ἄγος", "ἄγος", "ἕτερος", "μήτις", "μήτις", "οὔκουν", "ὥρα", "σοφός", "γοῦν", "οὐδαμός", "μετρέω"], "one": ["ἀέκων", "ἀλλήλων", "ἁπλῶς", "ἀλαμπία"], "anything": ["οὔτις", "νόμος", "νόμος", "μήτις", "μήτις", "πάθος", "ἐπιστολή", "μῦθος", "δεσμός"], "anywhere": ["πού", "πού", "ποθι", "πη"], "apart": ["δίχα", "διατρίβω", "ἀποκρίνω", "διαιρέω"], "from": ["ἀπό", "ἀφίημι", "ἀφοράω", "ἀπαλλαξείω", "ἀφαιρέω", "ἀφεστήξω", "ἀπαλλάσσω", "ἀπέχω", "ἀμφοτέρωθεν"], "apartment": ["ἀνδρών"], "ape": ["μιμώ"], "aperture": ["κατάτρησις"], "apex": ["κορύφωσις"], "apothecary": ["φαρμακεργάτης", "μιγματοπώλης"], "apparently": ["φαινομένως"], "appeal": ["ἔκκλησις"], "appear": ["φαίνω", "εἴδομαι", "προσαντάω"], "appearance": ["εἶδος", "ὄψις", "σχῆμα", "ἀνάφανσις"], "appease": ["ἱλάσκομαι", "ἐξιλεόω", "ἀπολωφάω", "καταμειλίσσομαι", "ἀφιλάσκομαι"], "appendage": ["κηπίον", "ἀποφυάς", "παράθεμα", "προσάρτημα"], "appertain": ["συγκύρω"], "applaud": ["ἐπαινέω"], "applause": ["ἐπιβόησις", "κροταλισμός"], "apple": ["μῆλον", "μᾶλον", "ἀρίμηλον", "πλατάνιον", "μηλίτης", "κεστιανὰ", "μηλάπιον"], "application": ["προσβολή", "πρόσθεσις", "πρόσεξις", "ἐπίπλασις", "ἐπίπτυξις", "πρόσβλησις"], "apply": ["ἐπιχειρέω", "ἐπονομάζω", "παράπτομαι", "χρώννυμι"], "appoint": ["διατάσσω"], "apprehend": ["αἰσθάνομαι"], "approach": ["ἔπειμι", "ἔπειμι", "πελάζω", "ἔφοδος", "πέλασις", "προσχώρησις", "πλησιασμός", "ἐπιστείχω", "προσέλευσις", "προσνωμάω", "προσπίλναμαι", "παρεγχρίμπτομαι", "εἰσεγγίζω", "προσβαδίζω", "προσφορία", "προσοιμέομαι", "διαπελάζω"], "approachable": ["πλατός", "προσιτός", "πρόσπλατος", "πλησιαστός"], "appropriate": ["ἐπισφετερίζομαι", "ἰδιώνυμος"], "appropriation": ["οἰκείωσις", "σφετερισμός", "ἐξιδιοποίησις"], "approval": ["ἐπαινέω", "ἔπαινος"], "approve": ["ἐπαινέω", "δεξιάζω", "ἐπευδοκέω"], "approximately": ["συνεκδρομικῶς"], "approximation": ["παρισότης"], "apron": ["περιζώστρα"], "aqueduct": ["ὑδραγώγιον"], "arable": ["ἀροτός"], "arbitrarily": ["ηὐτοματισμένως"], "arbitrary": ["δυναστευτικός"], "arbitrator": ["καταλυτήρ"], "arch": ["σφεῖς"], "arched": ["ἐπίκυρτος"], "archer": ["ἀφήτωρ", "ἰαφέτης", "ὀϊστευτής", "τοξότας"], "archery": ["τοξεία"], "architect": ["μηχανουργός"], "arise": ["τέλλω", "ὑπεξανίσταμαι", "ὑποτέλλομαι"], "aristocratical": ["ἀριστοκρατικός"], "arm": ["μάλη", "ὦμος", "χαλκόω", "βραχίων", "ἐπίχειρον", "ἐνθωρακίζω", "κουρβών", "ὁπλοδοτέω"], "armed": ["τευχήεις", "τευχήρης"], "armour": ["ὅπλον", "ἔντεα"], "arms": ["ὅπλον", "ἔντεα", "ἀγκαλίς"], "army": ["στράτιος", "στρατία", "στρατιά", "στρατός", "στρατεύω", "στρατοπέδευμα"], "aromatic": ["ἀρωματικός"], "around": ["περί", "στεφανόω", "ἀμφί", "κυκλόθι"], "arouse": ["περιεγείρω"], "arrange": ["τάσσω", "κοσμέω", "διατίθημι", "ἐνσχηματίζω", "συγκατατάσσω", "ἐγκατατάσσω", "συνθετίζομαι", "ἀντιδιακοσμέω", "διαταγεύω"], "arrangement": ["τάξις", "κόσμος", "κατακόσμησις", "παρασκεύασμα", "ἀπάρτισις"], "array": ["τάσσω"], "arrears": ["πρόλοιπον", "ὑστερησμός"], "arrest": ["βλάπτω", "ἄπαξις"], "arrival": ["ἄφιξις", "κάθιξις"], "arrive": ["ἀφικνέομαι", "ἱκάνω", "εἰσγίγνομαι"], "arrogance": ["ὕβρις", "ὑπερηφανία", "ἀγερωχία", "ὑπερφροσύνη", "περιοψία"], "arrogant": ["ὑπεράφανος", "ὑψίνοος", "ἀπρόσχωρος"], "arrow": ["ἰός", "ἰός", "ἰά", "τόξευμα", "ὀϊστός"], "art": ["τέχνη", "τεχνάζω", "φυτός"], "artifice": ["τεχνιτεία", "τέχνησις", "τύξις"], "artificial": ["τεχνητός", "κατασκευαστός", "κατάτεχνος"], "artisan": ["βάναυσος"], "artistic": ["τεχνοειδής"], "artless": ["ἀτέχναστος", "αὐτόσκευος"], "artlessness": ["ἀπεριεργία"], "ascetic": ["ἐγκρατευτής"], "ash": ["μελίη"], "ashen": ["μέλινος", "ἔνσποδος", "μελέϊνος"], "ashes": ["τέφρα"], "ask": ["ἐρέω", "ἐρέω", "ἐρέω", "ἔρομαι", "εἴρω", "αἰτέω", "ἐρωτάω", "προσανερωτάω", "διέρομαι", "εἴρομαι", "εἰρωτάω"], "asking": ["δέησις"], "asp": ["ἄσπα", "θέρμουθις"], "aspect": ["ὄψις", "ἐπόμμασις", "εἰσωπή"], "ass": ["ὄνος", "γεῦος", "κίλλος"], "assail": ["χράω", "χράω", "προψαλάσσω"], "assault": ["ὁρμή", "ἐπιδρομία"], "assay": ["ἐξαγιάξω", "κατεξαγιάζω"], "assemblage": ["ἁλεότης", "συνάθροισμα"], "assemble": ["πασσυδιάζω", "θαμυρίζω"], "assembled": ["ἁλής", "ὁμηγερής", "συνομήρης"], "assembly": ["ἀγών", "ἀγορά", "ἐκκλησιάζω", "ἐκκλησία", "ἀγορή", "ἀλίασσις", "εἶρα", "πανάγυρις", "πλήθα", "συνακτήριον"], "assent": ["κατάφημι", "κατάνευσις", "συνανθομολογέομαι"], "assertion": ["φάσις"], "assessment": ["τιμασία", "τιμογραφία"], "assessor": ["ἐγκάθεδρος", "παραπροστάτης", "σύμπονος", "τιμητήρ"], "assign": ["καταδίδωμι", "ἀλλοτριονομέω", "δ.η.ληγατεύω", "ἀντικαταμετρέω", "ποδδατέομαι", "προσδατέομαι"], "assimilate": ["καθομοιόω"], "assimilation": ["ἐξομοίωσις", "παρομοίωσις"], "assist": ["βοηθέω", "ἀντωφελέω", "καθυπηρετέομαι"], "assistance": ["σύμπραξις", "προσάρκεσις"], "assistant": ["ἔπεργος", "ὑποοπλομάχος", "ὑποθοιναρμόστρια"], "assisting": ["ἀρκέσιμος", "συμβοηθός"], "associate": ["συνίστημι"], "association": ["συνεπιπλοκή", "προσομιλία"], "assuage": ["παραθέλγω"], "assurance": ["διαβεβαίωσις"], "astonishing": ["ἐκθαμβητικός", "κατάπληκτος", "θαμβητός"], "astonishment": ["ἄγη", "ἄγη"], "astride": ["ἱππιστί", "περιβάδην"], "astringent": ["στυφός", "ἐπικρατητικός", "στυπτικός", "στῦμμα", "ἰσχητήριος", "συντατικός"], "astrologer": ["ἀστρόμαντις"], "astronomer": ["ἀστρονόμος", "ἀστρολόγος", "ἀστεροσκόπος"], "astronomical": ["ἀστρόθετος"], "asunder": ["κρίνω", "δίχα"], "athirst": ["φονάω"], "athlete": ["ἀεθλητάς", "ἐπασκητής"], "attach": ["ἅπτω", "ἀείρω", "προσκολλίζομαι"], "attached": ["προσαρτής"], "attachment": ["προσάρτησις", "ἔναψις", "παράφυσις"], "attack": ["χράω", "χράω", "ὁρμή", "θυάς", "κατάσκηψις", "κατάπειρα", "ἐνσεισμός", "ἐπεγχειρέω", "καταπειρασμός"], "attain": ["τυγχάνω", "ἡβάω"], "attempt": ["πειράω", "πεῖρα", "πείρασις", "προσαναπειράομαι"], "attend": ["κομίζω", "κομέω", "κομέω", "παραγίγνομαι", "ἀντεπιμελέομαι", "παρακαθιζάνω", "παρυπάρχω"], "attendance": ["παρεδρία", "ἀοζία", "παρεδρεία"], "attendant": ["ὀπηδός", "θεραπευτήρ", "ἑπάμων", "ὀπαδός"], "attention": ["προσοχή", "προσέχεια"], "attentive": ["προσεκτικός", "πρόσοχος"], "attenuation": ["ἀπολεπτυσμός", "λέπτυνσις"], "attraction": ["ἕλκυσις", "ἑλκυσμός", "ἐφέλκυσις"], "attractive": ["ἐφελκτικός", "ἐνδίολκος", "εὐήδονος"], "attrition": ["ἐκλεασμός"], "auction": ["ἀνάπαλος"], "audacious": ["ἔκτολμος"], "audacity": ["τλῆσις"], "auditor": ["λογοθέτης"], "auger": ["ἀρίς", "ἀρίς"], "augment": ["αὐξάνω"], "augur": ["οἰωνόσκοπος", "ὀρνεόμαντις"], "augury": ["οἰωνοσκοπία", "οἰωνομαντεία"], "august": ["σεπτός"], "austerity": ["αὐστηρία"], "authoritative": ["κύριος", "κύριος"], "authority": ["ἐξουσιάζω", "ἐξουσία", "κῦρος", "κυρία"], "autocratic": ["αὔταρχος"], "autonomous": ["αὐτοεξούσιος"], "autumnal": ["μετοπωρινός", "φθινοπωρινός", "ὀπωριαῖος"], "auxiliary": ["προσαρωγός"], "avail": ["δύναμαι"], "available": ["ὑπάρχω"], "avenge": ["ἐπεκδικέω"], "avenger": ["ἀλοίτης", "τίτης", "ἐκδικαστής", "ἐπιτιμήτωρ", "τιμωρητήρ", "ποινητήρ"], "avenging": ["τιμωρός", "ἐκδίκησις", "τίτας", "ποινῆτις", "ἐπεξελευστικός", "ποινήτωρ"], "aversion": ["ἀπότρεψις"], "avoid": ["φεύγω"], "await": ["δέχομαι"], "awaken": ["ἀνάγω", "ἐξεγείρω"], "awakening": ["ἐξέγερσις", "ἐπεγερτικός"], "away": ["δίω", "ἀπό", "ἄπιος", "αἱρέω", "ἄπειμι", "ἀναιρέω", "ἀφοράω", "ἀφαιρέω", "ἀφεστήξω", "ἀποδείκνυμι", "ἀπέχω", "ἁρπάζω", "διατρίβω", "ἀπειλέω"], "awe": ["ἄγη", "ἄγη", "ἄγος", "ἄγος", "δείδω"], "awkwardness": ["σκαιότης", "ἐπαριστερότης"], "axe": ["πέλεκυς", "πέλυξ"], "axle": ["ἄξων"], "aye": ["δ.η.῀τα"], "babble": ["λαλαγέω", "ἀκριτομυθέω", "φλεδονεύομαι", "φληνύω"], "babbler": ["θρυλητής"], "babbling": ["ἀκριτομυθία", "πλατυλόγος"], "bacchanalian": ["ἐποίνιος"], "back": ["πάλιν", "αὖθις", "κομίζω", "ἀπειλέω", "ὀπίσω", "νῶτον", "εἰσόπιν"], "backward": ["ὀπίσω"], "backwards": ["πάλιν", "ὀπίσω", "ἐξόπισθεν", "ἀνόπιν", "ἐξοπισθίως", "μεταστροφάδην"], "bad": ["κακός"], "badger": ["πυκτίς"], "badness": ["κακία", "κακότης"], "bag": ["γρυμέα"], "bait": ["δόλος", "δέλεαρ", "θόρισμα"], "bake": ["διαφρύγω", "ἐξυπεροπτάω", "ἐπιπέσσω", "κολλυρίζω"], "baked": ["ὀβελίας"], "baker": ["ἀρτοκόπος", "ἀρτοπώλης", "κριβανεύς", "ἀρτόπτης"], "bakery": ["κριβανεῖον"], "baking": ["ἀρτοκοπία", "ἀρτοποιΐα"], "balance": ["ἰσάζω", "τάλαντον", "ζυγόσταθμος", "πλαστίγγιον", "σταχάνη", "ζυγοστάτημα", "ζυγοτρυτάνη"], "balancing": ["σύναρσις"], "out": ["δείκνυμι", "ἁπλόω", "ἄπορος", "διαιρέω", "διαλέγω"], "ball": ["σφαῖρα", "πάλλα"], "balsam": ["θεριστός"], "ban": ["ἰωρός"], "band": ["συνίστημι", "ἔθνος", "δεσμός", "διάδημα", "δέμα", "μίτρη", "προεπίδεσμος"], "bandage": ["πιλίον", "ἀνάδεσμος", "ἁρμελάτης", "ἀναζώστρα", "ἀντίλοξος", "βουκολίσκος", "ἔγχηλος", "φιλάγριον", "ἡμικεραύνιος", "μεσόρομβος", "παρασκεπάστρα", "θαΐς", "σχηματόδεσμος", "τραχηλιστήρ"], "baneful": ["πήμων", "μέρμερος", "δύσδηλις"], "banish": ["φυγαδεύω", "ὀστρακίζω"], "banishment": ["ἔξωσμα", "ὑπερορισμός"], "bank": ["ἀργυροτράπεζα", "τρέπεδδα"], "banquet": ["ἑστίαμα"], "banqueter": ["δαιτύμων"], "banter": ["ὑποσκώπτω"], "bar": ["κλεῖθρον"], "barb": ["ὄγκος"], "barbaric": ["βαρβαρώδης"], "barbarous": ["βάρβαρος", "βαρβαρόομαι", "βαρβαρόω", "Βρέττιος"], "barbed": ["ἐπίλογχος", "ἀγκιστρωτός", "γλωχινωτός"], "barber": ["ξυρητής", "κορσᾶς", "κορσωτήρ", "κουρευτής"], "bare": ["ψιλός", "ἐξωμίζω", "ἀκρόψιλος"], "barefooted": ["γυμνόπους", "νηλίπεζος"], "bareness": ["ψιλότης"], "bark": ["ὑλάω", "φλοιός", "ὕλαγμα", "ἀνθυλακτέω", "βαλσαμῶδες"], "barley": ["κρῖ", "ἀκοστή", "κοσταί", "ὄλυραι"], "barren": ["ἐρῆμος", "στερρός", "στεῖρος", "κατάστειρος", "χερσώδης"], "barrenness": ["ἀσπορία", "ἀτέκνωσις"], "barricade": ["διαφράγνυμι", "φράξις", "παραφράσσω"], "barrier": ["κλεῖσμα"], "barter": ["ἐπαμοίβιμος", "συναλλακτεύω"], "base": ["ὑπόθεμα", "βαθρικόν", "θεόστασις", "ὑποποδία"], "bashfulness": ["αἰσχυντηλία"], "basket": ["τάλαρος", "κόφινος", "σώρακος", "βελενκώθιον", "ἔρυσος", "κερτύλλιον", "κίουρος", "κιστίδιον", "κορυνθεύς", "μόροττον", "μύρσος", "θῖβις"], "bastard": ["μητρόξενος", "ψευδάγχουσα", "ψευδοκύπειρος"], "bat": ["νυκτερίς"], "bath": ["μάκρα", "βάτος"], "bathe": ["λουτρόομαι", "ἐπιλούω"], "battalion": ["συνταξιαρχία"], "battle": ["πόλεμος", "μάχη", "πολεμίζω", "νίκη", "τάσσω", "δάιος", "δαίφρων", "κενταυρομαχία", "μάχα"], "bawl": ["καταβοάω"], "bay": ["ὑλάω", "κραυγάζω", "δάφνα"], "beam": ["δοκός", "λοῖσθος", "κμέλεθρον", "τράφηξ"], "bear": ["φέρω", "ὀργάω", "τολμάω", "χαλεπός", "μαρτυρέω", "καρπόω", "φορέω", "ἄρκος", "ἄρκτος", "ἐμφέρω", "ὑπερφέρω", "κοτέω", "ἐντίκτω", "πρωτοτοκέω", "θυρσάζω", "γαυριάω", "φωσφορέω", "προσεπιφέρω", "ἄρξ", "ὀλονθοφορέω", "δασυλλις", "κνῶος"], "bearable": ["φορητέος"], "beard": ["γενειάς", "πώγων", "ἄνθεριξ"], "bearded": ["γενειάτης", "πωγωνίας", "προγένειος", "πωγωνίτης", "πωγωνιαῖος", "πωγωνικός"], "beardless": ["ἀνύπηνος", "ἀπώγων"], "bearing": ["δοκός", "φορός", "πρωτότοκος", "ταλαεργός", "θεόφορος", "κινναμωμοφόρος", "ἰσοφόρος", "ὀλονθοφόρος", "καχρυφόρος", "καχρυόεις", "κικιοφόρος", "λαχανηφόρος"], "beast": ["θηρίον", "θηριόω", "ἑρπετόν", "βοτόν"], "beat": ["προσπλάζω", "ἐκκροτέω"], "beaten": ["πληκτός", "ἀπόκροτος", "ἐπίκροτος", "κορδυβαλλῶδες"], "beating": ["τύψις", "ἐνάραξις", "ἐπίκρουμα"], "beautiful": ["καλός", "καλός", "κάλλιμος", "καλλίπηχυς", "ἴδηαι", "καλλι"], "beautify": ["καλλύνω"], "beauty": ["εἶδος", "κάλλος", "καλλονή", "καλότης"], "beaver": ["σαθέριον"], "because": ["γάρ", "ἕνεκα", "ὁτιή", "ὁθούνεκα", "διότιπερ", "οὕνεκεν"], "become": ["γίγνομαι", "βαρβαρόομαι", "γηράσκω", "ἰόομαι", "γονατόομαι"], "becoming": ["ἱκανός", "ἐπιεικής", "ἐπιπρεπής", "ἀραίωσις", "διόρωσις"], "bed": ["εὐνή"], "bedew": ["κατανοτίζω"], "bedfellow": ["σύγκοιτος", "παρευνέτις", "συγκοιμητής", "συνόμευνος"], "bedstead": ["κοίτη"], "bee": ["κλῆρος"], "beehive": ["σμῆνος", "σίμβλος", "μελισσοφάτνη", "μελισσουργεῖον"], "beer": ["ζῦθος"], "beeswax": ["μελίκηρος"], "beetle": ["κλῆρος", "κανθαρίς", "χελωνιάς"], "beetling": ["κρεμάς"], "befitting": ["ἱκανός", "συμπρεπής"], "before": ["πρότερος", "ὅδε", "ἡγέομαι", "πρό", "πρίν", "πρόσθεν", "πάροιθε", "ἐπίπροσθεν", "παροίτερος", "πρόσσοθεν", "προβώμιος", "πρόστερνος", "πρόσθα"], "befoul": ["καταχέζω", "καταχραίνω"], "beg": ["αἰτέω", "βωμολοχέω"], "beget": ["γεννάω", "ἐκγεννάω", "ἀρρενογονέω"], "begetting": ["τεκνοποιία", "παιδοποιός", "τεκνογόνος", "ἀρρενογονία", "ἀρρενογόνος", "θυγατρογόνος"], "beggar": ["πτωχός", "προσαίτης", "ἐπαίτης", "μεταίτης"], "begging": ["προσαίτησις"], "begin": ["ἄρχω", "ὑπάρχω"], "beginning": ["ἀρχή", "ὑπάρχω", "ἀρχαῖος", "ὑπαρχή", "καταρχή", "κάταρξις"], "beguile": ["ψεύδω", "ψεύδω"], "beguiler": ["κηλέστης"], "behave": ["βαρβαρίζω"], "behead": ["καρατομέω", "ἀποκεφαλίζω", "κεφαλίζω", "ἀποκαρατομέω"], "beheaded": ["καράτομος"], "beheading": ["ἀποκεφαλισμός", "ἐκτραχηλισμός"], "behind": ["ὀπίσω", "ὑπομένω", "καθυστερικῶς", "ὄπιθεν"], "behold": ["ὁράω", "θεάομαι", "σκοπέω", "ἐνθεάομαι", "προσθεάομαι", "ἴδε"], "beholder": ["ὁρατής"], "being": ["γίγνομαι", "ὥστε", "ἕξις", "ζῷον", "μέλλησις", "ἀπορία", "ὁμωρόφιος", "ἐκτότης", "συνεκδημία", "χαμαιπέτεια"], "belch": ["ἐρυγγάνω", "ἐρυγάω"], "believe": ["πείθω", "συμπιστεύω"], "bellow": ["ἐρυγμαίνω"], "bellows": ["ζωπύριον"], "belly": ["ἀραιά", "γάστρη"], "belong": ["ποθίκω"], "beloved": ["φίλος", "φίλος"], "below": ["ὑπό", "κάτω", "ἐπένερθε"], "bemoan": ["περιστοναχέω"], "bend": ["ἐπικλάω", "λυγίζω", "συγκάμπτω", "τραχηλίζω", "ἐπημύω", "ὑπογνάμπτω", "ἀνακαμπή", "διακάμπτω", "διακαμπυλόω", "ἐπικατακλάω", "ἰδνόω", "περιλυγίζω", "ὑποκαμπή"], "forward": ["πρό", "πρόσω"], "benefaction": ["εὐποίημα"], "benefactor": ["εὐεργέτης", "δωρητής"], "beneficence": ["εὐποιία", "εὐποιΐα"], "beneficent": ["ἀγαθοποιός", "εὐεργετητικός", "εὐρέκτης"], "beneficial": ["ὀνήτωρ"], "benevolent": ["ἀγαθοθελής", "καλοθελής", "προπράων"], "bent": ["ἀποκαμπτός", "παλίγγναμπτος"], "benumb": ["ἀποπήσσω"], "bereave": ["ἀπορφανίζω", "ἀπορραίω", "ἀμείρω"], "beside": ["παρά", "παρέχω", "παρίημι", "ἀμφί", "παρίστημι", "παρέρχομαι", "παραγίγνομαι", "παραποτάμιος", "παραβώμιος", "παραπόντιος"], "besides": ["ἐπιέννυμι", "παρεκτός"], "besiege": ["πολιορκέω"], "besmear": ["καταλείφω"], "besom": ["κόρος"], "besprinkle": ["ῥαίνω", "περιρραίνω", "διαχυτλάζω", "καταρραίνω"], "best": ["ἄριστος"], "oneself": ["ἴδιος", "ἀξιόω", "ἰσόω", "ἀσάω", "κτάομαι", "πέμπτος", "ἐπιχειρέω"], "bestow": ["διαβραβεύω", "ἐπιφιλοτιμέομαι"], "betrayer": ["προδότις", "προδότας"], "betroth": ["ὑπομνηστεύομαι", "ὑπερεγγυάω"], "betrothal": ["καταίνεσις", "κατεγγυητικά"], "betrothed": ["μελλόγαμος", "πρόγαμος"], "bride": ["μνήστειρα"], "better": ["βελτίων", "φέρτερος"], "between": ["μέσης", "μέτειμι", "διατρίβω", "κυκνοκάνθαρος", "ἰμέσος"], "beverage": ["πόσις"], "bewail": ["συμφοράζω", "κατολοφύρομαι", "καταδακρύω", "καταθρηνέω", "ἐποδύρομαι", "καταπενθέω", "καταστοναχέω", "ἀποστένω", "ἰαλεμίζω", "θρηνολογέω"], "bewitch": ["βασκαίνω", "καταγοητεύω", "καταμαγεύω", "ἐκμαγεύω", "συναποδέλγομαι"], "bewitching": ["μαγέτας", "πολυθελγής"], "beyond": ["ὑπέρ", "περάω", "πέρα", "πέρα", "περαίτερος", "ὑπέρμορον", "ὑπερέκεινα"], "bid": ["ἐφίημι", "κελεύω", "σιγάζω", "σκορακίζω"], "big": ["μέγας", "τρέφω", "τρόφις"], "bilious": ["χολικός", "διάχολος"], "coo": ["λαρύνω"], "billet": ["σταθμοδοτέω"], "bind": ["πεδάω", "ἅπτω", "δίδημι", "καλαμόω", "συνδέω", "σειράω", "ὑποδέω", "ποδίζω", "ἐγκομβόομαι", "διαδεσμέω", "ἐπικαταδέω"], "binding": ["δέον", "δεσμός", "δέσμιος"], "bird": ["ἄνθος", "ἀσφαλός", "ἐλεᾶς", "ἐλασᾶς", "ὄρνεον", "χλωρεύς", "δρακοντίς", "χαραδριός", "κίρκη", "θωός", "σιαλίς", "φωκίων", "δίκαιρον", "δακνίς", "καυκαλίας", "στηθίας", "πυραλίς", "ἀτταβυγάς", "κίσιρνις", "κέρκηρις", "ἵστραξ", "κάλαρις", "γύγης", "γνάφαλος", "βαρίτης", "βύσσα", "βώκκαλις", "ἐλαφίς", "ἐδώλιος", "δριάεντα", "δρεπανίς", "γαυσάδας"], "view": ["θέα", "θέα", "δόξα", "θεάομαι", "συνθεάομαι"], "bit": ["χαλινός", "ἐχέγναθον"], "bitch": ["κύων", "κυνώ"], "bite": ["δάκνω", "βρύκω", "ἀποτρώγω", "καταδάκνω", "ἀνάδηγμα", "ἐμβρύκω", "ἐπιδάκνω"], "biting": ["βρυγμός", "δακνηρός", "σαρκοδακής"], "bitter": ["σαρδάνιος"], "bitterness": ["πικρία"], "black": ["μέλας"], "blackness": ["μελανία", "μελανότης"], "bladder": ["κύστις"], "blame": ["αἴτιος", "αἰτία", "αἰτιάομαι", "ψέξις", "ὀνοτάζω", "ἐπαγορία", "κάκισις", "μώμημα", "ὄνοσις"], "blameless": ["ἄμωμος", "ἀμώμητος", "ἀμεμφής", "ἀψεγής", "ἄμομφος", "ἄψογος", "ἀμόμφητος", "ἀνυπαίτιος"], "blameworthy": ["αἴτιος", "μεμπτός", "ψεκτός", "ἐπίμωμος", "ἐπιμωμητός", "εὐκατάγνωστος", "μωμηλός", "ψόγειος"], "blaming": ["ἐπίμεμπτος"], "blanket": ["λῶδιξ", "σέγεστρον"], "blast": ["πνεῦμα"], "bleat": ["μηκάομαι", "βληχάομαι", "βρήσσω"], "bleating": ["βληχή", "μηκασμός", "μηκητικός"], "bleed": ["σφυροτομέω"], "bleeding": ["ἀφαίμαξις"], "blend": ["κίρναμι"], "bless": ["ἐπευλογέω"], "blessed": ["εὐλογητός"], "blind": ["τυφλός", "ἀλαοσκοπίη", "ἀποσπαλακόω", "ἐντυφλόω", "πολυβλέπων", "τυφλίνης"], "blindness": ["τυφλότης", "ἀβλεψία"], "blink": ["μυωπάζω"], "bliss": ["ὀλβία"], "blister": ["φλύκταινα", "φῦσιγξ", "φωΐς", "πομφός"], "blockade": ["προσκαθεδρία"], "blockhead": ["Μαμμάκυθος"], "blood": ["φόνος", "φονάω", "φονόω", "αἷμα", "βρότος", "βρότος", "ἔαρ", "φλεγμός"], "bloodless": ["ἄναιμος", "ἀναίμων"], "bloodshed": ["φόνος", "αἷμα", "αἱμαγμός", "φονά"], "bloody": ["φόνιος", "δίαιμος", "πολυαίμων", "κάθαιμος"], "bloom": ["ἄνθη", "περιανθέω", "κυπρίζω", "κυπρισμός"], "blossom": ["ἄνθος", "ἄνθος", "συνακμάζω", "συνεξανθέω"], "blow": ["ψύχω", "φυσάω", "πληγή", "τύπος", "πνέω", "ἐμπνέω", "καταπνέω", "ἄω", "προσπνέω", "ἐπικαταπνέω", "πλαγά"], "blue": ["βένετος"], "blunt": ["ἀπαμβλύνω", "ὕπαμβλυς"], "bluntness": ["ἀμβλύτης", "αὐθεκαστότης"], "boar": ["κάπρος"], "board": ["ἐλεός", "ἐλεός", "κάλλιον", "τηλία"], "boast": ["ἐπικομπέω", "ἐναυχέω", "λαβρηγορέω"], "boaster": ["αὐχηματίας", "αὐχητής", "καυχητής"], "boastful": ["αὐχαλέος", "φίλαυχος", "καυχήμων", "καυχηματικός", "περιαυτολογικός"], "boasting": ["σεμνολογία", "καύχησις", "μεγαυχής"], "boat": ["κυβαία", "μάδαρα", "σάγγαρον", "σκαφόπλωρος", "σκαφοπάκτων"], "bodily": ["φύσις", "βία"], "body": ["φύσις", "σῶμα", "νεκρός", "ἔθνος", "πεντηκοντάς", "ἐννεάς", "σκίναρ", "χροιή"], "bodyguard": ["σωματοφύλαξ"], "bogey": ["ἀκκώ", "ἐκφόβητρον"], "boil": ["ζέω", "μυρεψέω", "ἀναβράζω", "φλυκτίς", "περιβλύζω", "ὑπερβράζω", "ἀμφιζέω", "ἀναπαφλάζω", "ἐκπαφλάζω", "ὑπερφλύζω"], "boiled": ["ἑφθός", "ἑψητός", "ἀνάβραστος", "ἑψανός", "ἀκρόζεστος", "ἐκζεστός", "κατεφθός"], "boiling": ["ἕψησις", "πάφλασμα", "ἀναζεμα", "βράσις", "βράσμα", "ἐπίζεμα"], "bold": ["θαρσέω", "θρασύς", "θρασύπονος", "θρασύτολμος"], "boldly": ["τεθαρρηκότως", "θαρσούντως", "τετολμηκότως"], "bolt": ["γόμφος", "ἐπιβλής", "καταβλής"], "bond": ["δεσμός"], "bondman": ["δοῦλος", "δοῦλος"], "bony": ["ὀστεώδης"], "boorish": ["ἀγροικηρός"], "boot": ["καμπαγών"], "booth": ["σκηνή"], "booty": ["λεία", "λᾴα"], "border": ["πεζίς", "σύγκλεισμα"], "line": ["παράγραφος"], "bore": ["ἐκτρυπάω", "ὑποτρυπάω"], "borer": ["τρυπητής", "περητήριον"], "born": ["φύω", "δοῦλος", "δοῦλος", "συγγενής", "ἀπόγονος", "ἠπειρογενής", "λινογενής", "χρυσόγονος"], "boss": ["φάλαρον", "ἀσπιδίσκος"], "both": ["ἀμφότερος", "ἑκάτερος", "ἀμφί", "ἄμφω", "ἐξάμφω"], "bottom": ["πυθμήν", "οὐρίαχος", "ὑποπυθμένιος", "πύνδαξ", "πτερνίς"], "bough": ["σπάδιξ"], "bound": ["γάρ", "στρατιώτης", "μελάνδετος", "κηρόδετος", "ἀμφίδετος", "περίδετος", "σαγηνόδετος", "κισσοδέτας", "σειρωτός"], "boundary": ["ὅρος", "πέρας", "οὖρον", "οὖρος", "ὁρία", "τέρμων", "μεσούριον"], "boundless": ["ἄπειρος", "ἀπείρων", "ἀπέρατος"], "bounteous": ["φιλόδοτος"], "bountiful": ["φιλόδωρος"], "bout": ["πότος", "πότος", "πάλαισμα"], "bow": ["ἀρίς", "βιός", "βιός", "αὗ", "αὖ", "τόξον", "ταλάωρ"], "bowl": ["φιάλη", "σκαφίς", "κρατηρία"], "box": ["θεώριος", "κιβώτιον", "κοιτίς", "ἐκπυκτεύω"], "boxer": ["πύκτης", "πύκτας", "πυκτευτής"], "boxing": ["πυγμαχία", "πύκτευσις", "πυγμά", "πυγμαχίη"], "up": ["ἄνω", "ἀναιρέω", "ἀνάγω"], "bracelets": ["βουβάλια"], "brag": ["στομφόω"], "braggart": ["Κομπαστής", "Κομπαστικός", "Θράσων", "κομπολακύθης"], "braid": ["παραπλέκω"], "brainless": ["κενεγκράνιος"], "brake": ["ἐποχεύς"], "branch": ["εἰρεσιώνη", "ἀποχέτευμα", "ὅρπαξ", "ῥάδιξ"], "branching": ["ὀζαλέος", "ἀκρεμονικός", "ὀζωτός", "τανύπτορθος"], "brand": ["καυτηριάζω"], "brandish": ["πάλλω", "ἐνσείω", "διαπάλλω", "ἀνακραδεύω", "ἀνατιταίνω"], "bravo": ["πύππαξ"], "bray": ["ὀγκάομαι", "βρωμάομαι"], "brazier": ["ἐσχαρίς", "ἀνθράκιον"], "breach": ["ῥώξ", "διάκοπος"], "bread": ["σῖτος", "βεκός", "δάρατος", "φυσίκιλλος", "βέκος"], "breadth": ["πλάτος", "πλάτος"], "break": ["ἄγνυμι", "θρύπτω", "ἐπάγνυμι", "κατεάσσω", "διεκπαίω", "συναπορρήγνυμι", "νωτοκοπέω", "προσάγνυμαι", "ὑποθραύω"], "breakfast": ["ἀριστάω", "ἄριστον", "διανηστισμός"], "breaking": ["σύγκλασις", "παράρρηξις", "σύνθραυσις", "θραυσάντυξ", "ἀπόκλασις", "θραυσμός", "συγκλασμός"], "breakwater": ["προκυμία"], "breast": ["στῆθος", "τιτθός", "στέρνιον"], "breath": ["ψυχή", "κάπος", "ἀυτμή", "ἀϋτμή", "πνοά"], "breathe": ["ψύχω", "ἐπαυρίζω", "ἀΐω"], "breathless": ["ἄπνευστος", "νήυτμος", "νήϋτμος"], "breeches": ["σκέλεαι"], "breed": ["ἱπποτροφέω", "ἐγγείνωνται", "συντεκνόω", "ζῳοτροφέω"], "breeding": ["ἱπποτροφία", "σκυλακότροφος"], "breeze": ["οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "αὔρα", "αὔρη", "διάπνευμα"], "bribe": ["δεκάζω", "δωροκοπέω"], "bribery": ["δεκασμός", "δωροκοπία"], "brick": ["πλίνθος", "βήσαλον"], "bricklayer": ["πλινθοβόλος"], "brickmaker": ["πλινθουργός", "πλινθευτής", "πλινθοβάψ", "πλινθοποιός", "πλινθουλκός"], "bridal": ["νυμφίος", "νυμφίδιος", "ἐπινύμφειος", "ἐπινυμφίδιος", "ἕδνιος"], "bridegroom": ["νυμφίος"], "bridesmaid": ["θαλαμεύτρια", "ὑπονυμφίς"], "bridge": ["διάζευγμα", "γεφύρωμα"], "bridle": ["χαλινοω"], "brief": ["βραχύς", "βαιόχρονος"], "briefly": ["παρακεκομμένως", "συστρόφως"], "brigand": ["πειρατής"], "brigandage": ["κλοπεία"], "bright": ["λευκός", "λευκός", "φανός", "Λάμπος", "εὐάγητος", "ἀπαυγής", "γανώδης"], "brightness": ["στιλπνότης", "τηλαύγημα"], "brilliancy": ["ἀνθηρότης", "εὐφέγγεια"], "brilliant": ["λευκός", "λευκός"], "brilliantly": ["στιλβόντως"], "brimstone": ["θειόω", "θεῖον", "θήιον", "θήϊον"], "brine": ["ἁλμαία"], "bring": ["ἄγω", "φύω", "κακόω", "φαίνω", "φέρω", "δείκνυμι", "ἀνάγω", "κομίζω", "ἐπάγω", "συμφέρω", "πελάζω", "ἐλέγχω", "καθορμίζω", "προσορμίζω", "ἐπικέλλω", "ἐπινωμάω", "ἐνορμίζω", "εἰσαίρω", "ὁμαλύνω", "ἐπικομίζω", "ἐφορμίζω", "ἐπελεύθω", "φορέσκω", "ἐλεύθω", "προσαίρω"], "bringer": ["ἐπικάρπιος"], "bringing": ["συμφορά", "φορός", "φώσφορος", "φωσφόρος", "προσπέλασις", "ἐπεισαγωγή", "φερεγλαγής"], "bristle": ["μῆριγξ"], "bristly": ["τριχοφόρος"], "broad": ["πλακερός", "διάμηκος"], "broil": ["ἀπανθράκισμα"], "broken": ["ἄγανος", "ἀμφίκλαστος", "ἀπερρωγώς"], "bronze": ["χάλκεος", "χαλκός", "χαλκόω", "κρατέρωμα"], "brooch": ["ἁπτώδιον"], "broom": ["κόσμητρον", "ὄφελμα", "ὄφελτρον", "σάρωτρον"], "brothel": ["πορνεῖον", "χαμαιτυπεῖον", "ματρυλεῖον", "κασαυρεῖον", "κασωρικὸς", "πορνοβοσκεῖον"], "keeper": ["ἤρανος"], "keeping": ["χηνοβοσία"], "brother": ["κασίγνητος", "κάσις", "ἀδελφεός", "ὁμόγνητος"], "brotherhood": ["φράτρα", "ἀδελφότης"], "brotherless": ["λιπάδελφος"], "brotherly": ["ἀδελφικός", "κασιγνητικός"], "brown": ["ξανθόχρως"], "bruise": ["περιθλάω", "ἀμφίθλασμα", "θλάσμα"], "brushwood": ["ἀνοῦχι"], "brutality": ["μιαρία", "θηριότης"], "bubble": ["ὑπερβλύζω", "πομφολύζω", "ὑπερεκβλύζω", "ὑπερπαφλάχω"], "bucket": ["ὑδρεῖον", "ἀναληπτήρ", "ἀντλιαντλητήρ"], "buckle": ["κομβίον", "κομβοθηλεία"], "buffet": ["κόλαφος"], "buffoon": ["δρακιστής"], "buffoonery": ["γελωτοποιία", "γελωτοποιΐα"], "bug": ["κόρις"], "bugbear": ["Ἀλφιτώ"], "build": ["τειχέω", "δωμάω", "δέμω", "ἐξοικοδομέω", "ἐντειχίζω", "προσκτίζω", "ἀντοικοδομέω", "ἐντεκταίνομαι"], "builder": ["δομήτωρ", "δωμήτωρ"], "building": ["οἰκία", "δομή", "δόμημα", "δώμησις"], "bulge": ["κύρτωμα"], "bulk": ["πόσος"], "bulky": ["κάτογκος"], "bull": ["βοῦς", "ταῦρος"], "bullock": ["βοῦς", "γαρότας"], "bumper": ["ἄρυστις"], "bundle": ["δ.η.τός"], "burden": ["ἐπιβάρησις"], "burial": ["τάφος", "μόριος", "ταφή", "ἐνταφή", "τυμβεία"], "burlesque": ["καταμιμέομαι", "παρῳδικός"], "burn": ["πρήθω", "ἐγκαίω", "παραθυμιάω", "δ.η.´ω", "ἀποτύφω", "διαπίμπρημι", "συμφρύγω", "συνδιακαίω", "ὑποκαπνίζω"], "burning": ["θύω", "θύω", "αἰθής", "ἔμπρησις", "καῦσις", "φλόγωσις", "κήλεος", "κατάκαυσις", "κατάφλεξις", "σύγκαυσις", "ἐμπυρισμός", "ἐπίκαυσις", "πρόσκαυσις", "αἴθινος", "ἐκπυράκτωσις", "θῦψις", "ἀποκαυσμός"], "burnt": ["θυσία", "αἰθός", "πυρίφλεκτος", "κατάφλεκτος"], "burst": ["εἰσπαίω"], "bury": ["θάπτω", "καταθάπτω", "τυμβεύω", "καταβυσσόω", "παρακατορύσσω"], "business": ["πρᾶγμα", "πρᾶξις"], "bust": ["στηθάριον"], "busy": ["σπουδάζω"], "butcher": ["κρεοποιός", "κρεοθέτης"], "buy": ["ἀποπρίασθαι", "χρυσωνέω"], "buying": ["ὤνησις"], "buzz": ["βρομέω"], "cabbage": ["βάκανον"], "cackle": ["κακκαβίζω"], "cadaverous": ["ἐνερόχρως"], "cadence": ["ἐπισφράγισις"], "cage": ["ζῶγρος"], "cake": ["ἄρτος", "διακόνιον", "ἴτριον", "χοιρίνας", "κόλλαβος", "κλοῦστρον", "οἰνοῦττα", "βάραξ", "γοῦρος", "γουττᾶτον", "σουβίτυλλος", "βασυνίας", "ἀμύλιον", "λούκουντλος", "πλίκιον", "γυρίνη", "κόρυνθος", "χαυών", "κερύχρη", "Κανωπικόν", "ἴμοροι", "ἄγγουρος", "ἐμπλατία", "ἐλλύτης", "βωλίς", "βορβύλα", "ἀρτόχαρις", "ἄττανα", "ἄμιθα", "ἄμφασμα", "ψάμμητον"], "calamitous": ["ἐπίλωβος"], "calculate": ["λογαριάζω"], "calculation": ["ὑποψήφισις"], "calculator": ["ἀριθμητής", "περίψηφος"], "calf": ["πόρταξ", "δάμαλος"], "call": ["καλέω", "ὀνομάζω", "παρακαλέω", "κλέω", "ἐπιβοάω", "παππάζω", "εὐδαιμονίζω", "προσφωνέω", "ὁμοκλάω", "ταλανίζω", "κικλῄσκω", "κλείω", "κληΐσκω", "ψιττάζω"], "callous": ["τυλώδης", "διάτυλος", "περίτυλος", "τυληρός"], "calm": ["ἥμερος", "γαληνός", "γαληνώδης"], "calmness": ["ἀτρεμαιότης"], "calumniate": ["ἐνδιαβάλλω"], "camp": ["συμφορεύς", "στρατόπεδον", "σκήνημα"], "cancel": ["ἐσλιήνω"], "cancelling": ["ἀκυρόωσις"], "cane": ["κάναθρον"], "canopy": ["σκιάς"], "cap": ["κυνέη", "περίκρανον"], "capable": ["δύναμαι"], "capacious": ["περιχανδής", "εὔδεκτος"], "caparisoned": ["ταπιτιοῦχος"], "cape": ["ἄκρα"], "capon": ["κάπων"], "capsize": ["πρανίζω"], "captain": ["ἄρχων"], "captive": ["αἰχμαλωτίς"], "captivity": ["αἰχμαλωσία", "μετοικεσία"], "capture": ["ἀγρέω", "ἅλωσις", "αἰχμαλωτεύω"], "card": ["κνάπτω"], "care": ["μέλω", "κομίζω", "ἐπιμελέομαι", "ἀμελέω", "κομέω", "κομέω", "κηδεία", "δρησμοσύνη", "ἐπιθεραπεία", "ἐπιτηρία"], "careful": ["ἐπιμελής", "πρόνους", "μελεδήμων"], "carefully": ["ἀνακῶς", "πεφροντισμένως", "μεμελημένως", "παρατετηρημένως", "διατετηρημένως"], "careless": ["νηκηδής"], "carelessly": ["ἀπημελημένως", "ἀμερμηρεί", "ἐρρᾳστωνευμένως"], "carelessness": ["ἀτημέλεια", "ἀσάλεια"], "caress": ["ἀγαπάω"], "carnage": ["αἷμα", "φονή"], "carousal": ["πότος", "πότος"], "carp": ["κυπρῖνος", "βάλαγρος", "βάλερος"], "carpenter": ["ἀρίς", "ἀρίς", "δοκοτέκτων"], "carpentry": ["τεκτονία"], "carping": ["προσυλάκτησις"], "carriage": ["ὄχος"], "carrion": ["κενέβρειος"], "carry": ["ἄγω", "φέρω", "περάω", "διαφέρω", "κομίζω", "φορέω", "ἁρπάζω", "πορεύω", "κυκλέω", "σκευοφορέω", "ἐκκομίζω", "συγκομίζω", "ναυστολέω", "πορθμεύω", "προσκομίζω", "ἐποχετεύω", "γραμματοφορέω", "μυριαγωγέω", "ὑλοφορέω"], "carrying": ["σκευόφορος", "σκευοφόρος", "εἰσφορά", "θαλαμηγός", "μυριοφόρος", "μυριαγωγός", "ὀβελιαφόρος", "μελιφόρος"], "carve": ["ἐντυπόω", "ἐγγλύφω", "διαρραχίζω", "ἐκτορνεύω"], "carved": ["ἔγγλυφος", "κατάγλυφος"], "carver": ["γλυφεύς"], "carving": ["ξυλόξεσις", "σμιλεία"], "case": ["ἔπειτα", "σῶς", "σῶς", "δουροδόκη", "ὄγκιον"], "cash": ["κερμάτιον"], "cask": ["πιθάκνη"], "cast": ["δικεῖν", "βάλλω", "ἐμβάλλω", "ἀμφιβολή", "δινάω"], "castanets": ["κρέμβαλα"], "castrate": ["ἐκτομάζω", "εὐνουχίζω", "ἀνδροτομέω", "καρυδόω", "ὀρχοτομέω"], "castration": ["ἔκτμησις", "εὐνουχισμός", "ὀρχοτομία"], "cat": ["κάττα"], "cataract": ["ὑπόχυσις", "ὑπόχυμα"], "catch": ["γριπέω", "καταμάρπτω", "συνθηρεύω", "ἀγρώσσω", "κωλυμάτιον"], "catching": ["ἐγκατάληψις", "ἄγρευσις"], "categorical": ["ἀποφαντικός"], "cattle": ["πρόβατον"], "cause": ["ἀρχή", "δύω", "πύθω", "παύω", "διώκω", "παρίστημι", "πρόφασις", "ὀδυνάω", "παρενοχλέω", "κατασήπω", "ἐκρήσσω", "ἐπιστηρίζω", "προξενίζω", "περιδειπνέω", "ἐξαναβρύω", "καθεῖσα", "ὑπνοποιέω"], "cautery": ["καυσμένης"], "cavalcade": ["καθίπταξις"], "cave": ["ἄντρον", "σπῆλυγξ"], "cavernous": ["κοιλώδης"], "cavity": ["κόος", "κοίλωσις"], "caw": ["ἐπικρώζω"], "cease": ["παύω", "μεταλωφέω"], "celebrate": ["κλείω", "ὀργιάζω", "πανηγυρίζω", "κλείζω"], "celebrated": ["πολυκλήεις"], "celebrity": ["περιβλεπτότης"], "cellar": ["πιθών"], "cement": ["κηρομάρμαρος", "λιθόκολλα"], "cemetery": ["νεκρία"], "cenotaph": ["ψευδήριον"], "censer": ["θυμιατήριον", "λιβανωτρίς", "θυΐσκη"], "censorious": ["φιλόψογος", "μωμητικός", "ψεκτικός"], "censorship": ["τιμητεία"], "censure": ["αἰτιάομαι", "μομφά"], "censurer": ["ἐπιλήπτωρ", "μωμητής"], "census": ["κῆνσος", "ὁμόκηνσος"], "central": ["μεσάδιος"], "centre": ["μέσος"], "ceremonial": ["ἱερουργικός"], "ceremony": ["ἁγιστύς", "δραμοσύνη"], "certain": ["πῶς", "πῶς", "ποιόω", "ποιός", "ποιός", "δεῖνα", "διαιτάω", "σῶς", "σῶς", "ποσός"], "certainly": ["οὖν", "οὔκουν", "δῆτα"], "certainty": ["παγιότης"], "cessation": ["λῆξις", "ἀπόληξις", "διοκωχή", "ἀπόπαυσις"], "chaff": ["ἀούματα"], "chain": ["ἅλυσις", "σύσφιγμα", "ψάλλιον"], "chair": ["Θεσσαλικός"], "chalk": ["γύψος"], "chamber": ["ξενών", "δώμημα", "καλυβός"], "chamberlain": ["κοιτωνίτης", "κατευναστήρ", "κοιτωνιάρχης"], "chance": ["συμφορά", "κυρέω", "συγκυρία"], "chandelier": ["κρεμαστάριον"], "change": ["νεόω", "ἀνδρόω", "βοόω", "μεταβολή", "καταλλάσσω", "ἀλλαγή", "παραμείβω", "μεταλλαγή", "μετάπτωσις", "μεταποιή", "μεθάρμοσις", "μεταβολά", "μεταλλοίωσις", "μεταλλοιόω", "ἐνάλλαγμα", "νεωτέρισμα", "παρεξαλλάττω"], "changeable": ["μετάβολος", "εὐμετάβολος", "μεταβολικός"], "changeableness": ["εὐμεταβλησία"], "channel": ["οὐρός", "οὐρός"], "chant": ["Θρηνέω"], "chaos": ["χάος"], "character": ["ἦθος"], "characteristic": ["χαρακτηριστικός"], "charcoal": ["ἄνθραξ"], "charge": ["αἰτία", "ἐπιμελέομαι", "αἰτιάομαι", "ἐπέλασις", "εἰσέλασις", "προσδρομή", "ὀβολισμός"], "chariot": ["ἱππεύς", "ἅρμα", "καπάνη", "σατίνη"], "charioteer": ["ἁρματηλάτης", "τροχηλάτης", "διφρηλάτης", "ὑφηνίοχος", "ἡνιόστροφος", "διφρευτής", "ἁρμελατήρ", "διφρηλάτας", "εἰσαφέτης"], "charm": ["χάρις", "ἐπαοιδά"], "charmer": ["φιλτραῖος", "κηλήτωρ", "κηληδών", "κηλικτάς"], "charming": ["κηλητικός"], "chase": ["σεύω", "θηράω", "θήρα", "διώκω", "ἐκτορεύω"], "chastise": ["καταπαιδεύω"], "chastisement": ["κόλασμα"], "chastity": ["ἅγνευμα"], "chat": ["λεσχηνεύω", "λεσχημονεύομαι"], "chatter": ["βρυχιάω", "καταστωμύλλομαι", "συμφλυαρέω"], "chatterer": ["βάβαξ", "λεσχήν"], "chattering": ["πρόλαλος"], "cheapen": ["ἀπευωνίζω", "ἐξευωνίζω"], "cheapness": ["εὐωνία"], "cheat": ["ψεύδω", "ψεύδω", "παραλογίζομαι", "δειλοκοπέω", "διαμευστής"], "cheating": ["φενακιστικός", "ἠπεροπηΐς"], "check": ["ἔχω", "κωλύω", "ἀνάκομμα", "ἀποστραγγίζω"], "cheek": ["παρειά", "παρήϊον"], "cheer": ["ὁρμάω", "ἐξιλαρόω", "προγανόω"], "cheerful": ["εὐδιάγωγος", "γελανής", "γαλερός"], "cheering": ["εὐφραντικός"], "cheese": ["τυρός", "βαθύσικος", "στρυφαλίς"], "cheesemonger": ["τυροπώλης"], "chequered": ["γραμμιστός"], "cherish": ["ὑπερθεραπεύω"], "chest": ["κίθαρος"], "chew": ["μασάομαι", "ἐπιμασάομαι"], "chick": ["ὀρτάλιχος"], "chief": ["ἀγός", "βασιλεύς", "ἄρχων", "ἀρχός", "ἀρχελληνοδίκης", "πρωτελληνοδίκης"], "chilblain": ["χίμετλον"], "child": ["παῖς", "τέκνον", "παίζω", "τέκνωμα", "βάβιον"], "childhood": ["παιδία", "νηπιάα", "παιδιότης"], "childish": ["παιδιή", "παιδνός", "βρεφώδης", "νηπιαχώδης"], "childless": ["ἄπαις", "λιπόπαις", "λιπότεκνος"], "childlessness": ["ἀπαιδία"], "play": ["κυνάω", "παιδιή", "αὐλέω", "παίζω", "προσπαίζω", "συμπαίζω", "λυμεωνεύομαι", "ὑποπαίζω", "ἐγκεραυλέω", "πεντελιθίζω"], "chimney": ["καπνοῦχος"], "chin": ["ἀνθερεών", "ἐπανθερεών"], "chip": ["ἀποπελέκημα"], "chisel": ["κολαπτήρ", "ἀκίσκλη", "ξοΐς", "γλαρίς"], "choking": ["πνιγώδης", "πνῖγμα", "πνιγμώδης", "πνικτήρ"], "choose": ["ἐθέλω", "κρίνω", "ἀνθαιρέομαι", "αἱρετίζω"], "chosen": ["ἐπίλεκτος"], "cincture": ["διάζωσις"], "circle": ["κύκλος", "στεφανόω"], "circular": ["περιδινής", "ἔγκυκλος", "κυκλώδης", "περίτροχος", "συμπεριφερής", "ἐπικύκλιος", "Κυκλόεις", "Κυκλοειδής", "ἐπεγκύκλιος"], "circumference": ["περιφέρεια", "περίμετρον", "περιγυρίς"], "circumlocution": ["περίλεξις"], "circumnavigation": ["περίπλοος"], "circumscribe": ["συμπεριγράφω"], "circumspect": ["περιβλεπτικός"], "circumspectly": ["περιεσκεμμένως", "διανενοημένως"], "circumstance": ["συμφορά"], "circumvallation": ["ἀποτάφρευσις"], "citadel": ["πτολίεθρον", "Λάρισα"], "citizen": ["πολίτης", "στρατιώτης", "πολιτεία", "πολιήτης", "πολιάτας"], "citizenship": ["πολιτεία"], "city": ["πόλις", "πέρα", "πολίτης", "Ἀμφικτυονίς"], "civil": ["στάσις"], "civilian": ["παγανός"], "civilised": ["δίκαιος"], "claim": ["διεκδικέω", "ἐναιτέω"], "clammy": ["βλιχανώδης"], "clamorous": ["πολύθροος", "βοητής", "πολύκλαγγος"], "clamour": ["ἀναπτέρωσις"], "clamp": ["σύναμμα"], "clan": ["γένος"], "clandestine": ["λοχαῖος", "νοσφίδιος"], "clash": ["συνεισβολή"], "clasp": ["γουνάζομαι"], "class": ["ἀστροθετέω"], "clay": ["πνιγῖτις"], "clayey": ["ἀργιλλώδης"], "clean": ["ἐξιόω", "ἐπιγνάπτω", "ἄρρυπος", "ἀπινόω", "ἐπιρρύπτω", "φοιβαίνω", "κοσμίζω"], "cleanse": ["καθαίρω", "καθαρίζω", "διαψάω", "καθαροποιέω"], "cleanser": ["φαιδρυντής", "ἀπόψηκτρον"], "cleansing": ["κάθαρσις", "καθάρσιος", "σμῆξις", "ἀπόπλυνσις", "ἀπόρρυψις", "διαρρυπτικός"], "clear": ["λευκός", "λευκός", "φανερός", "σαφής", "πρόδηλος", "σαφανής", "καθαρώδης"], "clearly": ["πρέπω", "διατρανῶς", "ἐνσαφῶς", "σαφέως"], "clearness": ["καταφάνεια"], "cleave": ["διαιρέω", "κείω", "διερείκω", "διϊσχάνω"], "cleaver": ["μαχαιρίς"], "cleft": ["σχισμή", "ῥωχμός", "ὑποσφάξ"], "clever": ["δεξιός", "θυμοσοφικός"], "cleverness": ["σοφία"], "cliff": ["κλίτος"], "clinch": ["διυποβάλλω"], "clip": ["παραρρινάω"], "cloak": ["ἐξαπτίς", "ἐπαμφιέννυμι", "κουσούλιον", "ῥάχνος"], "close": ["στάδιος", "πλησίος", "πλήσιος", "πυκνός", "πυκνός", "σφραγίζω", "στεγνόω", "ἐπιμύω", "προσαποσείω"], "closely": ["πεπιασμένως"], "quarters": ["σκήνωμα"], "together": ["ἀγών", "ὁμῶς", "ὁμῶς", "σύν", "εἴρω", "εἴρω", "εἴρω", "ὁμοῦ", "ὁμολογέω", "πηγός", "ἔθνος", "ὁμαρτῇ", "ἁμᾶ", "ὁμαδίς", "πασσυδόν"], "woven": ["ὑφαντός", "κροκύφαντος", "μιτηρός", "νηματικός"], "closing": ["κλῆσις", "μύσις", "μύωψ", "διάκλεισις", "ἐπίμυσις"], "cloth": ["ἡμικίριον"], "clothe": ["ἐπιέννυμι", "καθέννυμι"], "clothing": ["χλαίνωμα", "ἀμφίεσις", "ἀμφιεσμός", "βεστίον", "εἱματισμός"], "cloud": ["νεφέλα"], "clown": ["σκληροπαίκτης"], "clownishness": ["ἀγρειοσύνη"], "club": ["κορύνη", "κορύνα"], "clue": ["κλῶσμα"], "clump": ["σχοινιά"], "clutch": ["ἐπιμάρπτω", "συνδράσσω"], "coadjutor": ["ὁμοπράγμων"], "coagulate": ["συγγλοιόομαι"], "coarse": ["φαύλιος"], "coat": ["πηλόω", "χωνεύω", "λεπύχανον", "συμπτυχή"], "coax": ["παππίζω", "ὑποκουρίζομαι"], "cobbler": ["ἐμβαδᾶς", "καττυματοποιός", "παλαιοράφος", "παλαιουργός", "ὑπόρραφος"], "cock": ["ἀλεκτρυών", "ἀλέκτωρ", "ἴβδης", "κίκιρρος"], "cockchafer": ["μηλολόνθη"], "cockle": ["γλυκυμαρίδες"], "codicil": ["ὑπερδιαθήκη"], "coffin": ["νεκροθήκη"], "cohabit": ["προσυνοικέω"], "cohabitation": ["συνοίκησις", "κοιτασία"], "coil": ["ῥυμβών"], "coiled": ["ἑλικτικός", "σπειροειδής"], "coin": ["χαλκοῦς"], "coincide": ["συνεξικνέομαι", "συνίκω"], "coincidence": ["σύντευξις"], "coined": ["ἔντυπος"], "cold": ["ψῦχος", "χειμών", "ψυχρός", "ψύχρα", "δυσθέρμαντος", "ἔμψυχρος", "ἐμψυχρία"], "collar": ["δεράγχη", "δεραιοπέδη"], "collate": ["προσαντιβάλλω"], "descent": ["κάθοδος", "καταβαθμός", "κατηλυσία"], "colleague": ["παραπρύτανις", "προσέταιρος", "συνηρέτης"], "collect": ["συμφέρω", "συνάγω", "θυλακίζω", "εἰσοδιάζω", "διαθροίζω", "ἐκδιοικέω", "ἐκλογεύω", "λογεύω", "ὁμαδεύω", "θυμηγερέω", "συναγινέω", "χαλκολογέω"], "collected": ["συναγυρτός", "συνακτός"], "collection": ["ἀγυρισμός", "ἐκδιοίκησις", "λογεία"], "collectively": ["συνηγμένως"], "collector": ["ἐπιλέκτης", "ἀγύρτης", "συλλογεύς", "συναθροιστής"], "collide": ["ἀντιπίπτω"], "collision": ["σύγκρουσις", "σύμπληξις", "ἀντιτύπησις"], "collusion": ["καθύφεσις", "συμπαιγμός"], "colonnade": ["στύλωσις"], "colossal": ["κολοσσιαῖος"], "colour": ["ἰάζω", "χροάζω", "χρωτίζω", "ἀποπερκόομαι", "καταχρώννυμι"], "colouring": ["κατάχρωσις"], "colourless": ["ἄχροος", "ἄχρως", "ἀχρώματος"], "colt": ["πολῆον", "πώλευμα"], "column": ["συστοιχία"], "comb": ["κτείς", "πέκω", "κτενίζω", "προκτενίξω"], "combat": ["μάχη", "στάδιος", "δαΐς"], "combatant": ["ἀγωνιστής"], "combative": ["ἀπαντητικός"], "combination": ["συναρμογή", "συνοίκισις"], "combine": ["συνίστημι", "ὑποσυνάπτω"], "combing": ["κτενισμός"], "combustible": ["καύσιμος", "κατακαύσιμος"], "come": ["γίγνομαι", "ἔρχομαι", "ἀρετάω", "γιγνώσκω", "ἥκω", "μανθάνω", "νέομαι", "ἀντάω", "ἀφικνέομαι", "προσίημι", "κυρέω", "προσήκω", "βαίνω", "ἱκάνω", "βοηθέω", "ἄγε", "πελάζω", "παρίστημι", "παρέρχομαι", "φθάνω", "ἱκνέομαι", "προσέρχομαι", "ἵκω", "καθήκω", "μετέρχομαι", "ὑπαντάω", "ὑπαντιάζω", "παρεισέρχομαι", "συναπαντάω", "προεισέρχομαι", "προσμολεῖν", "ποτινίσομαι", "νίσομαι", "προσνίσομαι", "συνανέρχομαι"], "comedy": ["κωμῳδία"], "comeliness": ["εὐμορφότης"], "comet": ["κερατίας", "Εἰλήθυια", "δισκεύς"], "comfort": ["παραιφασίη"], "coming": ["τέλος", "παραπλήσιος", "περιέλευσις", "ἵξις", "περιήλυσις", "ἠξις", "μόλησις"], "command": ["ἐπιστολή", "κέλευσις", "ἥγησις", "παραγγελία", "παρεγγύη", "πολυαρχία", "ἀρχεύω", "ἐγκέλευσις", "παρεγγύημα"], "commander": ["ἄρχων", "ἡγεμών", "ἀρχός", "ἔπαρχος", "ἐφέτης", "ἐπιτάκτης", "στράταρχος", "ἁρμόστωρ", "πρωτάρχης"], "commend": ["ἐπαινέω"], "commendation": ["ἔπαινος"], "commentator": ["ὑπομνηματιστής"], "commerce": ["ἐμπορία"], "commercial": ["γάρ"], "commingle": ["συγχέω"], "commission": ["ἐπιστολή", "ἐπίσταλμα"], "common": ["ὁμός", "κοινός", "κοινόω", "φῆμις", "σύγχρησις", "ἐπίξυνος", "θυλακίτης", "συμμορφή"], "commotion": ["συγκίνησις", "συγκίνημα"], "communicable": ["διάμειπτος"], "communicate": ["κοινόω", "ἐπικοινόω", "ἐπανακοινόω", "παρακοινάομαι", "καθυπερτίθεμαι"], "communication": ["ἀνακοίνωσις"], "compact": ["πηγός", "πυκνός", "πυκνός"], "compactness": ["εὐπηξία"], "companion": ["ἑταῖρος", "ἑταίρα", "συνουσιαστής", "ἐπίπολος", "ξυνάων", "ἑπέτας", "μεθομήρεος", "συναδόλεσχος", "συνομιλητής", "συνοπάων"], "companionship": ["ὁμηλυσία"], "company": ["σύν", "δεκάς", "ἔθνος", "ἑταιρέω", "συνεργασία", "ἴλα", "κοινανία"], "comparable": ["παραβλητός"], "comparative": ["πρίν", "ἀντεξεταστικός"], "compare": ["ἰσόω", "προσομοιόω", "ἀντιπαρεξετάζω", "ἀνθομοιόω", "ἀντισυγκρίνω"], "comparison": ["ἀντεξέτασις", "ἀντιπα[ράκρ]ισις", "παραμέτρησις"], "compass": ["διαβήτης"], "compassion": ["ἔλεος", "ἔλεος", "κατοίκτισις"], "compassionate": ["ἐποικτίζω", "εὔοικτος", "φιλελεήμων"], "compel": ["ἀναγκάζω", "βιαιόω"], "compendious": ["ἐπιτομικός"], "compensate": ["ἀνθυπολογέω", "ἀντανασηκόω"], "compensation": ["ἀνθυπολογισμός", "ἀντελλογισμός", "ἀντιμοιρία", "ἀντιπροικῷον"], "compete": ["ἐναγωνίζομαι", "συνεκτροχάζω"], "complaint": ["ἐπιμομφή"], "complete": ["ἄνω", "ὅλοξ", "ὅλος", "ἄνω", "τελευτάω", "τελέω", "τέλειος", "τέλλω", "ἐπιτελειόω", "συντελειόω", "διεξανύω", "ἐνιτελέω", "ὑποπληρόω"], "completely": ["ἀπαρτί", "περικειμένως", "συντετελεσμένως"], "completion": ["τέλος", "τελευτή", "συμπλήρωσις", "ἐπιτέλεσις", "ἀπαρτισμός", "ἐκτελείωσις", "συντελεσιουργία", "τελείωμα"], "compliance": ["κατία"], "complicated": ["ἀλλαττόλογος", "πολυφθεγγής"], "complimentary": ["μαρτυρητικός"], "compound": ["φαρμακόω", "ἐπισύνθετος"], "comprehension": ["κατάλημμα"], "compress": ["ἐπενίημι", "καταπιέζω"], "compression": ["σύνθλιψις", "συμπίεσις", "καταπίεσις", "συμπίλησις"], "compulsion": ["ἀνάγκασμα", "ἀναγκοθέτησις"], "computation": ["λόγος", "καταρίθμησις"], "comrade": ["ἑταῖρος", "ὀπάων"], "over": ["ἐπιέννυμι", "ἀντί", "ἄντα", "διαφέρω", "ἐξουσιάζω", "ἀνάσσω"], "conceal": ["ἐναποκρύπτω"], "concealment": ["ἐγκάλυψις", "ἐπίκρυψις", "ἀποκρυβή"], "concede": ["προσομολογέω"], "conceited": ["αὐτάγητος"], "conceivable": ["ἐπινοητός"], "conceive": ["κύω", "προεννοέω"], "concentration": ["ἀποκορύφωσις"], "concept": ["ἀνθρωπόομαι"], "conception": ["κύησις"], "concern": ["μέλω"], "concerning": ["ἐλαιωνικός", "ἐμφυτευτικός", "γεωμορικός", "μαστρικός", "παιδονομικός", "συνοχικός"], "concert": ["βουλεύω", "προσσυντίθεμαι"], "concession": ["συγχώρημα"], "conciliate": ["ἀπαρέσκομαι"], "conciliation": ["συμβιβασμός"], "concisely": ["συγκεκομμένως", "συντετμημένως"], "conciseness": ["συντομία"], "conclusive": ["περαντικός", "ἐπεξεργαστικός"], "concoction": ["σύμπεψις"], "concord": ["συμφωνία", "συνῳδία"], "concordant": ["σύμπνοος", "ἀντίχορδος"], "concubine": ["παλλακίς"], "condense": ["ὑποπυκνόω"], "condescension": ["συγκατάβασις"], "condition": ["φύσις", "πολιτεία"], "conduct": ["ἄγω", "ὀχετεύω", "ὑδραγωγέω", "συμποδηγέω", "ἐκπομπεύω"], "conducting": ["ὀχετηγός", "ὀχετεία", "προκέλευθος"], "conductor": ["διαγωγεύς", "ψυχοπομπός"], "conduit": ["ῥοείδιον"], "confer": ["συναντιβάλλω"], "confess": ["ἐξομολογέομαι"], "confession": ["ὁμολόγησις"], "confidant": ["κοινάν"], "confide": ["παρακοινάω"], "confidence": ["ἐπιπείθεια"], "confident": ["θαρσέω"], "confidently": ["πεπεισμένως"], "configuration": ["σχηματισμός", "συσχηματισμός", "σχημάτισις", "συμμαρτυρία", "σχηματουργία"], "confine": ["ἔργνυμι", "ἐφέργω"], "confirm": ["διαβεβαιόω", "προσκυρόω", "ἐμβεβαιόομαι", "συμβεβαιόω", "συμπιστόομαι"], "confirmation": ["βεβαίωσις", "ἐκβεβαίωσις", "ἐπισφραγισμός", "προσκύρωσις"], "confiscate": ["δ.η.μοσιόω", "παματοφαγέω"], "conflagration": ["ἐκπύρωσις"], "conflict": ["σύρραγμα"], "conformably": ["συνηρμοσμένως", "στοιχούντως"], "confound": ["συγχέω", "συγχύνω"], "confronting": ["ἄντηστις"], "confuse": ["ὑποσυγχέω", "παρασυγχέω"], "confused": ["ὑποσύγχυτος"], "confusedly": ["τεταραγμένως", "πεφυρμένως", "ἐμπεφυρμένως", "συμμεμιγμένως"], "confusion": ["τάραξις", "σύμφυρσις"], "confute": ["μετελέγχω"], "congealed": ["ἐπίπαγος", "ψυχροσταγής"], "congenital": ["συγγενής", "συγγενικός"], "conjecture": ["δοξάζω", "ἐπεικασμός", "καταστοχασμός"], "conjunction": ["συνοδοπανσέληνος"], "conjure": ["ἐξορκίζω"], "conjurer": ["μαγγανάριος"], "connect": ["μελαθρόω"], "conquer": ["νικάω", "τριάζω", "κρατέω"], "conquered": ["ἁλίσκομαι"], "conquering": ["νικήεις"], "conqueror": ["νικάτωρ", "καταγωνιστής"], "conquest": ["καταγώνισις"], "consciousness": ["σύγγνωσις"], "consecrate": ["ἱερόω", "ἐξιερόω"], "consecrated": ["βωμῖτις", "εὐκαθοσίωτος", "ἱερωτός"], "consecration": ["ἀνιέρωσις", "ἱέρωσις", "ἐγκαίνισις"], "consent": ["συναινέω", "καθυπακούω", "συνεπευδοκέω"], "consequence": ["ἐπακολούθημα"], "consider": ["ἐπιδιαγιγνώσκω"], "consideration": ["ἀντί", "ἐννόησις", "ἀνασκοπή", "περίσκεψις"], "consolation": ["παραλαλία", "παραμύθημα"], "consonant": ["μετεκφώνητος"], "consort": ["συζυγής"], "conspicuous": ["δῆλος", "πρέπω", "ἔκδηλος", "εὔπρεπτος", "πολύφαντος"], "conspicuousness": ["περιφάνεια"], "conspiracy": ["συμπνευσμός"], "constantly": ["συνεχής", "ἔμπεδον"], "constellation": ["βερενίκη"], "consternation": ["ἔκπληξις", "πτυρμός"], "constitution": ["φύσις"], "constrain": ["βιάω", "βιάζω"], "constraint": ["ἀνάγκη", "ἀναγκαῖον", "ἀναγκαίη"], "construct": ["ἐκτεκταίνομαι"], "construction": ["διασκευή", "ἀρχιτεκτονεύμα", "διοικοδομή"], "consult": ["ἐπικοινάομαι"], "consultation": ["κοινολογία"], "consume": ["διατρίβω", "καταδημοβορέω", "διαναλίσκω", "ἐκβόσκω"], "consuming": ["δαπανητικός", "ὀλιγοδάπανος"], "consummation": ["τέλος", "παντέλεια"], "consumption": ["ἀπανάλωσις"], "contact": ["σύναψις", "ἐξαφή", "σύμψαυσις"], "contemplate": ["σκοπέω", "συνθεωρέω"], "contemplation": ["θέασις", "ἐπιθεώρησις"], "contemplative": ["φιλαργικός", "θεωρήμων"], "contemporary": ["ἡλικιῶτις", "καθῆλιξ"], "contempt": ["περιφρόνησις", "καταφρόνημα", "ὑπερφρόνησις", "ἐξουδένωσις", "ἐξουδένωμα"], "contemptible": ["ὀνοτός", "εὐπεριφρόνητος"], "contemptibly": ["καταβεβλημένως"], "contemptuous": ["περιφρονητικός"], "contemptuously": ["καταπεφρονηκότως"], "contend": ["μάχομαι", "συναμιλλάομαι", "δ.η.ριάομαι", "ἀπερίζομαι", "ἀπομωλέω", "συμπροσπλέκομαι"], "contented": ["εὔστοργος"], "contentious": ["νίκη", "ἐπινεικής"], "contest": ["ἆθλος", "πάλαισις", "ἄεθλος", "βοήγια"], "continent": ["ἄπειρος", "ἄπειρος"], "continental": ["ἠπειρωτικός"], "continually": ["ἐμμενές"], "continuance": ["ἐμμονή"], "continue": ["ἐνδελεχέω"], "continuous": ["ἀδιάστατος", "ἀζηχής"], "continuously": ["συνεχής"], "contract": ["πιλόω", "συννεύω", "συσπειράω", "ἀπέκδοσις", "στενυγροχωρίη"], "contracted": ["ἐπίστενος"], "contraction": ["σύσπασις", "συνολκή"], "contractor": ["ἐργόλαβος"], "contradict": ["ἐναντιολογέω", "ἀντιφάσκω"], "contradiction": ["ἀντίφασις", "ὑπεναντίωμα", "ἐναντιολογία", "ὑπεναντιολογία"], "contradictory": ["ἀνομόσημος", "ἀντιφατικός"], "contrary": ["αὖ", "αὖ"], "contribute": ["συνευπορέω", "ἐπισυνεργέω", "εἰστελέω", "ἐπισυμφέρω", "κατατελέω", "συνδίδωμι"], "contribution": ["σύλλεξις", "ἐπίδομα"], "contributory": ["συμβλητικός"], "contrivance": ["μηχανή", "ἐπιτέχνημα"], "contrive": ["τεχνάζω", "προβουλεύω", "ἐκμηχανάομαι"], "contriver": ["μηχανεύς", "δραματουργός", "μηχανιώτης"], "control": ["παρευθύνω", "δ.η.μαγωγία"], "controversial": ["ἀντιρρητικός"], "controversy": ["ἀμφισβασίη"], "contumelious": ["προπηλακιστικός"], "contumeliously": ["προπηλακιστικῶς"], "contumely": ["σκορακισμός", "ἀτιμίη"], "convene": ["συνάγω"], "conveniently": ["ἐπικαίριος"], "convention": ["διομολόγησις"], "conventionally": ["νομιστί"], "convergence": ["σύννευσις"], "conversation": ["συλλάλημα"], "converse": ["ὀαρίζω", "ἀναστρόφιος"], "convex": ["ἐξωφανής", "περίκυρτος"], "convey": ["φέρω", "πορεύω", "σιτηγέω", "παραπορθμεύω"], "conveyance": ["καταφορά", "σιτηγία"], "convict": ["ἐνοχοποιέω"], "convince": ["πείθω", "διαπείθω"], "convivial": ["συμποτικός", "ἑστιατικός"], "convoying": ["παραπομπή"], "convulsive": ["σπαραγματώδης"], "cook": ["ὀψαρτυτής", "δραστήρ", "πέπτρια", "προέψω"], "cooked": ["μεσάζω", "ὄψον", "πεπτός", "ἑφθαλέος"], "cookery": ["ὀψοποιία", "ὀψολογία", "δαιταλουργία"], "cool": ["παραψύχω", "διαψύχω", "ἐπιψύχω", "ἀντιπεριψύχω", "ἀποκαταψύχω", "ψυχρίζω"], "coolness": ["ψῦχος", "ἀναψυχή"], "copper": ["χαλκοῦς", "χάλκεος", "χαλκός"], "coppersmith": ["χαλκεύς", "χαλκομωτής"], "copy": ["εἰκονίζω", "ἰσόγραφον"], "cord": ["ἁρπεδόνη", "ὁρμιστηρία"], "corn": ["ἀμάω", "σῖτος", "ἀκτή"], "corner": ["γωνία", "κεφαλίτης", "μασχαλιαία"], "corollary": ["προσπόρισμα"], "corporeal": ["ἐνσώματος", "σωματοφυής"], "corpse": ["σῶμα", "νεκρός", "θάπτω", "νέκυς", "πτωμάτιον"], "correct": ["ἐνδιορθόομαι"], "correction": ["ἐπανόρθωμα", "σωφρονιστύς", "παραπαιδαγώγησις"], "corrective": ["διορθωτικός", "ἐπιδιορθωτικός"], "corrector": ["ἐπιπλήκτης"], "correspond": ["συνομοταγέω"], "correspondence": ["ἀνταπόκρισις", "ἀντακολουθία", "ἰσοστροφή"], "corresponding": ["ἀντημοιβός", "ἀντίμορος"], "corrode": ["ἐξαναψήχω", "προσαναβιβρώσκω"], "corrupt": ["δεκάζω", "νοθεύω", "παραχρώννυμι", "διακιβδηλεύω", "ἐριθευτός"], "corrupter": ["διαφθορεύς"], "corruption": ["παραφθορά", "φθάρμα"], "costly": ["βρένθειος"], "cotton": ["βαμβάκιον", "ἐρεόξυλον", "ἐριόξυλον"], "couch": ["λέσχη", "κλισμός", "κλιντήρ", "πρόσκλιτον", "στρωμνά"], "cough": ["βήξ", "βήσσω"], "council": ["συνέδριον"], "counsel": ["μῆτις", "μῆτις", "βουλή", "βουλεύω", "συμβουλή"], "counsellor": ["μητίετα"], "count": ["καταριθμέω"], "counter": ["ἀντεπίρρημα", "ἀντιπαραγραφή", "βόλιον"], "counteract": ["ἀνταναλύω"], "countercharge": ["ἀντικατηγορία", "ἀντιλογλσμός"], "counterfeit": ["νοθόω", "παράπλαστος", "παράτυπος", "παραγλύφω", "παρατυπόομαι"], "countermand": ["ἀνατάσσω"], "counterpane": ["ἐγκοίμητρον"], "counterpoise": ["ἀντιρροπή"], "countless": ["ἄπειρος", "μυρίος", "ἀπείρων", "ἀπερείσιος", "νήριθμος"], "country": ["χώρα", "δῆμος", "οἴκοι", "Ἰαπυγία"], "countryman": ["ἀγρίτης"], "couple": ["αὐτόλυσις"], "courage": ["θαρσέω", "τόλμα", "θάρσος", "θράσος"], "courageous": ["θαρσητικός"], "courier": ["ἀστάνδης"], "course": ["τρόπος", "τρόπος", "δῆτα", "τροχή", "ἐπιπόρευσις"], "court": ["ἀγορανόμιον", "ἀρχιατρός"], "courteous": ["φιλοπροσηνής"], "courtesan": ["Κορίνθιος"], "courting": ["μναστήρ"], "cover": ["στεγάζω", "βατέω", "συγκαλύπτω", "ὀχεύω", "σκυτόω", "ἐπίθεμα", "καταχαλκόω", "ἀμφικρύπτω", "ἐπίπωμα", "ἐπιθόρνυμαι", "μαστάριον"], "covered": ["σκηνή", "καλυπτός", "ἐπικάλυπτος", "σκεπαστός", "κατασκεπαστός", "κατενήνοθεν"], "covering": ["κάλυξ", "κάλυψις", "προστερνίδιον", "σκέπανον", "καταστέγασμα", "ἐπικαλυπτήριον", "καλυπτήριον", "κατασκέπασμα"], "coverlet": ["ἀμφίκοιτος"], "covertly": ["περικεκαλυμμένως"], "covet": ["μῶμαι"], "covetousness": ["φιλοκτημοσύνη"], "cow": ["βοῦς", "βοών"], "cowardice": ["ἀποδειλίασις", "ἀποκάκησις", "δειλότης"], "cowardly": ["δειλός", "φύξηλις", "δείλανδρος"], "cowherd": ["βουκαῖος"], "crab": ["καρκίνος", "πάγουρος", "γραψαῖος", "κολύβδαινα", "πετηλίας"], "crack": ["χειράς", "πλατάγημα"], "cradle": ["βαυκάλη"], "craft": ["μῆτις", "μῆτις", "τέχνη"], "craftily": ["παρευρημένως"], "crafty": ["δολιότροπος"], "crag": ["ἐρίπνα"], "cram": ["συμβύω"], "crane": ["μηχάνωμα", "χαμουλκός"], "crash": ["κτυπέω", "σμαραγέω", "ὑποκτυπέω"], "crawl": ["ἰλυσπάομαι"], "craze": ["γεροντομανία"], "creak": ["κρίζω"], "creation": ["ποίησις", "κοσμοποιία", "κοσμογονία"], "creative": ["κοσμοποιητικός"], "creator": ["χειροτονητής", "γενεσιάρχης"], "creep": ["προσέρπω", "διέρπω", "συνερπύζω"], "crescent": ["σεληνίσκος"], "crest": ["λόφη", "ἄμβων"], "crested": ["κόρυθος", "λοφηφόρος", "λοφόεις"], "crier": ["καλήτωρ"], "croak": ["κράζω", "κρώζω", "περικράζω"], "crocodile": ["ὀδοντοτύραννος", "σοῦχος"], "crooked": ["ῥοικός"], "crookedly": ["κατεσκολιωμένως"], "crop": ["πρηγορεών", "πρόλοβος", "τρύγημα"], "cross": ["περάω", "περάω", "συμπεράω"], "crossing": ["πέρασις", "ἐπημοιβός", "περίπλικτος"], "crosswise": ["ἐναλλάξ", "λέχρις", "ἐπαλλάξ", "ἐπηλλαγμένως", "κάρσιος"], "crouch": ["ὑποπτήσσω", "πτωσκάζω", "ποτιπτήσσω", "προσπτήσσω"], "crowd": ["πλῆθος", "πλήθω"], "crowded": ["ἁλής"], "crowding": ["ἀρσενοπληθὴς"], "crown": ["στεφανόω", "στέφανος", "χορωνός", "καταστεφανόω", "στεφανίζω", "ἐρέπτω"], "crowned": ["καταστεφής", "στεπτός"], "crowning": ["στεφάνωσις", "κατάστεψις", "καταστεφάνωσις"], "crude": ["ὠμός"], "cruel": ["κρατεραλγής", "παναεικής"], "crunch": ["συρραθαγέω"], "crush": ["φλάω", "ἐπικαταθλάω", "συγκατάγνυμι"], "crushing": ["συντριβή", "ἐπιτριμμός"], "crutch": ["πρόχειρον"], "cry": ["ἰάζω", "βοάω", "βοή", "τρίζω", "ἰά", "ἰά", "εἰάζω", "αἰάζω", "ποτνιάομαι", "φεύζω", "ἐλελίζω", "εὐάζω", "ἄζω", "ἐπαιάζω", "αὐονή", "ὀτοτύζω", "ἀντιαχέω", "ἐνοπά", "βραυκανάομαι", "Ἰηπαιωνίζω", "βαΰζω", "κοΐζω", "οἴζω", "ἀυτά", "πυππάζω"], "crying": ["ἀστυβοώτης"], "cube": ["κύβος"], "cuckoo": ["κόκκυξ", "κόκκυ"], "cudgel": ["σκυταλόω"], "culmination": ["μεσουράνημα", "μεσουράνησις", "ἐπιμεσουράνημα"], "culpable": ["αἴτιος"], "cultivate": ["διουργέω"], "cultivation": ["ἡμερότης"], "cunning": ["μῆτις", "μῆτις", "τέχνη", "περιφροσύνη", "κακομητίη", "ποικιλόνους"], "cunningly": ["δαιδάλεος", "δαίδαλος", "σεσοφισμένως"], "cup": ["κύλιξ", "μάνης", "λουτήριον", "βατιάκη", "κρατάνιον", "οἰνιστηρία", "μαθαλίς", "ἐμβασικοίτας", "κύμβος", "νεστορίς", "μαστίον", "ἀναγκαιοπότης", "καῦκος", "γυλλάς", "γητικά", "βησσίον", "σαννάκιον"], "cupboard": ["κελλάριον"], "curable": ["ἰατός", "ἰάσιμος", "ἀκεστός", "ἀκέσμιος", "βοηθήσιμος"], "curator": ["κουράτωρ"], "curdle": ["ἐπιθρομβόομαι"], "cure": ["ἰάομαι", "ἄκος", "ἀκέομαι", "ἐπιάομαι", "ὑγίασμα"], "curl": ["βοστρυχίζω"], "curly": ["βοστρυχώδης", "εὐστροφάλιγξ", "βοστρυχοειδής", "σγουρός"], "current": ["περιφορητικός"], "curse": ["κατάρα", "διαράομαι", "κατάραμα", "κατανάθεμα"], "curve": ["ἐπιγνάμπτω", "ὑποσιμόω"], "curved": ["ἐπικάμπιος", "ἔγκυρτος", "κανθώδης"], "curving": ["γνα<π>ταὶ"], "cushion": ["ποτίκρανον", "ἐπαγκωνίδιον", "ἐπίδημα"], "custody": ["φυλακά"], "custom": ["νόμος", "νόμος", "δίκαιος", "δίκη", "ἁγέομαι", "ἔθος", "μάθος", "ἐθημοσύνη"], "customarily": ["νομίζω"], "customary": ["νόμαιος", "νόμαιος", "νομιστός"], "cut": ["σφάζω", "τέμνω", "τέμνω", "ἐλεός", "ἐλεός", "προκόπτω", "περιτέμνω", "ὑλοτομέω", "ἐγκολάπτω", "ῥιζοτομέω", "νεήτομος", "σιδηροτομέω", "ὀψίτομος", "ὠμοτομέω"], "cutler": ["μαχαιρᾶς", "μαχαιροπώλης"], "cutting": ["κοπή", "ὑλότομος", "ὑλοτόμος", "ἐπικοπή", "τμῆσις", "λαχανισμός", "παραγωνίσκος"], "cymbal": ["κύμβαλον"], "cypress": ["σφαιρῖτις"], "dagger": ["ξιφίδιον"], "daily": ["ἀφημερινός", "ἡμερούσιος"], "daintiness": ["τρυφή"], "dainty": ["καθάρυλλος", "χναυρός"], "dally": ["ματάω"], "damage": ["κακύνω"], "damp": ["βροχμώδης"], "damsel": ["κόρη"], "dance": ["χορός", "ὀρχέομαι", "χορεία", "μολπή", "ἄνθεμα", "κολέα", "ὀρχηθμός", "ἀλητήρ", "βηταρμός", "ἐπαγκωνισμός", "καταχορεύω", "ἀναπάλη", "βαυκισμός", "βρικίσματα", "ἐκλάκτισμα"], "dancer": ["ὀρχηστής", "βητάρμων", "παίκτης", "ὀρχηστάς", "χορευτάς"], "dancing": ["χόρευσις"], "danger": ["κίνδυνος"], "dangerous": ["χαλεπός", "κινδυνώδης", "ἀπρόσφορος"], "dapple": ["Βάλιος"], "dappled": ["ποικίλος", "περίστικτος"], "daring": ["τόλμα", "θαρσαλέος", "τολμάεις"], "daringly": ["φιλοτόλμως"], "dark": ["μέλας", "σκότιος", "σκοτεινός", "ἀμαυρός", "σκοτώδης", "κνεφαῖος", "οἰνώψ", "δαφοινεός", "σκοτόεις", "σκνιφαῖος", "ἀσυμφανής", "σκνιπαῖος", "σκοτίτας"], "darken": ["ζοφόω", "διαθολόω", "ἀποσκοτίζω", "συζοφόω", "γνοφόω", "κατορφνάομαι", "προσκοτέω"], "darkness": ["σκότος", "κνέφας", "γνόφος", "σκοτωδία", "ψέφος"], "darling": ["μαλακίων", "ἀγάπημα", "φιλτάτιον", "φίλιννα"], "darn": ["ῥύτισμα"], "dart": ["ἄκων", "ἄκων", "ἐξακοντίζω", "ἀνακοντίζω", "ἐπαΐσσω", "ἐπακοντίζω", "ὑπαΐσσω"], "dash": ["προσρήγνυμι", "εἰσαράσσω", "ἐπαράσσὼ"], "dashing": ["ῥοθιάς"], "date": ["ἀδελφίς", "καρυοῶτις", "καρυοωτὸς", "νικόλαος", "σανδαλίς"], "daub": ["παραχρίω"], "daughter": ["παῖς", "θυγάτηρ", "κόρα"], "dawdle": ["διαρρέμβομαι"], "dawn": ["ἠώς", "διαυγέω", "φώσκω", "ἀγχοῦρος", "ἀώς"], "day": ["ποτέ", "ἡμέρα", "ἕνος", "ἕνος", "ἦμαρ", "ἆμαρ", "ἁμέρα", "τιτώ"], "daylight": ["φάος"], "dead": ["νεκρός", "νεκρόω", "ἀμολγός", "προφθίμενος", "Δημήτρειοι"], "deaden": ["ἐναμβλύνω"], "deadly": ["δυσαλθής", "θανατικός", "θανατόεις", "ἐπίφθορος", "οὐλιαζόεις"], "deaf": ["ἐνεός", "ἄπωτος"], "deafen": ["ἐκπαταγέω"], "deafness": ["κωφότης", "δυσκωφία", "κώφωμα"], "dear": ["φίλος", "φίλος", "φιλέω"], "death": ["θάνατος", "θανατόω", "λιποπνόη"], "deathless": ["ἀθάνατος"], "debased": ["παραχαράξιμος"], "debate": ["ἐκκλησιάζω", "νυκτηγορέω"], "debauchee": ["καπυριστής", "Ἰωνόκυσος", "κώμαξ"], "debt": ["χρέος", "ὀφειλή", "χρεώστημα", "χρεωφείλημα"], "debtor": ["ὀφειλέτης", "χρεώστης", "χρεωφειλέτης", "ὀφλητής"], "decease": ["ἀπογένεσις"], "deceit": ["ἐξαπάτη", "ἀπάτα", "διάψευσις", "φήλωσις"], "deceitful": ["ψεῦδις", "φῆλος", "παρακρουστικός"], "deceive": ["ἐξαπατάω", "διαψεύδω", "διαχλευάζω", "φρεναπατάω", "ἐμβουκολέω"], "deceiver": ["ἀπατητής", "βουκολητής", "ἐξαπατητήρ"], "decemvir": ["δέκανδρος"], "decently": ["εὐκοσμίως"], "deception": ["ἀποπλάνημα"], "decide": ["δικάζω", "κρίνω", "ἐκδικάζω"], "decision": ["ἐκδικία"], "decisively": ["ἐπιτελουμένως"], "deck": ["κοσμέω"], "decked": ["χρύσεος"], "declaim": ["ἀνυδρείω"], "declaration": ["καταγόρευσις", "ἔκφασις", "διαγόρευσις"], "declare": ["φημί", "εἴρω", "φράζω", "καταφράζω", "προαποφαίνω", "καταφατίζω", "καταφαμίζω", "μανύω"], "decline": ["περικλίνω", "ἀπακμή", "συνεκκλίνω"], "decoration": ["ἐκκόσμησις"], "decoy": ["συγκαταβιβάζω", "παρασαίνω"], "decrease": ["ἀπαύξησις", "καταβιβασμός"], "decree": ["βουλή", "ἅδος", "ἁλίασμα"], "dedicate": ["ἱερόω", "καθοσιόω", "ἀνιαρίζω"], "dedication": ["καθιέρωσις", "καθοσίωσις", "ἐπιφημισμός", "ἱερανθεσία"], "dedicatory": ["καθιερωτικός"], "offering": ["θυσία", "ἄνθημα", "Χοηφόρος", "χοηφόρος"], "deduct": ["ἀντελλογέω"], "deed": ["ἔργον", "πρᾶγμα"], "deem": ["οἴομαι", "τιμάω", "ἀξιόω"], "deep": ["βαθύς"], "deeply": ["κατάκορος"], "deer": ["ἐλλός"], "defame": ["περιβοάω"], "default": ["ἀκαταβολέω"], "defence": ["ἄρκος", "ἀπηγόρημα", "ἀπαλέξησις", "ὑπερηγορία", "ὑπερμάχησις"], "defend": ["περιαμύνω"], "defender": ["ἀμύντης"], "defensive": ["ἀμυντήριος"], "deficiency": ["ἀφεύρεμα", "ἐνδέημα"], "deficient": ["ἐνδεητικός"], "deficiently": ["ἐνδεόντως"], "defile": ["καταμιαίνω", "φορύσσω", "συμμολύνω"], "define": ["ἐπιδιορίζω"], "definite": ["χῶρος", "χῶρος"], "definitely": ["ὡρισμένως", "ἀποτετερματισμένως", "καθοριστικῶς"], "deflower": ["ἀνακοιτάζομαι", "διακορεύω", "ἐκπαρθενεύω", "γίξαι"], "deformity": ["ἀειδία"], "defraud": ["προσαποστερέω"], "deify": ["θεοφορέω"], "deity": ["θεός", "δαιμόνιον"], "dejection": ["κατήφεια", "ταπείνωμα"], "delay": ["ἀμβολίη", "μέλλημα"], "delectable": ["ἀξιαπόλαυστος"], "delectation": ["χαιρηδών"], "deliberate": ["βουλεύω"], "deliberately": ["ἐσκεμμένος", "ἐσκεμμένως", "ἐπιτετηδευμένως"], "deliberation": ["βούλευσις", "διάγνοια"], "deliberative": ["κοινοβουλευτικός"], "delicacy": ["τρυφή"], "delicately": ["τρυφάω", "τρυφερωδῶς"], "delight": ["ἦδος", "ἡδονή", "φιληδία", "προστέρπω"], "delighted": ["χαίρω"], "delineation": ["διαγραφή"], "delirious": ["τυφώδης"], "delirium": ["τυφομανία"], "deliver": ["χράω", "ἀπαλλάσσω", "μαιόομαι", "ἐκρύομαι", "ἀπευτακτέω", "διαρρύομαι"], "deliverance": ["σωτηρία", "ῥῦσις"], "deliverer": ["ἀναλυτήρ", "ἀναλύτης", "ῥυστήρ"], "delude": ["τυφόω"], "demand": ["αἰτέω", "ἐξαιτέω", "ἀπαίτημα", "ἐπαναιτέω"], "demented": ["παράνοος", "παράπαιστος"], "demigod": ["ἡμίθεος"], "demonstrate": ["περιδεικνύω", "περιεμφανίζω"], "denial": ["ἄρνησις", "ἐξάρνησις"], "denunciation": ["φάσις", "φάσις"], "deny": ["ἀντιλογέω", "ἀποφάσκω", "διαρϝέομαι", "ἐπαρνέομαι"], "depart": ["ἐκχωρέω", "ἀπαείρω", "ἀποπορεύομαι", "προαποφοιτάω"], "departure": ["παροίχησις"], "depict": ["εἰκονογραφέω", "ὑποζωγραφέω"], "deplore": ["κατοδύρομαι"], "deposition": ["ἀποχειροτονία"], "depositor": ["θεματίτης"], "deprecate": ["ἀπευφημέω"], "deprecation": ["ἀπευχή"], "deprecatory": ["παραιτητικός", "ἀπευκτικός"], "depreciate": ["καταφαυλίζω"], "depress": ["καταποιέω"], "deprivation": ["ἀποστέρησις"], "depth": ["βάθος", "βένθος", "λαῖτμα", "βαθύτης"], "deputy": ["ἀντεξηγητής", "ἀντικοσμήτης", "ἀντινεοποιός", "ἀντιπαιδονόμος", "προκωμογραμματεύς", "ὑπόφυλαξ"], "deranged": ["παρακακόω"], "deride": ["περιγελάω"], "derision": ["κατάγελως", "διαγέλως", "ἐκμυκτηρισμός"], "derisive": ["καταχλευαστικός"], "derive": ["ἐτυμηγορέω"], "derived": ["ἐπωνυμία"], "descend": ["προκαταβαίνω"], "descendant": ["ἄμναμος"], "describe": ["τοποθετέω", "ἀνθρωπολογέω", "καθυπογράφω"], "description": ["ἔκφρασις", "ἐνυπογραφή"], "desert": ["αὐτομολέω"], "deserted": ["ἐρῆμος"], "deserter": ["λιποτάκτης", "λιποστρατιώτης"], "desertion": ["αὐτομολία", "λιποτάξιον", "λιποταξία"], "deserving": ["ἄξιος"], "designate": ["μελλάρχων", "μελλογυμνασίαρχος", "μελλοπρόεδρος", "μελλοπρύτανις"], "desirable": ["ἐφετός", "ἀγαπατός", "κατεπιθύμιος"], "desire": ["ἔρος", "πόθος", "ποθή", "ἔρος", "θανατάω", "ἐπιθυμία", "ἀντεπιθυμέω", "ἐπιμέμονα", "ἐπιέλδομαι"], "desirous": ["ἐπίθυμος"], "desolate": ["ἐρῆμος", "ὀρφάνιος"], "despair": ["ἀνελπιστέω", "ἀπόγνοια", "ἀπελπιστία"], "despatch": ["πέμπω"], "desperate": ["ἀπογνώσιμος"], "despicable": ["καταφρόνητος"], "despised": ["ἀπόθεστος"], "despiser": ["καταφρονητής"], "despondency": ["δυσελπιστία"], "despotically": ["δεσποτέω"], "dessert": ["ἐπιδορπισμός"], "destined": ["πρωτός", "μέλλω"], "destiny": ["θεομορία", "θεομόριος"], "destroy": ["ἀπόλλυμι", "διαφθείρω", "φθείρω", "ἀπονεκρόω", "ὀλοθρεύω", "ἐκκνημόω", "ἐπικατασκάπτω", "καταύω", "ὑποφθείρω"], "destroyer": ["ἀναστατήρ", "ἀφανιστής", "ἀπολυμαντήρ"], "destroying": ["φθισήνωρ", "φθισίμβροτος", "ψυχοδαϊκτής"], "destruction": ["ἀπώλεια", "ἐκτριβή", "κατακονά", "ἐξολέθρευσις", "ἐξολεθρευμα", "φθαρσία", "ὀλέθρευσις"], "destructive": ["κλῆρος", "φθαρτικός", "ἀναιρετικός", "πευκεδανός", "φθόριος", "ἀνασκευαστικός", "αἰστωτήριος", "ἐξολεθρευτικός", "ἐπώλεθρος", "φθόριμος", "φθορικός", "καθαιρετικός", "ὀλοθρευτικός", "σινάς"], "detach": ["παραείρω", "ἀφηλόω"], "detached": ["ἀπροσάρτητος"], "detail": ["προσξενολογέω"], "detain": ["ἐπικατέχω"], "detect": ["ἐπιτεκμαίρομαι"], "determination": ["βουλή", "λῆξις", "ἐπίκρισις", "ἀπόσκηψις"], "determine": ["βουλεύω", "καθορίζω"], "detractor": ["διασύρτης"], "ex": ["πίπτω"], "devastation": ["κεραϊσμός"], "device": ["τέχνη", "ἐπίσημα"], "devise": ["βουλεύω", "ἐπεξευρίσκω"], "devotion": ["ἐπιτήδευσις"], "devour": ["δαρδάπτω", "καταδάπτω", "ἐκβιβρώσκω", "δατύσσω", "συλλαφύσσω", "ὑποκατεσθίω"], "devouring": ["διαβόρος"], "dew": ["δρόσος", "ἔρσα", "ἕρση"], "dewy": ["ἑρσήεις", "δροσόεις", "δροσοβόλος", "πρώκιος"], "dexterity": ["δεξιότης"], "diagonal": ["διαμετρικός"], "dictate": ["ὑπαγορεύω"], "die": ["θανατάω", "ἀποθνήσκω", "θνήσκω", "ἀντικαταθνήσκω", "ἀνταποθνήσκω", "φθίνω", "θνᾴσκω"], "diet": ["διαιτάω"], "difference": ["διαφορά", "ἀλλοίωσις", "διαφορότης"], "different": ["δεῖνος", "διάφορος", "ἑτερολογία"], "differentiate": ["ἀπαλλοιόω"], "differently": ["διακεκριμένως", "διηλλαγμένως", "παραλλαττόντως"], "difficult": ["χαλεπός", "δυσεργής", "δυσήρης", "δυσμαρής"], "difficulty": ["δυσέργεια"], "diffusion": ["διάχυσις"], "dig": ["σκάπτω", "ὀρύσσω", "βολβωρυχέω", "ἐκλαχαίνω", "ἐνορύσσω", "σκαλαθύρω", "ὑκοσκάπτω", "χαλκωρυχέω"], "digest": ["καταπέσσω", "διαπέττω", "προπέσσω", "χιλοποιέομαι"], "digger": ["ὀρύκτης", "σκαπανεύς", "σκαπτήρ"], "dignity": ["τιμιότης"], "digression": ["ἀποπλάνησις", "παρεκβολή"], "dilate": ["ἀνευρύνω", "διαπλατύνω", "διευρύνω", "ἐπιδιιστάω"], "diligently": ["διεσπουδασμένως"], "dimension": ["αὔξη"], "diminish": ["ὀλιγόω", "ἐλαττονόω", "ἀποσμικρύνω", "ἀπομειόω"], "diminution": ["ἔνδομα", "μείωσις"], "diminutive": ["ὑποκοριστικός"], "dimness": ["ἀμαυρότης", "ἀμυδρότης"], "dine": ["συνδειπνέω", "προδειπνέω", "μεταδειπνέω"], "dinnerless": ["ἀνάριστος"], "dint": ["ἔνθλασις"], "dip": ["βάπτω", "καταβάπτω", "ἀποτέγγω", "ὑποβάπτω"], "dire": ["δεινός"], "direct": ["εὐθύς", "εὐθύς", "ἀπαρέγκλιτος"], "director": ["ἀρτυτήρ"], "dirge": ["βώριμος", "κατάλεγμα"], "dirt": ["ἄρδα"], "dirty": ["πινάω"], "disable": ["βλάπτω"], "disagree": ["διχοφωνέω"], "disagreeable": ["ἀνήδονος", "ἀκαταθύμιος"], "disappear": ["συναφανίζομαι"], "disappearance": ["ἀπόκρυψις"], "disarm": ["παροπλίζω", "ἀφοπλίζω"], "disbelief": ["δυσπιστία"], "discern": ["αὐγάζομαι"], "discharge": ["ἀφίημι", "εὐλυτέω", "ἀπογομή", "διευλύτησις", "διευλύτωσις", "ἐξευλυτέω"], "discomfiture": ["ἥττημα"], "discomfort": ["αἰκισμός"], "discord": ["ἀναρμοστία", "διχοφωνία", "διχογνωμοσύνη"], "discordant": ["ἀπηχής"], "discourse": ["προλαλιά"], "discover": ["καθευρίσκω"], "discoverable": ["εὑρετός"], "discovery": ["ἀνεύρεσις"], "discredit": ["ἀνευδοκησία"], "discredited": ["ἀνευδόκητος"], "discursively": ["διανυστικῶς"], "discuss": ["διαπραγματεύομαι"], "disdainful": ["ὑπέροπτος"], "disease": ["νόσος", "νόσημα", "φάζαινα", "φαζάλη"], "diseased": ["νοσηρός"], "disembarkation": ["ἀποβιβασμός"], "disembodied": ["ἔκσκηνος"], "disentangle": ["ἐξείλλω"], "disfigure": ["αἰσχύνω", "ἀμορφόω"], "disfigurement": ["ἀεικείη"], "disgorge": ["ὑπεξερεύγω"], "disgrace": ["ἐλέγχω", "ἀδόξημα"], "disgust": ["ἀηδίζω", "ἀηδισμός", "δυσχέρανσις"], "dish": ["πλάθανον", "ἑψητήρ", "λαχανοθήκη", "πάτελλα"], "dishearten": ["ἀθυμόω"], "dishonesty": ["ἀφιλοκα<λοκα>γαθία"], "dishonour": ["ἀτιμόω", "ἀπολωβάω", "ἀτιμασμός"], "dishonoured": ["ἀποτίμαστος", "ἀτιμαστός"], "dishonourer": ["αἰσχυντήρ", "ἀτιμαστήρ", "καταισχυντήρ", "ἀατήρ"], "disinter": ["ἐκθάπτω"], "dislocate": ["ἐξαρθρόω"], "dislocated": ["ἔξαρθρος"], "dislocation": ["ἔκπτωμα", "παράρθρησις", "ἐξάρθρημα", "ἐκπάλησις", "ἐκστροφή", "ἐπιστροφίς", "παρεναλλαγή"], "dismember": ["διαμελίζω", "διασωματίζω", "ἐκμελίζω"], "dismiss": ["πέμπω"], "dismount": ["παρακαταβαίνω", "ἀποκαταβαίνω", "καταπεζεύω"], "disobedience": ["ἀπείθεια", "παρακρόασις"], "disobedient": ["ἀπειθής", "ἀνευήκοος", "ἀπειθήνιος", "ἀπήκοος"], "disobey": ["παρακροάομαι", "ἀντινομέω"], "disorder": ["ταραχή", "ἀκοσμία"], "disorderliness": ["κακοθημοσύνη"], "disorderly": ["ἄκοσμος", "ἀτάκτημα"], "disparage": ["εὐτελίζω", "ναικισσορεύω"], "disparagement": ["ἐξευτελισμός", "εὐτελισμός", "κατεισαγωγή"], "disparaging": ["διασυρτικός"], "dispense": ["ἐκταμιεύομαι"], "disperse": ["διασκεδάζω", "σκίδνημι", "διακληρονομέω"], "displace": ["ἐξίστημι", "ἐκρομβέω", "παρανάγω"], "displacement": ["ἔκστασις"], "display": ["δείκνυμι", "ἀποδείκνυμι", "ἐπιφαίνω", "ἐπιδείκνυμι", "ἀποφαίνω"], "dispose": ["ἐνδιατίθεμαι"], "disposed": ["ἀλλοτριάζω"], "disposition": ["διαθήκη", "διάθεμα"], "disputable": ["ἀμφισβητήσιμος"], "dispute": ["ἀντιφάρα"], "disputed": ["ἐπαμφίλλογος"], "disregard": ["παρενθυμέομαι", "ἀνεπισκεψία", "παρηγέομαι"], "dissection": ["ἀνατομή"], "dissemble": ["παραπροσποιέομαι"], "dissembling": ["εἰρωνικός", "κλεψίφρων"], "dissension": ["διχοστασία", "διασχισμός", "διθυμία"], "dissimulate": ["διυποπτεύω"], "dissimulation": ["εἰρωνεία", "παραπροσποίησις"], "dissipate": ["ἀνασκεδάννυμι", "ἀποδιαλύω"], "dissipation": ["ἐκδιαφόρησις"], "dissoluble": ["ἀνάλυτος"], "dissolution": ["ἀναστοιχείωσις"], "dissolve": ["συνδιαχέω", "διανίημι", "προδιαλύω"], "dissuade": ["ἀπομυθέομαι", "ἀποσυμβουλεύω"], "distaff": ["ἠλακάτη", "ἐπίνητρον"], "distance": ["ἀποχή", "ἀποδιάστασις"], "distant": ["ἄπιος"], "distemper": ["μηλίς"], "distend": ["περιδιατείνω"], "distil": ["ποτιστάζω"], "distinct": ["σαφής", "διαφραδής"], "distinction": ["διαφορά", "διόρισις"], "distinctive": ["ἀντιδιασταλτικός"], "distinctly": ["διακεχωρισμένως", "διευκρινημένως"], "distinctness": ["ἀρτιστομία"], "distinguish": ["κρίνω", "ὑποδιακρίνω"], "distinguishable": ["διαληπτός"], "distinguished": ["διαπρεπής"], "distort": ["παραδινέω"], "distraction": ["περιελκυσμός"], "distraint": ["ἐπικαταβολή"], "distraught": ["παράνους", "ἆλλος", "παραβλής"], "distress": ["κακόω", "λυπέω", "δυσαρέστησις", "ὄτλημα", "ϝίλσις"], "distressing": ["ὁμοίιος", "δυσαρεστικός"], "distribute": ["μοιράω", "ἐνδαίω", "ἀπομείρομαι", "ἀποδιαιρέω", "δαίομαι", "ἐπιδαίομαι", "ἐπιδιανέμω", "προσαναδίδωμι"], "distribution": ["διανομή", "νέμησις", "διάδοσις", "διανέμησις", "ἀπονέμησις", "διάπεμψις", "ἐπιμερισμός", "ἀναμέρισις", "δεισία", "ἐπιμέρισις", "κρεοδαισία"], "distributor": ["διανομεύς", "ἀπονεμητής", "διανεμητής", "διαδότης", "ἐπιμεριστής"], "district": ["δῆμος", "χωρίον"], "disturb": ["κινέω", "ἐνθορυβέω", "προσενοχλέω"], "disturbance": ["ἄραδος", "παρακίνησις", "διαταραχή", "ταραχά"], "disturber": ["ταράκτης"], "ditch": ["οὐρός", "οὐρός", "τάφρευμα"], "dithyramb": ["διθύραμβος"], "dithyrambic": ["διθυραμβικός"], "diver": ["κολυμβητής", "κολυμβίς", "δύτης", "κατακολυμβητής", "δύπτης", "σκινθός"], "divers": ["ὑποδελεάζω"], "diversion": ["ἀντιπερίσπασμα"], "divert": ["ἀποδιαπέμπομαι", "ἀποδιαστρέφω", "μεταρδεύω"], "diverting": ["μυνάομαι"], "divide": ["φυλάζω", "μοιράω", "διχάζω", "ὁρίζω", "δαίμων", "χωρίζω", "διαιρέω", "δαίω", "διαλαγχάνω", "διαμερίζω", "δάσσω", "διχηλέω", "ἐνδατέομαι", "ῥυμοτομέω", "καταδιαιρέω", "διαείρω", "ἀποδιαστέλλω"], "divination": ["ἀπομάντευμα", "καταμαντεία", "χρησμολόγιον"], "divine": ["ἱερός", "θεῖος", "θεῖος", "δαίμων", "τοπάζω", "δαιμόνιον", "θεοδέγμων", "θεήιος", "ὁσίη", "προκαταμαντεύομαι", "θεήϊος", "σημειοσκοποῦμαι"], "diviner": ["ἱερεύς", "στοχαστής"], "divinity": ["δαίμων", "δαιμόνιον"], "divisible": ["διαιρέσιμος", "εὐδιανέμητος"], "division": ["ἐφημερία", "διαμερισμός", "διασχίς", "ῥυμοτομία", "διαζυγή", "διάληξις", "ἀποδιαστολή", "δάτησις", "δαιέλιξι", "δικραιότης", "καταδιαίρεσις", "μεριτεία"], "do": ["οὔτι", "μήτις", "ἀγαθόω", "μέλλω", "δράω", "δράω", "ἀδικέω", "πονέω", "ματάω", "ἐργάζομαι", "στρατεύω", "ἔρδω", "μέλλησις", "σχεδιάζω", "παραβιάζομαι", "παραπράσσω", "ἀπαυτοματίζω", "προσαδικέω", "προσκακουργέω", "τρισσεύω"], "docile": ["εὐδίδακτος"], "dock": ["νεώσοικος"], "docked": ["κόλος"], "doer": ["πρακτήρ", "Ἐρξείης"], "dog": ["κύων", "κυνέη", "κυνάς"], "dolphin": ["δελφίς"], "domestic": ["ἄγριος", "οἰκητήριος", "οἰκίδιος", "ἐνοικίδιος"], "domestication": ["χειροήθεια"], "dominion": ["βασιλεία", "βασιλεία", "κυριότης"], "donkey": ["γαϊδάριον", "κεῖλος"], "door": ["θύρα", "θύρετρα"], "dot": ["νυγμή"], "dotage": ["πῆρος"], "double": ["πύλη", "διπλάζω", "διπλασιάζω", "διήρης", "διλήκυθον", "ἐφιππαρχία", "ἐπιλαρχία", "περιγνάμπτω", "διπλάδιος", "διπλεία", "συνδυαίνω"], "doubt": ["ἀμφίγνοια", "διαμφιβάλλω"], "doubtful": ["ἐνδοιαστός", "ἐνδοιάσιμος", "ἀμφίρροπος"], "doubtless": ["πού"], "dove": ["πέλεια"], "dowerless": ["ἄφερνος"], "down": ["καθίστημι", "καθίημι", "κάτω"], "downfall": ["κατάπτωμα", "καταπέσημα"], "downward": ["κάτω"], "downy": ["ἔγχνοος", "ἰουλοφόρος", "χνόϊος"], "dowry": ["ἐπιφέρνια"], "doze": ["ὠλίγγη"], "drag": ["ἕλκω", "ἐφέλκω", "ἐπισύρω"], "drain": ["κενόω", "ἐξαντλέω", "ἐξαγωγίς", "ἐκχυτήριον"], "dramatic": ["δραματικός"], "draught": ["πόμα", "πότισμα", "προπότισμα"], "draughts": ["πεσσοί"], "draw": ["χωρέω", "τάσσω", "ἕλκω", "πελάζω", "σπάω", "ὁλκάζω", "ἐπισπάω", "ἀρύω", "ἀφύσσω", "ἀνθέλκω", "συστολίζω", "ὑπερισθμίζω", "ὑποβιβάζω", "ἀναρρύω", "ἐπαρύτω", "ἐξαρύω", "ἐξαθέλγω", "λιθουλκέω"], "drawers": ["περισκέλια"], "drawing": ["ἑλκυστικός", "κερουλκός", "φωτουλκός", "περισυρμός", "σύρσις"], "drawn": ["γράμμα", "ἐρυστός", "ἀφύξιμος"], "dread": ["δεινός", "δέος", "δέος", "δείδω", "ἐπαινός"], "dreadful": ["δεινός"], "dream": ["ἐνυπνιάζω", "ὀνειροπολέω", "ὀνειρώσσω"], "drench": ["καταπλύνω", "καταδροσίζω"], "dress": ["κοσμέω", "χιτωνία", "βυρσοδεψέω", "ἀναπελεκάω", "ἀναθυρόω", "ὀψαρτύω"], "skin": ["κυνέη", "χρώς", "ῥινός", "χρῶμα", "φλόος", "δέρρις", "φορίνη", "λεβηρίς", "ἀπόλεμμα", "ἄδορος", "κάς", "κασῆς", "ζαλμός"], "dresser": ["ἐλεός", "ἐλεός", "κομμωτής"], "dressing": ["γνάψις", "ἐπιξοά", "κνάψις"], "drill": ["ἀρίς"], "drink": ["ποτός", "πίνω", "μέθη", "πῶ", "πόσις", "ποτής", "ἐμπίνω", "βρῦν", "ἀπόθερμος", "ἐπεγκανάσσω", "κατάπομα", "προπῖν", "ζιγγόω"], "drinkable": ["ἔμποτος", "πόσιμος"], "drinking": ["ποτός", "πότος", "πότος", "πόσις", "κέρας"], "drip": ["στάζω", "ἐκνοτίζω"], "dripping": ["ψακαστός"], "drive": ["σεύω", "κελεύω", "περάω", "περάω", "ἐλαύνω", "διώκω", "προσελαύνω", "διαδιφρεύω", "ἀντοχέομαι"], "driver": ["ἱππότης", "ἐλατήρ", "ἱπποδιώκτης", "ἐλάτειρα", "ἱππελάτης"], "driving": ["ζαλάω", "ἱππηλασία", "συνερκτικός"], "drizzle": ["ψακάδιον"], "droll": ["ἐπιπαιστικός"], "drone": ["κηφήν"], "droop": ["κατημύω"], "drooping": ["ἠμυόεις"], "drop": ["παρίημι", "καθίημι", "στάζω", "σταγών", "ῥανίς", "ῥαθάμιγξ", "στίλη", "ψιάς", "σταγετός"], "dropsical": ["ὑδερικός"], "dropsy": ["ὕδρωψ", "ὕδερος", "ὑδερίασις"], "drought": ["αὐχμός", "ἀζάπα"], "drove": ["ἐλαστρέω", "θεμόω"], "drover": ["ἐπικτηνίτης"], "drowning": ["καταποντισμός"], "drowsiness": ["νυσταγμός", "ληθαργία", "νύσταξις", "ὑπνηρός"], "drowsy": ["ὑπνώδης", "ὑπνηλός", "νυστακτής", "νυσταλέος", "νύσταλος", "ὑπνίδιος"], "drudge": ["δράστας"], "drug": ["φάρμακον", "ἐκβόλιον", "κοκκόριζον"], "drum": ["τύπανον", "ταβάλα"], "drunk": ["ποτός"], "drunkard": ["μεθυστής"], "drunken": ["οἰνόω", "ἔξοινος", "μεθυστάς"], "drunkenness": ["οἴνωσις", "οἰνοφλυγία", "μέθυσις", "ἐξοινία"], "dry": ["ξηρός", "αὖος", "αὐαίνω", "ἄζος", "κάγκανος", "φρύγιος", "ξερός", "αὐχμώδης", "τρύγω", "σαυκός", "καταπυρόω", "καπυρώδης", "κάγχανος", "ἐνσκέλλω", "ἰπνεύω", "ἀποφώζω", "ἐγκατάξηρος", "διάψυγμα", "ξηροκολλούριον", "ψύγω"], "dryness": ["ξηρότης", "αὐότης"], "duck": ["νῆττα", "βασκάς", "φασκάς", "πηνέλοψ"], "due": ["καιρός"], "dull": ["ἀμβλυωγμός"], "duly": ["ἐκκλησία"], "dumb": ["ἐνεός", "ἔλλοψ", "βωβός", "μύρκος", "μυνδός", "μυττός", "νυθός"], "dumbness": ["ἐνεότης"], "dung": ["ὄνθος", "ἀποπάτημα"], "duplicate": ["διπλασίων"], "durable": ["πρόσμονος"], "dusky": ["δυσόρφναιος"], "dust": ["κόνις", "κονία", "ἴκνυς"], "dusty": ["κόνιος", "κονιορτώδης", "κονισαλέος"], "dwarf": ["νᾶνος", "στίλπων", "πίθηξ", "σκωπαῖος", "ὑποκόλοβος"], "dwell": ["οἰκέω", "σκηνάω", "συνοικέω", "ναιετάω", "συνναίω", "ἐναυλίξω"], "dwelling": ["ναός", "ναός", "οἶκος", "βασίλειον", "οἰκία", "συνήθης", "περιοικίς", "ναοπόλος", "ἐνοίκισμα"], "near": ["πλησίος", "πλήσιος", "παραπλήσιος", "πελάζω", "παραγίγνομαι", "ἐγγύς", "σχέδιος", "ἀγχοῦ", "ἄγχι", "σύνεγγυς", "ἀστυγείτων", "ἀγχόθι", "παραβάκτρος", "παρωκεάνιος", "ἄγχοθι", "κάτεγγυς"], "dye": ["ῥέζω"], "dyed": ["παραβαπτός"], "dyeing": ["δευσοποιία", "χρωματουργία"], "dyer": ["ῥηγεύς", "ἰνδικοπλάστης", "κογχιστής", "ῥεγεύς", "ῥογεύς", "χρωματουργός"], "dying": ["θνήσκω", "πρωτόμορος"], "dysentery": ["δυσεντερία"], "each": ["ἕκαστος", "ἀλλήλων", "ἀμφότερος", "ἑκάτερος", "ἑκαστάκις"], "eager": ["σπουδάζω", "αἵμων", "ἐποπτόρεκτος", "μεμαώς"], "eagerly": ["ἐγκόνως", "κατασπουδαζόντως", "καταταρταρτεταμένως"], "eagle": ["ἀετός", "πλάγγος", "ἄρξιφος", "αἰετός", "ὑπάετος"], "ear": ["οὖς", "ὠας"], "early": ["πρότερος", "ἦρι", "πρώιος", "πρώιμος", "ἔνωρος", "ἀποπρωΐ", "πρώϊμος", "πρώϊος"], "earnestly": ["κατεσπουδασμένως"], "earnestness": ["σπουδά"], "earth": ["γῆ", "ἔρα", "χθών"], "earthborn": ["γηγενής"], "earthquake": ["γάκα"], "ease": ["εὐπέτεια", "εὐέργεια", "τροχειλέα"], "easily": ["ῥᾶ", "ῥᾶ", "ἄφορτος", "ἐετῶς"], "eastern": ["ἀνατολικός", "ἀντολίη", "ἑώϊος"], "eastwards": ["ἀνατολάς"], "wind": ["μέσης", "οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "ἄνεμος", "χῶρος", "Χῶρος", "πνεῦμα", "ἀνεμόω", "ἐμπνευστικὰ", "ἐπιμηρύομαι"], "easy": ["ῥᾴδιος", "εὔκοπος", "εὐπελής"], "eat": ["ἐσθίω", "ἔδω", "πατέομαι", "πάομαι", "σιτέομαι", "σιτέω", "ἔσθω", "βοράω", "ματτυάζω", "τραγηματίζω", "ἐμφαγεῖν", "μοιμύλλω"], "eatable": ["ἐδώδιμος", "βρώσιμος", "τραγανός", "ἐδανός", "δαίσιμος"], "eating": ["τρώξιμος", "βρωτήρ", "ἀμπελοφάγος", "βρωτύς", "κυτισηνόμος", "σκνιποφάγος"], "eaves": ["γείσωσις", "προτέγισμα"], "ebbing": ["ἀνάπωτις"], "ebony": ["ἔβενος"], "eccentricity": ["ἐκκεντρότης"], "echo": ["ἠχώ", "ἀπήχημα", "ἀπήχησις", "ἀντήχημα", "ἀντίφθεγμα"], "economy": ["ταμίευσις"], "ecstatic": ["ἐνθουσιώδης"], "edge": ["ἄκρος", "ἄντυξ", "περιθριγκόω", "παραίρημα"], "edification": ["χρησιμολογία"], "education": ["ἀνατροφή", "ἀνατριβή"], "eel": ["ἔγχελυς", "σμῦρος"], "effect": ["φαρμακάω"], "effective": ["ἀνυτικός", "ἀποτελέσιμος"], "effeminacy": ["σαύλωμα"], "effeminate": ["γυναικόω", "θηλυδριώδης", "θηλύφρων", "μαλακόσωμος", "ὑπόθηλυς"], "effeminately": ["κεκλασμένως"], "efficacious": ["οὐσιάζω", "ἐμπρακτικός", "ἐπαρωγής"], "effort": ["ὁρμή", "σπουδή"], "effusion": ["παραρροή", "παρέκχυμα", "σύνδοσις"], "egg": ["ᾠόν", "ἄρκηλα", "ὤβεον"], "eight": ["ὀκτώ", "ἕδρασμα"], "eighth": ["ὄγδοος"], "eightfold": ["ὀκταπλάσιος", "ὀκταπλόος", "ὀκτασσός"], "hundred": ["ἑκατόν"], "eighty": ["ὀγδοήκοντα"], "either": ["εἴτε", "ἀμφότερος", "ἑκάτερος"], "eject": ["ἐκπιτύζω"], "elaborately": ["πεπονημένως", "διαπεπονημένως", "διειργασμένως", "κεκροτημένως"], "elbow": ["ὠλένη", "ἀκρωλένιον", "ἀγκώνιον", "κύβιτον"], "way": ["οὐδός", "πάντῃ", "ὅπως", "πως", "πως", "πῶς", "πῶς", "τρόπος", "τρόπος", "οὕτως", "ὁδός", "ὁδός", "ᾗ", "οἴμη", "χωρέω", "ἄλλως", "ἡγέομαι", "τίσις", "ταύτῃ", "ὁδόω", "πη", "πῆ", "γοῦν", "ἁπλῶς", "εἴκω", "μετρέω", "φορός", "διαιτάω", "ἄλλῃ", "φόρος", "ἄπορος", "δίαιτα", "μακράν", "ὧδε", "ἰδιωτισμός"], "elder": ["πρεσβεία"], "elderly": ["ὑποπρεσβύτερος"], "elect": ["ἐγχειροτονέω"], "elegance": ["γλαφυρία", "εὐπίνεια"], "elegant": ["καλλιρρήμων"], "elegantly": ["ἐξειλεγμένως"], "elegiac": ["ἐλεγεῖος", "ἐλεγειακός"], "elementary": ["στοιχείωμα", "στοιχειωτικός"], "elephant": ["ἐλέφας", "Καῖσαρ", "βωσαρή"], "eleven": ["ἕνδεκα"], "eleventh": ["ἑνδέκατος"], "eliminate": ["ἐξοικονομέω"], "eloquence": ["λογιότης", "πολυφραδία", "ἀγορητύς"], "eloquent": ["εὔμυθος"], "elsewhere": ["ἄλλῃ", "ἀλλαχοῦ", "ἀλλαχόθι", "ἄλλη"], "elsewhither": ["ἄλλυδις", "ἀλλαχόσε", "ἄλλοσε", "ἄλλην"], "emaciation": ["ἴσχνανσις"], "emancipate": ["ἀπελευθερόω"], "emancipation": ["ἀπελευθέρωσις"], "embankment": ["διάχωμα", "ὀφύη"], "embarkation": ["ἔμβασις"], "embellish": ["δαιδαλόω", "καταμουσόω"], "embellishment": ["κόμμωσις", "κόμμωμα"], "embezzle": ["κατανοσφίζομαι"], "embody": ["συλλοχίζω", "ἐνσωματόω", "σωματίζω"], "embossed": ["ἐμπαιστός"], "embrace": ["περιλαμβάνω", "προσπτύσσω", "προσπεριλαμβάνω", "ἀγκαλίζομαι", "ἐμπάλαγμα", "ἀμφιπτύσσομαι", "ἐπαγκαλίζομαι", "περίλημμα", "περιασπάζομαι", "περιπλευρίζω", "συμπεριπλέκω"], "embroider": ["ποικιλόω"], "embroidered": ["λεῖος", "κεντητός", "πλοκᾶτος", "πλοκαρικός"], "embroiderer": ["ἐνυφάντης", "βελονοποικίλτης", "πάστρια", "πλοκάριος", "ῥαφιδᾶς"], "embroidery": ["πλοκίον", "παρακέντημα", "πλοκάρισις"], "emerald": ["σμάραγδος"], "emigrant": ["μετοικιστής"], "emigrate": ["συμμετοικέω"], "emigration": ["μετοικισμός", "ἀποίκησις"], "eminence": ["ἐξοχία"], "eminently": ["διακριδόν"], "employ": ["βιάω", "τεχνάζω", "σπονδειάζω"], "emptiness": ["κενότης"], "empty": ["κενόω", "κενός", "ἀποδεής", "λαπάσσω", "κενεός"], "emulation": ["παραζήλωσις"], "emulous": ["ζηλωτικός"], "encamp": ["καταστρατοπεδεύω", "ἐνσκηνόω"], "encampment": ["στρατόπεδον", "στρατοπεδεία"], "enchantment": ["κατάθελξις", "ἔπᾳσμα"], "enchantress": ["κηλήτειρα"], "encircle": ["κυκλόω", "περιστεφανόω"], "encircling": ["κυκλάς", "περιειλάς"], "enclose": ["ἑργνύω"], "enclosure": ["μάκελλον", "δρυφάκτωμα", "περιαύλισμα"], "encompass": ["κατέχω", "καταμπέχω"], "encounter": ["ἀντάω", "ἄντομαι", "κυρέω", "ἀντικιχάνω"], "encourage": ["ἀποθαρρύνω", "προσπαραινέω"], "encouragement": ["ἐγκέλευμα"], "encouraging": ["ἐγκελευσμός", "προθυμοποίησις"], "encroachment": ["προσλογισμός"], "end": ["ἄκρος", "τελευτάω", "τέλος", "τελέω", "πέρας", "τελευτή", "παύω", "τέλειος", "ἔσχατος", "ἀποτελευτάω", "ἐσχατοκόλλιον", "ὀχετόκρανον"], "endeavour": ["πειράω"], "ending": ["ἀποτελεύτησις", "περάτωσις", "τερμοσύνη"], "endless": ["ἀπείρων"], "endowment": ["ἐπιφιλοτιμία"], "endue": ["φαρμακόω"], "endurable": ["ἀνασχετός", "ὑπομενετός", "ὑπομενητός", "φερτός", "εὐφόρητος"], "endure": ["τολμάω", "ἐκταλαιπωρέω", "ὑποτλάω"], "enduring": ["μακρός", "τλάμων"], "enemy": ["πολέμιος", "πολεμόω", "ἁλίσκομαι"], "energetically": ["τεταμένως"], "enervate": ["ἀπομελίζω"], "enfeeble": ["καταγυιόω"], "enforced": ["ἀναγκαῖος"], "engender": ["ἐκτεκνόω", "ἐγγείνομαι"], "engine": ["καρβατιών"], "engineer": ["μεγαλότεχνος", "μηχανάριος", "ὀργανίτης"], "engraft": ["ἐμφυλλίζω", "ἐνθεματίζω"], "engrave": ["ἐγχαράσσω", "προσκαταξύω"], "enigmatical": ["γριφοειδής"], "enjoin": ["ἀνεπιτάττω"], "enjoy": ["πατέομαι", "μετέχω", "ἐναπολαύω", "κατονίναμαι"], "enjoyment": ["ἦδος", "ἡδονή", "ἀπόλαυσμα", "ἡδυπάθημα", "ἐπόνησις"], "enlarge": ["εὐρυχωρέω"], "enlargement": ["μεγεθοποίησις"], "enlighten": ["διαφωτίζω"], "enmity": ["ἔχθρα", "ἔχθρη", "διεχθρεύω", "ἀφαδία"], "ennoble": ["εὐγενίζω"], "enormity": ["ἐκπαγλότης"], "enormous": ["καπανικός"], "enough": ["δύναμαι"], "enquire": ["ἐρέω", "ἐρέω", "ἐρέω", "ἔρομαι"], "enrage": ["ὀργαίνω", "ἐξοργίζω"], "enrich": ["πλουτοδοτέω"], "enrolment": ["προσγραφή", "εἰσγραφή"], "enslave": ["δουλόω", "ἀνδραποδίζω", "δουλοποιέω", "κατανδραποδίζω"], "enslavement": ["δούλωσις", "καταδούλωσις", "δουλαγωγία", "καταδουλισμός", "ὑποζυγή"], "entanglement": ["σύμπλεγμα"], "enter": ["εἴσειμι", "εἰσίημι", "προεμβαίνω", "ἐμψηφίζω", "ἐνσειμι", "ἐσέρχομαι", "εἰσεμπορεύομαι", "εἰσκύρω", "παρεισβαίνω", "παρεισπορεύομαι"], "enterprise": ["κίνδυνος"], "entertain": ["ξενόω"], "enthusiastic": ["λιάζω"], "enthusiastically": ["ἐπιτεθειασμένως"], "entice": ["δελεάζω"], "entire": ["ὅλοξ", "ὅλος"], "entirely": ["πάνυ", "παμπήδην"], "entitle": ["προτιτλόω"], "entomb": ["ἐντυμβεύω"], "entrails": ["ἔνδινα"], "entrance": ["εἴσοδος", "εἴσδυσις", "εἰσίθμη"], "entreaty": ["δέησις", "λιτανεία", "δέημα", "λιτά"], "entrenchment": ["περισταύρωμα", "περιχαράκωμα"], "entrust": ["ἐμπιστεύω", "παρακατατίθημι", "προσεπιτρέπω"], "entry": ["ἔνδυσις"], "entwine": ["συγκαρκινόομαι"], "enumeration": ["ποσεία"], "enviable": ["ζηλωτός", "ἀξιόζηλος", "ἀγαῖος"], "envied": ["ζαλωτός"], "envious": ["φθονητικός", "βασκαντικός", "φιλοβάσκανος", "μεγαρτός"], "envy": ["διαφθονέω"], "ephemeral": ["αὐθημερινός"], "epic": ["λάπτω", "ἐπικός"], "epicure": ["εὐτράφητος"], "epidemic": ["ἐπιδημιακός"], "equal": ["ἄξιος", "ὁμοῖος", "ἴσος", "ἰσόω", "ἰσάζω", "κάτισος", "ἶσος", "ἰσοφορία"], "equality": ["ἰσότης", "ἰσαῖος", "ἰσομέρεια"], "equally": ["ὁμῶς", "ὁμῶς", "ἴσως", "ἔνισον"], "equilateral": ["ἀσκαληρής"], "equilibrium": ["ἀρρεψία"], "equip": ["κατασκευάζω", "ἀρτικροτέω"], "equipment": ["στόλος", "ἄρτισις", "ἄρτησις", "ἔντος", "ἐξάρτυσις", "ἐξαρτία", "ἐξαρτισμός"], "equivalent": ["ἀλλακτός"], "erase": ["ἐκχαράσσω", "ἀπολειόω"], "erect": ["ὀρθός", "ἐγκαθιδρύω"], "erection": ["ἀπόρθωμα", "ἐξανάστημα"], "err": ["ἁμαρτάνω"], "erroneous": ["ἁμαρτωλός"], "erroneously": ["διημαρτημένως", "καταπεπλανημένως"], "error": ["ἁμαρτάς"], "eruption": ["ἀναχοή"], "escape": ["φεύγω", "λανθάνω", "ἀποφυγή", "ἐκφυγή", "ἄλυξις", "ἀλεωρή", "ἔκφευξις", "ἐξάλυξις", "ἐξυπάλυξις", "ὑπεξάλυξις"], "escort": ["ἀπάντησις", "συμπαραπομπος"], "escorting": ["προπομπός"], "espousal": ["μνήστευσις"], "essay": ["πεῖρα", "κοντάκιον"], "establish": ["ἐδαφόω", "καταστηρίζω"], "esteem": ["τιμή"], "estrangement": ["ἀλλοτρίωσις"], "estuary": ["εἴσχυσις"], "eternal": ["αἰανής", "ἀειγενής", "ὑπαΐδιος"], "eternity": ["ἀϊδιότης"], "eunuch": ["θλαδίας", "ἐντομίας", "ἴθρις", "σπάδος", "σπάδων", "σποδόρχης", "χλήδης"], "euphony": ["εὐήχεια"], "evacuate": ["ἐξεράω", "ἐξαλίζω"], "evacuation": ["ἀποκένωσις", "λάπαξις", "λάπαγμα", "παρακένωσις", "ὕπαξις"], "evaporate": ["διατμέω", "διατμίζω", "ἀπατμίζω", "ἀνατμίζομαι", "προσεκπνέω"], "even": ["νῦν", "μηδέ", "ὥσπερ", "μηδείς", "μέχρι", "κἀν", "οὐδαμός", "λεῖος", "καίπερ", "κἄν"], "evening": ["ἑσπέρα", "ὀψημέρα"], "evenness": ["ὁμαλότης"], "event": ["συμφορά"], "ever": ["ὅπως", "ὅπως", "ἀεί", "νῖκος"], "everlasting": ["ἀειγενέτης", "διαιώνιος", "ἀειχρόνιος", "ἀείδιος"], "since": ["οὐ", "ἐπεί", "ὅτε", "ὅτε", "ἐπειδή"], "every": ["πάντῃ", "ἅπας", "ἕκαστος"], "everywhere": ["πανταχοῦ", "πανταχῆ", "ἁπανταχοῦ", "ἑκασταχοῦ", "ἁπάντῃ", "ἁπανταχῆ", "ἁπανταχόθι", "πάντοθι", "ἁπάντη", "ἑκαστάχη", "παντᾷ"], "evidence": ["μαρτυρέω", "ἐκμαρτύριον", "ἔνδειγμα"], "evident": ["φανερός", "ἀνάδηλος"], "evil": ["κακόω", "Κακοίλιος"], "ewer": ["ἕαρον"], "exact": ["ἀκριβής", "ἀκριβόω", "προσπράσσω"], "exaction": ["ἀνάπραξις", "ἔκπραξις"], "exactly": ["ἀπηκριβωμένως", "ἠκριβωμένως"], "exactness": ["δή"], "exaggerate": ["δεινόω", "δειναυξῆσαι"], "exaggeration": ["δείνωσις"], "exaltation": ["ὑπέραρσις"], "exalted": ["ὑψηλοφόρος"], "examination": ["ἀνάκρισις"], "examine": ["ἐτάζω", "παραθεωρέω", "προβασανίζω", "προσεξετάζω", "διεξερευνάω", "ἀποσκέπτομαι"], "exasperate": ["ἐξορίνω"], "excavation": ["γεωρυχία"], "exceedingly": ["μάλα", "σφόδρα", "λίαν", "ὑπερβαλλόντως", "ὑπεραγόντως"], "excel": ["κρατέω"], "excellence": ["ἀρετή", "ἐκπρέπεια"], "excellent": ["ἄριστος"], "excellently": ["προεχόντως"], "except": ["πλήν", "ἔχθω"], "excessive": ["σφοδρός", "περίφλεξις"], "exchange": ["ἀμοιβάζω", "ἐναλλάσσω", "καταλλαγή", "ἀνταλλάσσω", "διαμείβω", "ἀντικαταλλάσσομαι", "ὑπαλλάσσω", "ἀνταμείβομαι", "διάμειψις", "ἀντιδιαλλάσσομαι", "συνάλλαξις", "ἀμφιλαγχάνω", "ἀντικαταλλαγή", "ὑπαμείβω"], "excise": ["ἐκρομβίζω"], "excited": ["ἔκπαλτος"], "excitement": ["ἐγερτήριον"], "exciting": ["ἀνασειστικός", "παρακινηματικός"], "exclamation": ["ἐπεκφώνησις"], "exclude": ["ἀπίλλω"], "exclusion": ["ἀποκλεισμός"], "excrement": ["διαχώρημα", "ἀφόδευμα", "ἀφόρδιον", "προχώρημα", "χέσμα"], "excrescence": ["θύμος", "πρόσφυμα"], "excuse": ["ἔφεξις", "πρόφασις", "ὑποπαραίτησις", "εὐλογοποιέω"], "execute": ["τελέω", "ἐγχρηματίζω"], "execution": ["τέλος", "κατάπραξις", "ἐκβιβασμός"], "executioner": ["δ.η.μόκοινος", "ποινουργός", "ζητρός"], "exercise": ["ἐξουσιάζω", "γύμνασις", "ἐμμελετάω", "συμμελετάω"], "exhalation": ["διεκπνοή", "διαφύσησις", "ἔκπνευσις"], "exhale": ["ὑπεκπνέω"], "exhaust": ["ἐκδαπανάω"], "exhaustion": ["ἀπαύδησις", "καρπισμός"], "exhibit": ["δείκνυμι", "ἐπιδείκνυμι", "ἐναποδείκνυμαι", "παρενδείκνυμαι", "προσεκτίθημι"], "exhort": ["παρεγκελεύομαι", "παραγορέομαι"], "exile": ["ἀπατρία"], "exiled": ["φυγαδευτός"], "exist": ["ὄντα", "ἐνυπάρχω"], "expanse": ["ἀνάχυμα"], "expansion": ["διαστόμωσις"], "expect": ["δοκέω", "προσδοκάω"], "expectation": ["δόξα", "ἐλπίς", "προσδόκημα", "ἐλπισμός"], "expected": ["προσδοκητός"], "expectorate": ["ἀποστερνίζω", "ἐγχρέμπτομαι", "ἐπαναχρέμπτομαι", "χελύσσομαι"], "expedition": ["στρατιά", "στράτευσις", "ἐξοδεία", "ἐκστράτευσις"], "expel": ["ἐκφυλλοφορέω", "ἐκπροβάλλω"], "expend": ["δαπανόω", "αἰσιμῶ"], "expenditure": ["χορήγησις", "δαπάνα", "ὀνάλα"], "experience": ["τυγχάνω", "ἀπείρων", "ἀπείρων", "ἐμπειρία"], "experiment": ["πεῖρα"], "expiation": ["περικάθαρμα"], "expiatory": ["ἱλατήριον"], "explain": ["ἀποφράζω", "προπαραδίδωμι"], "explanation": ["ἐξήγημα", "ἐφερμήνευσις"], "explicitly": ["ἀναπεπταμένος", "ἀνειλιγμένως"], "exploit": ["ἔργον", "ἐνεργολαβέω"], "export": ["ὁδάω", "περάω", "ἐξαλλοτριόω"], "exportation": ["ἐκκομισμός"], "expose": ["ἀνεμόω"], "exposed": ["ἡλιόομαι", "ἐκθέσιμος"], "exposure": ["ἔκθεσις", "ἐμφάνισις", "ἐκθεσία"], "expound": ["φράζω"], "express": ["ἔκμακτος"], "expression": ["φάσις", "κατονομαξία"], "expulsion": ["ἀποδίωξις", "ἀπεκβολή", "ἐξώθησις", "μεθυποχώρησις"], "expunge": ["περιεξαιρέω"], "extend": ["διήκω", "σπίζω", "συνεπεκτείνω"], "extension": ["ἀνάτασις", "παράτασις", "ἐπέκτασις", "ἐπίταμα"], "extinction": ["ἀπόσβεσις", "ἐξουθένωσις"], "extinguish": ["σβεννύω"], "extol": ["ἐπικλείω", "ἐπαείρω"], "extortion": ["διάσεισμα"], "extract": ["ὀπίζω", "ἐπίλεγμα"], "extraction": ["γένος", "ἐξολκή", "μοχλεία"], "extravagance": ["δαπανηρία"], "extravagant": ["ἐξοιστικός"], "extravagantly": ["ἐκπεπταμένως"], "extreme": ["ἔσχατος", "ληκτήριος"], "exude": ["ἐκστάζω", "ἐξιδίω", "συνεξικμάζω"], "exult": ["βλεμεαίνω"], "exultation": ["γαυρότης"], "eye": ["ὀφθαλμός", "ὄμμα", "δράκος", "σποῦ", "ὄκκον"], "fabric": ["τεύχημα"], "fabricate": ["σκευοποιέω"], "fabricated": ["ποιητός"], "fabrication": ["ποίησις"], "face": ["ἀντάω", "ἄντα", "ἐνώπια"], "facetious": ["παιστικός"], "fact": ["οὐ", "οὖν", "ἱστόριον"], "factious": ["καταστασιαστικός"], "faculty": ["μῆτις", "μῆτις"], "fail": ["ματάω", "ἁμαρτάνω", "προαμαρτάνω", "ὑπεκλείπω"], "failure": ["ἀποτυχία", "ἀπότευγμα", "ἀποσφήλωσις"], "faint": ["ἀμβλυόχρους"], "fair": ["καλός", "καλός", "οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "οὖρος", "γονίας"], "fairly": ["εἰκότως"], "faith": ["πιστεύω"], "faithful": ["πιστός", "πιστικός"], "faithless": ["παραπρεσβεία"], "fall": ["χράω", "χράω", "ἔραμαι", "ἐπιστάζω", "παρίημι", "καθίημι", "ἁλίσκομαι", "πίπτω", "στάζω", "ἀσφαλής", "συμπίτνω", "πτῶμα", "ἐπιβρίθω", "ἐπεισπίπτω", "πέσημα", "συνεμπίπτω", "διάπτωσις", "κατάπτωσις", "ἐγκαταπίπτω", "πίτνω", "προεκπίπτω", "προπίπτω"], "fallacious": ["ἀπατητικός", "παραλογιστικός", "παρασυλλογιστικός"], "fallacy": ["ἀπόπλανος", "Ἰνδός", "παράκρουσμα", "ψευδάριον"], "fallow": ["νειός"], "false": ["ψευδής", "ψυδνός", "ψευδενεχυρασία", "ψευδόπιθος", "ψευδόθυρον"], "falsehood": ["ψεῦδος", "ψευδολογία", "διάψευσμα"], "falsely": ["διεψευσμένως"], "prophet": ["πρόμαντις", "φοιβητής", "προφάτας", "θεσπιστής"], "witness": ["μαρτυρέω", "μάρτυς", "ὅρκος", "προΐστωρ"], "family": ["γένος"], "famished": ["λιμαγχικός"], "famous": ["κλεεννός", "κλύμενος", "ἐπικλεής", "ἀριγνώς", "φαμιστός", "περιφήμιστος", "περιθρύλητος"], "fan": ["ἀνεμόσυρις", "προσαναρριπίζω", "ῥιπιστής"], "fancy": ["δοκέω", "δοξάζω", "δοκή"], "fantastic": ["εἰκονώδης", "φαντασιώδης"], "far": ["καθό", "ἄπιος", "τοσοῦτος", "μέχρι", "ἕκατος", "μακράν", "ὄχα", "τηλοῖ"], "farce": ["μιμεία"], "fare": ["τρυφάω"], "farmer": ["τελώνης"], "fashion": ["ζῳόω", "ἐργάζομαι"], "fast": ["στάδιος", "πεδάω", "κατέχω", "ἅπτω", "πήγνυμι", "νηστεία", "νηστεύω"], "fasten": ["εἴρω", "εἴρω", "εἴρω", "ἅπτω", "καθάπτω", "προσαρτάω", "περικαθάπτω", "προσπερονάω", "ἐντροπόω"], "fastening": ["δεσμός", "ἔξαψις", "κλείδωμα"], "fasting": ["ἄκμηνος", "ὑποστολή", "ἀγευστία", "ἀπαστί", "ἀπόπαστος"], "fat": ["δημός", "πίων", "πιμελής", "πῖαρ", "πιαρός", "δ.η.μός", "ποτιπίαμμα"], "fated": ["χρή", "μόριμος", "ἐπιμοίριος", "πεπρωμένος"], "father": ["πατήρ", "θεῖος", "τροφεύς", "θεία", "πάτριος", "ἄττα", "πατριάρχης", "φύτωρ", "Ἀββᾶ"], "fathers": ["πατρίς"], "fathom": ["ὀρόγυια"], "fatness": ["λιπαρία", "λιπότης"], "fatten": ["πιαίνω", "παχύνω", "σιαλόω", "στεάζω", "καταπιαίνω"], "fault": ["μάτη"], "faultily": ["ἡμαρτημένως"], "faulty": ["ἐνάμαρτος"], "fawn": ["ὑποσαίνω"], "fear": ["τρέω", "δέος", "δέος", "δείδω", "φόβος", "δεῖμα", "προκατορρωδέω", "ἐπιδείδω", "καταδειμαίνω", "μὴ"], "fearful": ["δεινός", "φοβερός", "φοβοειδής"], "fearless": ["ἀδεής", "ἄτρομος", "ἀταρβής", "ἄδειλος", "ἄδειμος"], "fearlessness": ["ἀφοβία"], "feasible": ["ἑρκτός"], "feast": ["γάμος", "δαιταλάομαι", "ἱστία", "θοίνα"], "feaster": ["θοινάτωρ"], "feasting": ["ἀφεστίασις"], "feathered": ["πτερωτός", "πτερίδιος"], "fecundity": ["πολυγονία", "πολυτοκία"], "feeble": ["ἀβλεμής", "σαβακός"], "feebleness": ["ἀφαυρότης", "ἀλαπαδνοσύνη"], "feed": ["σιτέω", "διαιτάω", "σιτίζω", "συννέμω", "ὀρτυγοτροφέω", "διαβόσκω", "διαποιμαίνω", "ἐννέμω", "λαγωτροφέω", "νεμέθομαι"], "feeder": ["βοσκεών"], "feeding": ["νομός", "νομός", "λεοντοβότος", "θηρονόμος"], "feel": ["αἰσθάνομαι", "ψηλαφάω", "ὑπερθαυμάζω", "ἀφάσσω", "βλιμάζω"], "feeling": ["πολυχαρής"], "felloe": ["ἴτυς"], "fellow": ["συνέφηβος", "συμπερίπολος", "συνδιάκτορος", "σύγκοσμος", "συγγεοῦχος", "συγγραμματεύς", "συγγυναικονόμος", "συμφυλακίτης", "συμπατρονόμος", "συμπρόβουλος", "συνδαυχναφόρος", "συνέκδικος"], "female": ["ξένη", "θῆλυς", "παστιλλφόρισσα"], "fence": ["καλαμωτή"], "fermentation": ["ζύμωσις", "ἀναζύμωσις", "ζέμα"], "ferocity": ["λεοντεία"], "ferry": ["πορθμός", "πέραμα"], "ferryman": ["πορθμεύς"], "fertile": ["εὔβωλος"], "festal": ["ἑορταῖος"], "fester": ["ἑλκαίνω"], "festering": ["παλιγκότησις"], "festival": ["ἑορτά", "φαλληφόρια", "γυμνοπαιδίαι", "κυβερνήσια"], "festive": ["εὐωχητικός", "θιασώδης"], "festoon": ["χαλαστόν"], "fetch": ["ἄγω", "ὑλάζομαι", "ὑπερευρίσκω"], "fetlocks": ["κυνήποδες"], "fetter": ["πεδάω", "δίδημι", "πεδίζω", "πέδη", "γυιοπέδη", "ἰχνοπέδη", "αὐτοπέδη", "γυιοπέδα", "ποδοπέδη", "σφαλίζω", "σκελοπέδη"], "fettered": ["ἔμπεδος"], "feud": ["ἔχθρα"], "fever": ["καυμός", "κραῦρα"], "feverish": ["θέρμη", "πυρετώδης", "πυρεκτικός"], "few": ["ὀλίγος"], "fibrous": ["ἱμαντώδης", "ἰνώδης"], "fickle": ["ἀλλογνώμων", "εὐμετάγνωτος"], "fictitious": ["πλασματώδης"], "field": ["στρατεύω", "ἀγρός", "γεώργιον", "τόπιον"], "fierce": ["χαροπός", "θυμώδης", "ἀγριόνους"], "fiery": ["πυρόεις", "πυροειδής", "ἐπιφλεγής", "πυρωτός", "αἰθωπός", "φλεγματόεις", "πυράϊνος", "πυραιθής", "πυριβόλος"], "fifteen": ["πεντεκαίδεκα"], "fifteenth": ["πεντεκαιδέκατος"], "fifth": ["πέμπτος"], "fiftieth": ["πεντηκοστός"], "fifty": ["πεντήκοντα", "πεντηκοντάς"], "fig": ["ἁμαδέον", "φορμύνιος", "καλλιστρούθια", "κιρροκοιλάδια", "ἀρακόειος", "δαμαρίππεως"], "fight": ["μαχάω", "πόλεμος", "μάχη", "πολεμίζω", "μάχομαι", "διάμιλλα", "διακυρίττεσθαι"], "fighter": ["ἀθλητήρ"], "fighting": ["πόλεμος", "ἔντεα", "σύμμαχος", "σιδηροχάρμης", "ἐνδομάχας"], "figure": ["εἶδος", "σχῆμα"], "filch": ["παρακλέπτω"], "file": ["ῥινίζω"], "filings": ["διάξυσμα", "περίσμημα"], "fill": ["πίμπλημι", "θυόω", "ὑποπίμπλημι", "παραπίμπλημι"], "filled": ["ἱερός", "πλέως", "ἐπιστέφω"], "fillet": ["κορυφιστής"], "filling": ["πλησίστιος", "ἀναπλήρωμα"], "filter": ["ἀθέλδω", "ἀθελβάζω", "ἐξητριάζω"], "filth": ["ἀπόλυμα"], "filthiness": ["πιναρότης"], "filthy": ["κακόρρυπος"], "fin": ["βράγχιον"], "find": ["εὑρίσκω", "ἐφευρίσκω"], "fine": ["ἑανός", "ποινίον"], "finish": ["ἄνω", "ἄνω", "τελευτάω"], "finished": ["τέλειος"], "finishing": ["τελευτή", "περασμός", "τελέσιος"], "fire": ["πῦρ"], "firm": ["στάδιος", "ἀσφαλής"], "firmly": ["στάδιος", "ἑστηκότως", "ἐστηριγμένως"], "first": ["πρῶτος", "ἄρχω", "ἀρχή", "πρίν"], "fish": ["βόα", "λεῦκος", "ἰχθύς", "βάτος", "ποικιλίας", "κορακεύς", "ὀψάριον", "ἁλιεύω", "ἴκταρ", "λεβίας", "καμασῆνες", "δελκανός", "δρακόντιον", "δρομίας", "πύτινος", "ἀτταγεινός", "πεμφηρίς", "βλεψίας", "πλατανιστής", "λυχνίσκος", "ἐλλοπιεύω", "ἀκονίας", "πεπρίλος", "τριγόλας", "κιρρά", "χρέμψ", "κόλλουρος", "λελικκός", "κορίαξος", "κραπαταλός", "σμέρδ[ν]ος", "σάκουτος", "πάν", "θύμαλλος", "κεντρίσκος", "γυλίσκος", "κάππαρος", "ἰχθῦς", "ἀών", "βάρακος", "βεμβεύει", "βλάσκει", "βότις", "βόωψ", "βούφθαλμος", "βούρυγχος", "βραχυκέφαλος", "ἐξορμιστόν", "ἐγχυλης", "ἐλεφιτίς", "ἐλεγῖνος", "ἐλλοπίης", "φωλίς", "γάδος", "γάζας", "γαρίσκος", "γαρῖνος", "γριπεύω", "ἰωνός", "χρόμις"], "fisher": ["γριπεύς", "γαγγαμεύς"], "fisherman": ["θαλασσεύς", "γρίπων", "ἀμφιβολεύς", "ὁρμιατόνος", "ὑδροθήρας", "ἰχθυοθήρας", "κυρτοβόλος"], "fishing": ["ἁλιεία", "ἀγρευτήρ", "ὑδροθηρία", "ἰχθυΐα", "ἰχθυοθηρία"], "fishmonger": ["ἰχθυοπώλης", "ἰχθυομετάβολος", "ὀψαριοπώλης"], "fissure": ["ῥαγάς", "ἐπίρρηξις", "ῥηγμός"], "fist": ["πυγμή", "γρόνθος"], "fit": ["ποτός", "ἀρετάω", "ἐναρμόζω", "ἐναραρίσκω", "ἐπαρτύω", "ἀνθαρμόζω", "πλευστικός"], "fitly": ["ἡρμοσμένως"], "fitness": ["καιρός"], "fitting": ["καιρός", "ἐπιεικής", "ἐναρμογή"], "fittingly": ["συναρμοττόντως", "ἀναλογούντως", "προσηρμοσμένως"], "five": ["πέντε", "πεντάπλεθρος", "βούβαστις", "καρδιᾶτις", "πεντάσχοινος", "πενταστάτηρος"], "fix": ["πείρω", "πήγνυμι", "ἐμπήγνυμι", "ἐνστηρίζω", "διαπήγνυμι"], "flaccid": ["βλαδαρός"], "flame": ["φλόξ"], "flaming": ["φλογολαμπής"], "flap": ["ἐπιπτυχή"], "flash": ["ὑπαστράπτω"], "flashing": ["στέροψ", "νῶροψ", "φλογόεις", "ἀστραπηφόρος", "σελαγή"], "flat": ["πλάτη", "πλακόεις", "πλακίτης", "ἀνάπτωτος", "βασμιαῖος", "ἐνεπίπεδος"], "flatter": ["γλωσσοχαριτέω"], "flatterer": ["αἰκάλος"], "flattery": ["θωπεία"], "flatulence": ["ἀνεμία", "κενόπρησις"], "flavour": ["σμυρνίζω"], "flax": ["βύσσος", "καρπάσιον"], "flay": ["ἐκβυρσεύω", "καταδέρω"], "flea": ["ψύλλα", "ψύλλος"], "flecked": ["πολιός"], "flee": ["δίω", "τρέω", "φεύγω", "ἀντιφεύγω"], "fleece": ["κῶας", "νάκος"], "fleecy": ["μαλλωτός", "εὔποκος", "τριχόμαλλος", "εὐληνής"], "fleet": ["ταχύς"], "fleetness": ["τάχος"], "flesh": ["σάρξ"], "fleshy": ["σαρκώδης", "κρεώδης", "βαθύσαρκος", "σάρκειος"], "flexibility": ["εὐκάμπεια", "εὐκαμψία"], "flexible": ["καμπτός", "εὔκαμπτος", "εὐλύγιστος"], "flight": ["δίω", "ποτή", "ποτή", "μάχη", "φεύγω", "τροπόω", "τροπόω", "φοβέω", "φυγή", "φόβος", "πτῆσις", "πότημα", "πτέσθαι"], "fling": ["λιθάζω", "προενσείω"], "flit": ["ποτάομαι", "ἐπανθεμίζω"], "float": ["περινάω", "ἐναιωρέομαι"], "flock": ["μαλλός", "ποίμνη", "πῶυ", "κροκύς"], "flog": ["ἱμάσσω", "ἱμάσκω"], "flood": ["κατακλυσμός"], "floor": ["πλακάς"], "flourish": ["ἐπιθάλλω"], "flow": ["νάω", "ῥέω", "μύρω", "ῥύσις", "ἀντιρρέω", "παρεισρέω", "συνεκρέω", "κυμάτωσις", "ἐπιρρευματισμός"], "flower": ["ἄνθος", "ἄνθος", "βαῦ"], "flowerless": ["ἀνανθής"], "flowery": ["ἀνθεμόεις"], "flowing": ["ναματιαῖος", "ῥεῦσις", "νάτωρ"], "fluctuate": ["κλυδάζομαι"], "fluctuation": ["ἐπικυμάτωσις"], "fluid": ["ῥοϊκός"], "flushed": ["αἱμωπός", "αἱμηρός"], "flute": ["αὐλέω", "αὐλομελῳδία", "φῶτιγξ", "γίγγλαρος", "μάρδος"], "fly": ["ποτάομαι", "πέτομαι", "πετάννυμι", "μυῖα", "πτερυγόω", "ἀητέομαι", "ἐπιποτάομαι", "ἡλιοκεντρίς"], "flying": ["ποτή", "ποτή", "πωτήεις"], "foal": ["πῶλος"], "foam": ["ἀφρός", "ἀφρέω", "ἀφρίζω", "δροσία"], "foaming": ["ἀφρισμός"], "fodder": ["χιλοποίωμα", "χιλοποιόω"], "foetus": ["συλλημμα", "ὑπέμβρυον"], "fold": ["ἔπαυλος", "πτύγμα", "συμπτύσσω", "στολίδωμα", "πτυχά", "πυκτίζω"], "folded": ["πτυκτός", "συνεπτυγμένως"], "foliage": ["φύλλωμα"], "folk": ["γένος", "στρατός", "λαός"], "follow": ["ἕπομαι", "ἀκολουθέω", "παρακολουθέω", "ἐξακολουθέω", "Ἀριστοτελίζω"], "following": ["κάτος", "ἀκολούθησις", "ἐπακόλουθος", "ὀπισθοπόρος"], "folly": ["μάτη", "μωρία", "ἀεσιφροσύνη", "κακοφραδία", "ἀασιφρονία", "ἀφροσύνα", "κακοφροσύνη"], "foment": ["ἀποπυριάω", "ἐναιονάω"], "fond": ["λογάω", "φίλιος", "πόθος", "ποθή", "ἀγαπάω"], "food": ["τροφή", "σιτέομαι", "σιτέω", "βορά", "βρώμη", "εἶδαρ", "μακτήριον"], "fool": ["κόροιβος", "μωρίων"], "foolish": ["ἄνοος", "φλυαρώδης", "νήφρων"], "foot": ["πούς", "πεζός", "βάσις", "ἀκρόβασις", "πόδιον"], "fop": ["ὡραϊστής"], "foraging": ["προνομή"], "forbearance": ["ἀνεξικακία"], "forbid": ["ἀπαγορεύω", "ἀπαυδάω", "ἀπεννέπω"], "forbidden": ["ἀπόρρητος", "ἀσυγχώρητος"], "force": ["βιάω", "βιάζω", "ἀνάγκη", "βία", "ἀναγκάζω", "ἀλλᾶς", "ἀπειλέω", "προσαναγκάζω", "ἐξαναγκάζω", "ἐμπνοή", "εἰσαναγκάζω", "προβιάζομαι", "ἐκστροφόω"], "fore": ["πρότερος", "ἄωρος", "ἐμπρόσθιος"], "forearm": ["πῆχυς", "πᾶχυς"], "forebode": ["οἴομαι", "ἐποιωνίζομαι"], "forehead": ["μετώπιον"], "foreign": ["ξένος", "πέρα", "ξένη", "ἀλλόδημος", "ἀλλοτέρμων", "ξενήκουστος", "ἐξωτικός"], "foreigner": ["ξένος", "ξένος"], "foreknow": ["συμπρογιγνώσκω"], "foreknowledge": ["πρόγνωσις"], "foreland": ["ἄκρα"], "forelock": ["προκόμιον"], "foremost": ["πρόσθιος"], "foresee": ["προβλέπω", "προαθρέω"], "foreseen": ["προφανής"], "foresight": ["προμάθεια"], "forest": ["ὕλη"], "forester": ["ὑλειώτης"], "foretaste": ["προϋποκατασκευή"], "foretell": ["προεῖπον", "προθεσπίζω"], "forethought": ["προβούλη", "προβουλή"], "forewarning": ["προάγγελμα"], "forge": ["ἐσχαρεών"], "forger": ["πλαστογράφος", "ὀπτευτήρ"], "forgery": ["πλαστογραφία"], "forget": ["ἀμελέω", "ληθαργέω", "λῆστις", "ἐπιλάθω"], "forgetful": ["λήθαργος", "ἀμνάμων"], "forgetfulness": ["ἀμνηστία", "ἐπιλησμονή", "ἀμνημοσύνη", "λησμοσύνη", "λαθιφροσύνη", "ἀμνησία", "μετεωρία"], "forgiving": ["ἀμνησίκακος"], "fork": ["διχάλα"], "forked": ["διχοφυής"], "form": ["φύσις", "τάσσω", "φυλάζω", "εἶδος", "μεσόω", "σχῆμα", "ἰδέα", "διατυπόω", "προσπλάσσω", "προτυπόω", "ἀπομόρφωσις"], "formation": ["διασχημάτισις"], "former": ["πρότερος", "ἕνος", "ἕνος"], "formerly": ["πρίν"], "formless": ["ἀειδής", "ἀνείδεος"], "formula": ["φορμαλεία"], "forsake": ["λείπω", "ἐκπρολείπω"], "forsaken": ["μόνος"], "fort": ["ἀποφαίνω", "ἐπιτείχισμα", "πυργοκάστελλον"], "forth": ["φύω", "ἐράω", "δείκνυμι", "ἀφίημι", "πρό", "ἐπιφαίνω", "πηγάζω", "προφάω", "κυκλέω", "ἀποφαίνω"], "forthwith": ["τάχα", "αὐτίκα"], "fortieth": ["τεσσαρακοστός"], "fortification": ["ἐκτειχισμός", "ὀχύρωσις", "διοικοδόμησις"], "fortify": ["ἀσφαλίζω", "ὀχυρόω", "ἀποχυρόω", "ἀνοχυρόομαι", "κατασφαλίζομαι", "κατατειχίζω"], "fortress": ["οὐρεῖον", "ὄχμος"], "fortunate": ["εὔκληρος"], "forty": ["τεσσαράκοντα"], "foster": ["τροφεύς"], "foul": ["χράω", "χράω"], "foundation": ["ὑποστάθμη", "θεμελίωσις", "κρηπίδωμα", "κτισμός", "πρωτοστάσιον", "ὑπολογή", "ὑποσκευή"], "founder": ["κτίστης", "καταβολεύς", "γενάρχης", "κτίστωρ", "προκατάρχης", "θεμελιωτής"], "four": ["πέμπτος", "τέσσαρες", "ἐπιξεναγία", "τετράσχοινος", "τετρα"], "fourteen": ["τεσσαρεσκαίδεκα"], "fourth": ["τέταρτος", "τέτρατος"], "fowl": ["καίμιον", "νοσσὰς", "ὀρταλίς"], "fowler": ["ἰξευτήρ"], "fox": ["κίναδος", "βασσάρα", "κίραφος", "λάμπουρις"], "fraction": ["ποστημόριον"], "fracture": ["κάταξις", "σύντριμμα", "ἀγμός", "ῥωγμή", "ἐπίθλασις"], "fragment": ["ἀγή", "ἀγή", "ἄγος", "κέρμα", "θραῦμα", "κάταγμα", "ἄγμα", "ἀπόρρηψμα", "ἀποσπασμάτιον", "διάρρηγμα", "λάκημα", "θρύλιγμα", "ψωμάριον"], "fragrant": ["θυόω", "μυριστικός"], "frame": ["τεκταίνομαι", "Ἁρμονίζω", "φυσόβαθρον", "περίπηγμα"], "frankincense": ["λιβανωτός", "λάριμνον", "μοκρότου"], "frantic": ["ἐπιβρόντητος"], "fraud": ["μηχανοπανουργία", "πηνήκισμα"], "free": ["ἀπαλλάσσω", "ἐλεύθερος", "λύω", "ἐλευθερόω", "ἐλευθερικός"], "freedman": ["ἐξελεύθερος", "ἀπελευθεριωτής", "ἀπόδουλος", "δουλελεύθερος"], "freedom": ["ἐλευθερία"], "freeze": ["στιβιάω"], "freezing": ["ἐκπηκτικός", "πηκτικός"], "frenzied": ["θειάζω", "θυσιάς"], "frenzy": ["μανία", "μανία", "φρενιτισμός"], "frequent": ["ἀγοράζω"], "fresh": ["νέος", "καινός", "νεότρητος", "νεοειδής", "νηρός"], "freshness": ["ἀκεραιότης"], "fret": ["σητάω"], "work": ["ἔργον", "τέχνη", "δράω", "δράω", "πόνος", "πονέω", "ἐργάζομαι", "ἀσκέω", "κάμνω", "μισθαρνέω", "προπονέω", "προκάμνω", "δέψω", "καταχαλκεύω", "ἐπιμοχθέω"], "friction": ["πρόσκοψις"], "friend": ["ξένος", "ξένος", "φιλιάζω", "ξενόω"], "friendless": ["ἄφιλος", "ἀφέταιρος"], "friendly": ["φίλιος", "φιλία", "φιλικός", "εὐωπός", "ἀσπαστικός"], "friendship": ["φιλία"], "frighten": ["δειματόω", "καταπτοέω", "ταρμύσσω"], "frightful": ["ἀτυζηλός", "μορμωτός"], "frigid": ["ἀπόψυχος"], "fringe": ["κόσυμβος"], "fringed": ["τερμιόεις", "ἀχλυόπεζα", "ἐξίστως", "θυσανοειδής"], "frock": ["ἐγκόμβωμα"], "frog": ["βάτραχος"], "frolic": ["ἄταλμα"], "front": ["πρότερος", "πρό"], "frontlet": ["προκόσμιον"], "frost": ["παγετός"], "frosty": ["παχνήεις"], "frothy": ["ὕπαφρος", "ἔπαφρος"], "fruit": ["μῆλον", "καρπός", "καρπός", "καρπόω", "κάρπωμα", "κάρπευμα"], "fruiterer": ["ὀπωροκάπηλος", "ὀπωροπώλης", "πωμαρίτης"], "fruitful": ["φοράς", "εὔκαρπος", "πολύκαρπος", "κατάκαρπος", "φόριμος", "γονόεις", "γονιμώδης", "καρπώδης", "οὐθατόεις"], "fruitfulness": ["εὐκαρπία", "εὐγονία"], "fruitlessly": ["μάτην"], "fry": ["ἀποπυρίς", "ἐπιτηγανίζω"], "fugitive": ["πρόφυξ", "δραπέτας"], "fulfil": ["πράσσω", "τελευτάω", "τελέω", "ἀμπίπλημι"], "fulfilled": ["τέλειος", "τελεστός"], "fulfilment": ["ἄνη", "τέλος"], "full": ["μήν", "μήν", "πλέως", "πλέος", "πίμπλημι", "ἄνθη", "πλήθω", "μεστός", "ἁδρόχωρον", "αὐτοουσία", "πλήσμη", "πληροσέληνος"], "fuller": ["ἡλιαστής"], "fully": ["κατασκευάζω"], "moon": ["Ἰώ", "μήνη", "μηνάς", "Γλαυκώ", "μέσπλη", "μήνα", "σελάνα", "σεληνίτης"], "fulness": ["πληθώρη"], "fumigate": ["θειόω", "θεειόω", "ὑποθυμιάω", "ἀποκαπνίζω", "παρατμίζω", "θυμιατεύω"], "fumigation": ["ἀποθείωσις", "ὑποθυμίασις", "ἀποκαπνισμός", "ἐγκαπῆ", "ὑποκαπνισμός", "ὑποθυμίαμα"], "funeral": ["τάφος", "θάπτω", "προπεμπτήριος", "ἐπικηδεία", "μνηματίτης"], "funnel": ["ἐλιχώνη", "χοάνη", "χωνεῖον"], "furious": ["μαίνομαι"], "furiously": ["περιζαφελῶς"], "furl": ["ὑποστολίζω"], "furlong": ["στάδιον"], "furnace": ["καμινώ", "καμιναία", "πυραίθουσα"], "furnish": ["χράω", "δοκόω", "παρέχω", "τροπόω", "κατασκευάζω", "πυλόω", "τεκνόω", "τριχόω", "προσκατασκευάζω", "ἀντιπαρέχω", "ἐλλυχνιάζω"], "furrow": ["αὖλαξ", "ὄγμος", "τμήγας", "ὦλξ", "ὠλκα"], "furrowed": ["αὐλακόεις"], "further": ["πέρα", "πέρα", "καίτοι", "οὐκέτι", "πρόσω", "ἐπιπίστωσις", "ἐπέκθεσις"], "furthest": ["ἄκρος", "ἔσχατος"], "future": ["λοιπός", "πρόσω"], "gable": ["ἀέτωμα"], "gadfly": ["οἴστρος"], "gaiety": ["μνησιχάρη"], "gain": ["κτάομαι", "ἐπικτάομαι", "κατακυριεύω", "κερδίξω"], "gainful": ["ἐϋκερδής"], "gall": ["σφαιρίον"], "gallery": ["συντομή"], "gallows": ["πανουργικὸν"], "gamble": ["διαπεττεύω"], "game": ["παιδιή"], "gangrene": ["γάγγραινα", "ἀποσφακέλισις"], "gangway": ["πάρηξις"], "gaoler": ["δεσμοφύλαξ", "εἱρκτοφύλαξ", "εἱργμοφύλαξ"], "gap": ["διασφαγή"], "gape": ["ἐγχάσκω", "προσχάσκω", "ἐκπλίσσομαι"], "garden": ["κήπευμα", "λαχάνιος", "κηπίδες", "παδόεις"], "gardener": ["κηπεύς", "κηποκόμος", "παραδεισάριος"], "gardening": ["φυτοσκαφία", "κηπουργία"], "gargle": ["ἀναγαργαρίζω", "ἀναγαργάρισμα", "ἀναγαργάριστον", "ἀνακογχύλισμα", "γαργαρίζω", "προσκογχυλίζομαι"], "garlic": ["ἐλαφόσκορδον"], "garment": ["ἔσθος", "εἷμα", "ἔνδυμα", "ἔσθημα", "περίβλημα", "ἀμφίασις", "παράλασσις", "κάρτη", "ἰστρίδες", "ἡμιφωσώνιον", "Ἀτταλιανόν", "ἐσθάς", "ἔλατρον", "δίλασσον", "βύνητος", "ἀμφίασμα", "συρία"], "garrulity": ["λαλιότης"], "garrulous": ["γλώσσαργος"], "gasp": ["ὑποσπαίρω"], "gate": ["πύλη", "πυλών", "πύλα"], "gather": ["συμφέρω", "συνάγω", "συκάζω", "ἐκκαρπόομαι", "προαθροίζω", "κύπηρις", "συντρυγάω"], "gathering": ["ἀγών", "ἀγορά", "σύναξις", "ἐπισυναγωγή", "ὁμάγυρις"], "gauge": ["περιστομίς"], "gaze": ["θεάομαι", "θηέομαι"], "gear": ["ἔντεα"], "gem": ["ἀνθρακίτης", "βουκαρδία", "δροσόλιθος", "κνηκίτης", "παιανῖτις"], "general": ["στρατηγέω", "πανήγυρις", "καθολικός"], "generally": ["ἐπίσυχνος"], "generate": ["ἐκφύω", "ἐγγεννάω", "θηλυγονέω"], "generation": ["ἀπογέννησις", "γενεσιουργία", "γονά", "γονεία"], "generative": ["φύτιος", "γεννήεις", "ζωοποιητικός"], "generous": ["εὔδωρος", "πλουσιόψυχος"], "gentle": ["ἡσυχαῖος", "ἀκασκαῖος", "εὐκραής", "μειλιχώδης", "πραύς"], "gentleness": ["ἠπιότης"], "gently": ["ἄκασκα"], "geography": ["γεωγραφία"], "geometrical": ["γεωμέτρητος"], "geometry": ["γεωμετρία"], "germinate": ["διαφύομαι"], "gesticulate": ["μορφάζω", "χειρονομέω", "ἐπιχειρονομέω"], "get": ["πάομαι", "κτάομαι", "παρασκευάζω", "εἰσδύνω", "ἀργυρίζομαι", "διανομοθετέω"], "giant": ["ἱππόφλομος"], "gift": ["δόμα"], "gigantic": ["Γιγάντειος", "Γιγαντώδης"], "giggle": ["τριγλίζω"], "gild": ["χρυσόω", "ὑποχρυσόω", "ἐγχρυσόω"], "gird": ["πυργόω", "ζώννυμι", "ἐνζώννυμι"], "girded": ["ζωστός"], "girdle": ["σύζωμα", "διαζώνη", "ἐπιζώστρα", "παραζώνη", "ὑποζώνη", "ζώνα"], "girl": ["κόρη", "παρθένος", "ἄκρεα", "νεοσσίς"], "girlish": ["κορασιώδης"], "give": ["δίδωμι", "χωρέω", "ἐπαινέω", "δικάζω", "ἀποδίδωμι", "ἐνδίδωμι", "μαρτυρέω", "εἴκω", "παραδίδωμι", "λυπέω", "ἐγγυάω", "προσδίδωμι", "ἀπογεύω", "κυδαίνω", "γαμίζω", "κεφαλαργία", "προσσυνοικίζω", "ἀναγεύω", "συσκύλλομαι"], "giver": ["δωτήρ", "δώτωρ", "δότειρα", "δωρητήρ", "Δωτώ"], "glad": ["χαίρω"], "gladden": ["ἱλαροποιέω"], "gladiator": ["ἀνδαβάτης"], "gladly": ["φίλως"], "gleam": ["θέω", "διαστίλβω", "παραστίλβω"], "gleaming": ["γλαυκός", "ἦνοψ", "γανάεις"], "glean": ["ἐπικαρπολογέομαι"], "glen": ["βᾶσσα"], "glimmer": ["παραλάμπω"], "globe": ["τροχαλεῖον"], "glorify": ["καταγλαΐζω"], "glorious": ["ὕπατος", "κυδήεις", "μεγαλοκλεής", "μεγαύχητος"], "glory": ["χάρις", "ἀριπρέπεια", "ἐπιδοξότης"], "gloss": ["ἀπροσέγγιστος"], "glow": ["σελάσσομαι"], "glowing": ["ζώπυρος"], "glue": ["κόλλα", "συγκολλάω", "κατακολλάω", "γλία", "γλοία", "κολλητήριον", "παρακολλάω"], "glut": ["ἀσάω"], "glutinous": ["γλοιώδης", "κολλητικός", "γλισχρώδης"], "glutton": ["φάγος", "φάγων", "λάχνος", "φαγᾶς", "φαγέσωρος", "γαστεροπλήξ", "παντοφάρυγξ"], "gluttonous": ["βορός", "λίχνος", "γαστρίμαργος", "λαφύστιος", "κατάγαστρος", "λαρυγγικός", "λείξουρος"], "gluttony": ["γαστριμαργία", "ἀδηφαγία", "λαιμαργία", "μαργοσύνη", "λαφυγμός", "λείν"], "gnash": ["μυλιάω", "συμβρύκω"], "gnat": ["σέρφος"], "gnaw": ["γραίνω"], "gnawing": ["ἐπιδακνώδης"], "go": ["ἵημι", "ἔπειμι", "ἀνίημι", "εἴσειμι", "ἐφίημι", "ἔρχομαι", "ἐξίημι", "ἡγέομαι", "ἀφίημι", "μέτειμι", "νέομαι", "ἄπειμι", "παρίημι", "καθίημι", "βαίνω", "ἱκάνω", "πάρειμι", "κυκλάζω", "παρέρχομαι", "οἴχομαι", "καταβαίνω", "ἐξέρχομαι", "κίω", "νοστέω", "ἴσκω", "πεζεύω", "περιτέλλομαι", "νυκτοπορέω", "παρανέομαι", "κατανίσσομαι", "ἐπιδιαφέρομαι", "παρεξαμείβω", "εἴσομαι"], "goat": ["κάρα", "αἴξ", "καρανώ", "κνήκων"], "goblet": ["φιάλα"], "god": ["θεός", "ναός", "ναός", "θεῖος", "θεῖος", "δαίμων"], "goddess": ["θεά", "δαίμων", "θέαινα"], "godlessness": ["ἀθεότης"], "godliness": ["θεοφροσύνη"], "godly": ["κατάθεος"], "going": ["ἵημι", "σεύω", "μέλλω", "πρόσοδος", "ἀποδημία", "πρόπολος", "ἐκδημία", "μεσοπόρος", "εἰσόδιος", "ἴεσις"], "gold": ["χρύσεος", "χρυσός", "σάτρα", "ἄγχουρος", "γλουρός", "τάγχαρας"], "golden": ["χρύσεος", "χρυσόω", "ἔγχρυσος", "χρυσαστράγαλος"], "goldsmith": ["χρυσοτέκτων", "χρυσοποιός", "χρυσουργός"], "gone": ["πάλαι"], "good": ["ἔοικα", "ἀγαθός", "ἀρετάω", "ἀγαθόω", "ἐσθλός"], "goodness": ["ἀρετή", "ἀγαθότης", "ἐσθλότης"], "goose": ["χάν", "χηνέρως"], "gore": ["βρότος", "βρότος"], "gory": ["βροτόεις"], "gossip": ["λέσχημα", "λεσχηνεία", "περιλάλησις"], "gossiping": ["κουρεακός"], "gourmand": ["τένθης", "λαφύκτης"], "govern": ["διαιτάω", "κατακοιρανέω"], "governor": ["ἡγεμονεύς", "τοπάεις"], "gown": ["συνθεσίδιον"], "grace": ["χάρις"], "gracefully": ["ἐρρυθμισμένως"], "gradual": ["ἐξεχής"], "graft": ["ἐμφύλλιον", "ἐπίπηξ"], "grain": ["ἅλς", "ἅλς", "σῖτος"], "granary": ["ὅρριον", "σιταποδοχεῖον", "σιτοδόκη", "σιτοφυλακεῖον", "σιτοθήκη"], "grandfather": ["πάππος"], "grandmother": ["τήθη", "μήμη", "νίννη"], "grandson": ["ἔγγονος", "υἱωνός", "παιδόπαις"], "grant": ["δίδωμι", "παρέχω", "παραδίδωμι", "προομολογέω", "παρομολογέω"], "grape": ["ῥάξ", "ἀμπέλινος", "δακτυλίς", "τορνία", "ζειρατείς"], "grasp": ["αἱρέω", "συναιρέω", "δράσσομαι", "περιδράσσομαι", "πορπακίζομαι", "ἐνδράσσομαι"], "grasping": ["λαβή", "δραγμός"], "grass": ["πόα"], "grasshopper": ["τρωξαλλίς", "καλαμαία", "ἑρπυλλίς"], "grassy": ["ποιήεις"], "gratification": ["ἀσμενισμός"], "gratify": ["χαρίζομαι", "προσχαρίζομαι"], "grating": ["κοσκίνωμα"], "gratuitous": ["προίκιος", "προικιμαῖος"], "gratuity": ["ὔχηρος"], "grave": ["κολωνία", "τάφιος"], "gray": ["πολιός"], "graze": ["χραύω", "γράφω", "νομάζω", "παραξέω", "ἐπιβόσκομαι", "λιδρίον", "ὀρεινομέω", "παρεπιψαύω"], "grazier": ["προβατευτής"], "grazing": ["ἐπιλίγδην", "λίγδην", "ἐπιψαύδην"], "greasy": ["ἔλλιπος", "πινώδης", "οἰσυπώδης"], "great": ["γάρ", "μέγας", "ὅσος", "πλῆθος", "πλεῖστος", "ἄπλητος"], "greatly": ["μάλα"], "greatness": ["μέγεθος"], "greed": ["σφιγγία"], "greedily": ["ἁρπακτί"], "greediness": ["λαιμαργότης"], "greedy": ["ἄβορος", "τρωκτικός"], "green": ["ὑαλώδης"], "greengrocer": ["ιον", "καυλοπώλης", "λαχανᾶς", "λαχανοπράτης"], "greet": ["ἄντομαι", "ἀγαπάω", "δεξιόομαι"], "greeting": ["παραφθεγκτήρια"], "gregarious": ["συναγελαστικός"], "grey": ["πολιός", "φαιός", "Σπανός", "γλαυκοειδής", "λευκομέλας"], "grief": ["Ἀχαία"], "grieve": ["λυπέω", "παραλυπέω", "ἄχνυμαι"], "grievous": ["χαλεπός", "πονηρός", "βαρύποτμος", "διαλγής", "ὑπερπαθής", "ἀχθήεις", "ἀχθηρός"], "grievousness": ["ἀργαλεότης"], "griffin": ["γρύψ"], "grimness": ["βλοσυρότης"], "grin": ["προσσαίρω"], "grind": ["καταλέω", "μυλωθρέω", "ἀλετρεύω"], "grisly": ["πολιός"], "grizzled": ["πολιός", "λευκόστικτος"], "groan": ["ἐπιστένω", "ἐποχθίζω", "προμυχθίζω", "στοναχά"], "groove": ["ἐπιτοξίς", "χολέδρα"], "grot": ["χάρμη", "ἀντριάς"], "ground": ["στρατόπεδον", "χῶρος", "χῶρος", "ἕλος", "ἀλητός", "ψαιστός"], "grove": ["ἄλσος", "νάπος"], "grow": ["φύω", "κομάω", "γηράσκω", "ἀλδήσκω", "ἐπιβλαστάνω", "τριχοφυέω", "ὑπαναφύομαι"], "growl": ["ὀμάζω"], "grown": ["φυτόν"], "growth": ["ἄλσις", "βλάστη", "φῦμα", "βλαστημός", "ἄλδη", "παράφυμα"], "grudge": ["ἐπιφθονέω"], "grudgingly": ["ἐφθονημένως"], "gruel": ["λέκιθος", "ἀθάρη"], "grunt": ["γρυλίζω", "γογγρύζω", "γρομφάζω"], "guarantee": ["στυριόω"], "guard": ["φυλακή", "φυλάσσω", "οὖρος", "φύλαξ", "φυλακίς", "Ἀρκτοῦρος", "ἐκφυλάσσω", "τετράδιον", "ἀναφυλάσσω", "ἐντηρέω", "παρακοιμητής", "ὑδροφύλαξ", "χωροφύλαξ"], "guardedly": ["πεφραγμένως"], "guardian": ["οὖρος", "φύλαξ", "φρουρήτωρ", "φροντίστρια"], "guess": ["τοπάζω", "διαστοχάζομαι"], "guest": ["ξένος", "ξένος", "ξενόω", "ξένη", "ξενών"], "guidance": ["καθοδήγησις"], "guide": ["ἡγέομαι", "ἁγέομαι", "ἡγεμών", "εἰσαγωγέω", "ὁδηγός", "καθηγητής", "καθοδηγέω", "καθοδηγός", "συνδιακυβερνάω", "φράστωρ", "ἀφηγητήρ", "ποδηγετέω", "ποδοχέω", "συνοδηγός", "ὑφοδόω"], "guiding": ["ἡγεμόνιος", "ὁδήγησις", "ἱππονώμας", "Ἱππονώμας", "ὁδηγία", "οἰάκωσις"], "guild": ["συντεχνία"], "guileful": ["ὑπόκλοπος"], "guileless": ["ἀκακοήθης", "ἀπάνουργευτος"], "guilelessness": ["ἀκακία"], "guilty": ["αἴτιος"], "gullet": ["οἰσοφάγος"], "gulp": ["καταρροφάνω"], "gum": ["κόμμι", "ὀξυκόμμι"], "gums": ["βάβρηκες"], "gurgle": ["τρυλίζω"], "gush": ["ῥέω", "πηγάζω"], "gut": ["ἐντερεύω"], "guts": ["χόλιξ"], "habit": ["ἔθος", "πολυορκία"], "habitable": ["οἰκήσιμος", "ἐναυλιστήριος", "ἐνοικήσιμος"], "habitation": ["κατοικία", "κατοικισμός"], "habitual": ["νόμος"], "habituation": ["προσεθισμός", "συνεθισμός"], "haft": ["λαβή", "λάβιον"], "hail": ["χαλαζάω", "χάλαζα"], "hair": ["κομάω", "κόμη", "θρίξ", "ἔθειρα", "κόμα", "ὄστλιγξ", "σμῆριγξ", "χαίτα"], "hairdresser": ["κτενιστής", "τριχοκοσμητής"], "hairless": ["ἀπότριχος", "λίποθριξ"], "hairy": ["δάσυθριξ", "ἔντριχος", "ἐπίδασυς"], "days": ["πάλαι", "τριτάω", "ἑπτάς"], "half": ["μεσάζω", "διχάς", "ἥμισυς", "ἡμίνα", "ἡμιμέδιμνον", "ἡμίεκτον", "ἡμίπλεθρον", "ἡμικοτύλιον", "ἡμίσικλον", "ἡμιαμφόριον", "ἡμιχοινίκιον", "ἡμικύαθος", "ἡμιτριβής", "ἡμιτέχνιον", "ἡμιστάτηρον", "ἡμιούγκιον", "ἡμιχώνη", "ἡμιλοχία", "ἡμιχοῖνιξ", "ἡμικόριον", "ἡμικοτύλη", "ἧμιμν", "ἥμιφι", "ἡμιέκτεων", "ἡμιδανάκη", "ἡμίχοον", "ἡμίσκουτον", "ἡμίφατος", "ἡμίξεστον", "ἡμικάδιον"], "head": ["κράς", "κεφαλή", "ἧλος", "κόμη", "κάρα", "κάρα", "κύβη", "κάρηνον", "κύμβη", "κώδεια", "κώδυον", "κωδύα", "θυρσάριον", "κώδυια", "κεφαλά", "κάρη", "μώλυζα", "κρᾶτα"], "slave": ["δουλόω", "δουλικός", "κατάδουλος"], "hall": ["ἐξέδρα"], "hallow": ["ἱερόω"], "hallowed": ["ὅσιος", "ἁγιστός"], "halt": ["σκιμβός"], "halter": ["στραγγαλάω", "αὐχενιστήρ", "καπίστριον", "λωροκάπιστρον"], "halve": ["ἡμισιάζω", "ἡμισεύω"], "ham": ["πέρνα", "πετασών"], "hammer": ["σφῦρα", "κέστρα", "αἶρα", "τυπίς", "ἐπικρουστήριον", "σφυροκόπανον", "ψυχρηλατέω"], "hand": ["πάρειμι", "χείρ", "αὖ", "αὖ", "παρέχω", "αἱρέω", "τέχνη", "δεξιός", "χειρόω", "ἁλίσκομαι", "δεξιά", "προσήκω", "παραδίδωμι", "πάρειμι", "δεξιόομαι", "ἐπιχειρέω", "ἐγγύς", "μάρη", "παλάμα", "ἀκρόχειρον", "χειρόχρηστοι"], "handful": ["δράξ", "δραγμή"], "handicraft": ["σοφός", "βαναυσία", "χειροτεχνία", "βαναυσουργία"], "handicraftsman": ["βαναυσουργός"], "handiwork": ["χειρούργημα"], "handle": ["χράω", "χράω", "λαβή", "κώπη", "παπάω", "λαβίς", "πόρπαξ", "ὑποψαλάσσω", "διαψηλαφάω", "ἕξαμμα", "ἕλκυστρον", "κατωχάνης", "χειρολάβη"], "handmaid": ["θεράπαινα", "θεράπνη"], "handsome": ["μορφάεις"], "hang": ["ἀμόω", "κρήμνημι", "ὑπαρτάω", "κνωδακίζω", "προσκρεμάννυμι"], "hanger": ["ἄορ"], "hanging": ["ἀπηόριος", "αἰωρητός", "περικρεμής"], "hangman": ["ἀγχονιστής"], "hap": ["συμφορά"], "happen": ["τυγχάνω", "τόσσαις", "προτυγχάνω"], "harbinger": ["πρωτάγγελος"], "harbour": ["λιμήν"], "harbourless": ["ἀλίμενος"], "hard": ["διατρίβω"], "harden": ["σκληρόω", "στιφράω", "σκληρύνω", "ἀποσκληρύνω", "ἀποστερεόω", "ἐνσκιρρόω", "κατασκληραίνω", "σκιραίνω", "σκληροποιέω"], "hardened": ["στομωτός"], "hardihood": ["τόλμα", "τολμηρός"], "hardly": ["δυσαυξής", "δυσώμοτος"], "hardness": ["σκληρότης", "σκληρία"], "hare": ["ταχίνας", "λαγώς", "λέπορις"], "harlotry": ["ἑταιρισμός"], "harm": ["βλάπτω"], "harmful": ["βλαβερός"], "harmonious": ["ἐνάρμοστος"], "harmony": ["συγχορδία", "ὁμοκλά"], "harness": ["ἔντεα"], "harp": ["παρίαμβος"], "harper": ["ψάλτης"], "harpoon": ["ἰχθυπόρος"], "harpy": ["ἅρπυια"], "harrow": ["ἀγρεῖφνα", "διβολέω", "ὀξίνα"], "harrowing": ["διβολητός"], "harvest": ["θέριτος"], "haste": ["σπουδάζω", "σπουδή", "ἐπειγωλή", "κατάσπευσις", "θάμβησις"], "hasten": ["δρομόω", "ἐποξύνω"], "hastily": ["κατεσπευσμένως", "σπεργανῆσαι"], "hasty": ["σπευστικός"], "hatch": ["νεοσσεύω", "ἐκνεοττεύω"], "hate": ["μισέω", "ἔχθω", "ἔχθος", "ἐχθραίνω", "μισοποιέω"], "hated": ["ἐχθρός"], "hateful": ["ἐχθρός", "μισητός", "ἀπεχθής", "δυσφιλής", "ἐχθοδοπός"], "hating": ["μισοποιός"], "hatred": ["ἔχθρα", "ἔχθρη", "ἀπέχθεια", "στύγος", "μισαργυρία"], "haughtiness": ["ὑψηλοφρονία"], "haughty": ["ὑψίφρων"], "haul": ["γρῖπος"], "hauling": ["ἀμπρευτής"], "haunt": ["πολέω"], "have": ["δύναμαι", "ἀνθρωπόομαι", "ἥκω", "φρονέω", "ὀφείλω", "ἐπιμελέομαι", "ἀμελέω", "βλέπω", "ἀποφαίνω", "κοινωνέω", "μεταλαμβάνω", "λεπράω", "ἀτροφέω", "ἐπιληπτίζω", "ὀνοβατέω", "ἐπέχω", "γαλακτουχέω", "κατοχεύω"], "hawk": ["κίρκος", "κέρχνη", "μέρμνος", "ἴρηξ", "ὀξυπτέριον", "πέρκος", "πτέρνις", "ὑποτριόρχης"], "hawser": ["ἱμάντωμα"], "hay": ["κάρφη"], "hazard": ["κίνδυνος"], "he": ["Υυ"], "headache": ["κεφαλαλγία"], "headland": ["ἄκρα", "τέλσον", "ἀκροβύθιον"], "headless": ["ἀκέφαλος", "ἀκάρηνος"], "headlong": ["προτροπάδαν"], "headship": ["καθηγεμονία"], "headstrong": ["ἀσύφηλος"], "heal": ["ἰάομαι", "ἀκέομαι", "ἀλθαίνω"], "healer": ["ἀκεστήρ"], "healing": ["φαρμακόω", "ἀκή", "εὐηκής", "παιωνικός", "ἰατικός", "ἀκέσιος", "Παιηόνιος", "ἀφυγιασμός", "ἐπαλθής", "ἰάτειρα"], "health": ["Τηλέφειον"], "healthy": ["εὐχείμερος"], "heap": ["νέω", "θίς", "σωρεύω", "σωρός", "παρανηνέω", "θωμός", "ἐπινηνέω", "κόρθυς", "θημών", "νηνέω", "θημῶν"], "hear": ["ἀκούω", "αἰσθάνομαι", "κλύω", "ἐπακούω", "ἐξακούω", "ἐνακούω", "ἐξαΐω", "ὀΐω", "ὑποκλύω"], "heard": ["ἀκοή"], "hearer": ["ἀκροατής", "διακουστής"], "hearing": ["ἀκοή", "ἄκουσις", "κατήκοος", "ἐπάκουσις", "κατάκουσις", "ἀκοά"], "hearken": ["εἰσακούω"], "hearsay": ["πυνθάνομαι"], "heart": ["θυμός", "τολμάω", "ἐπιθυμέω", "καρδία", "κῆρ", "καρδίη", "κραδία"], "hearten": ["καρδιόω"], "hearth": ["ἑστιάω", "ἑστία", "ἐπίπυρον", "πυρεστία"], "heat": ["ἶδος", "θέρμω", "θέρμη", "θερμότης", "καυσόω", "ἰαίνω", "ἄζα", "ἐνθερμαίνω", "ζεστότης", "ἀνάθαλψις", "ἕλα", "ἐξαύω", "ἐκπυριάω"], "heated": ["ἐκπυρωτός"], "heave": ["περικυμαίνω"], "heaven": ["οὐρανός", "δαιμόνιος"], "heavenly": ["δῖος", "ἐπουράνιος"], "heavy": ["βαρύς", "νωθρός", "βριθύς", "χαλκοβαρής", "ἐπιβαρής"], "hecatomb": ["ἑκατόμβα"], "hedge": ["ἅρπεζα", "καταδρυφάσσω"], "hedgehog": ["ἐχῖνος", "ἀκανθίων", "ἀκανθόχοιρος", "σχόμενος", "χήρ"], "heedlessness": ["ἀφροντιστία"], "heel": ["ἑκατερέω", "πτέρνη", "ἐπίβαλμα"], "heifer": ["μοσχάς"], "height": ["μέγεθος", "ὕψος", "ἀνάστημα"], "heir": ["κληρόνομος"], "heiress": ["ἐπίκληρος", "πατροῦχος"], "hellebore": ["ἑλλέβορος", "ἀντικυρία"], "helmet": ["κράνος", "κόρυς", "τρυφάλεια", "πήληξ"], "helmsman": ["οἰακονόμος", "κυβερνατήρ"], "help": ["ὀνή", "συγκατεργάζομαι", "συνασκέω", "συμποιέω", "συντραγῳδέω", "ἀοσσέω", "συνεισπράσσω", "προσωφέλημα", "συνανακομίζω", "βοαθοέω"], "helper": ["ἀρηγών", "παραστάτις", "συναρωγός", "ἐπαρηγών"], "helpful": ["ἐπαρκής"], "helping": ["ἀλεξίχορος", "χορωφελήτης"], "helpless": ["ἀπάλαμος"], "helplessness": ["ἀβοηθησία"], "hem": ["ὄα"], "hen": ["ἀλεκτορίς"], "hence": ["ἐντεῦθεν", "ἐνθένδε"], "herald": ["ἱεροκῆρυξ", "κάρυξ"], "herb": ["πόα", "φάρμακον"], "herd": ["ἀγέλη", "ἀγέλα", "βουσόη", "ποίμνα", "ποιμανόριον"], "herdsman": ["νομεύς", "ποιμήν", "βοσκός", "βοτήρ", "βούτης", "σημαντήρ", "βουπελάτης", "βουποίμην", "βοοβοσκός", "βοονόμος", "βοσκήτωρ", "φερβήτης"], "here": ["τῇ", "αὐτοῦ", "ὅδε", "ἥκω", "ἐνταῦθα", "τᾷδε", "τεῖδε", "τεῖνδε", "τῆδε", "τουτᾶ", "τουτεῖ"], "hereafter": ["ἔτι", "ὀπίσω", "ἐσύστερον"], "hereditary": ["ἐγγενικός", "παραδόχιμος"], "hermit": ["ἡσυχαστής"], "hero": ["ἥρως"], "heroine": ["ἡρωίνη"], "heron": ["ἐρῳδιός", "πῶυξ"], "hesitatingly": ["μεμελλημένως"], "hew": ["τέμνω", "τέμνω", "πελεκάω", "ἀποπελεκάω"], "hiatus": ["χασμωδία"], "hidden": ["κρυφαῖος", "ἔγκρυφος", "κρύβηλος"], "hide": ["βοείη", "βοεύς", "ῥινόν", "ἐγκρύπτω", "ἀπόδαρμα"], "high": ["ὕπατος", "ὑψοῦ", "ὑψικόλωνος"], "highest": ["ἄκρος", "ἄκρα", "ἄκρον", "ὕπατος", "καθυπέρτατος", "πρεσβηΐς"], "rank": ["λοχαγία"], "road": ["ὁδός", "ὁδός", "ῥούα"], "seas": ["περάω"], "spirit": ["ψυχή", "θυμός", "ἀνδρεία"], "time": ["ποτέ", "ποτέ", "πότε", "ἤδη", "ἤδη", "νῦν", "νῦν", "τότε", "τοτέ", "ἅμα", "ἅμα", "ὅτε", "ὅτε", "καιρός", "πάλαι", "ἔστε", "εἰρήνη", "πω", "πω", "ἡλικία"], "highway": ["ὁδός", "ἀμαξιτός"], "words": ["ἔπος"], "hill": ["ὄρος", "κολωνός", "γήλοφος", "κολώνα"], "hilly": ["βουνώδης", "βοῦνις", "ὀχθηρός"], "hilt": ["προλαβή"], "hinder": ["κωλύω", "βλάπτω", "ἀποκωλύω", "προεέργω"], "hindrance": ["κώλυμα"], "hinge": ["γίγγλυμος", "ἀναστρόφισμα"], "hint": ["προαινίσσομαι"], "hip": ["ἰσχάριον"], "hire": ["μισθός"], "hired": ["μισθωτός"], "servant": ["διάκονος", "ποιπνυός", "κατευναστής", "ὑποδμώς", "κονητής"], "service": ["στρατιώτης", "χρεία", "στρατεύω", "διακονία", "θεοσέβεια", "ὑπηρέτησις", "δρηστοσύνη"], "soldier": ["στρατιώτης", "στρατεύω"], "hiss": ["σίζω", "διασίζω", "ἐπισυρίττω"], "hit": ["οὐτάω", "τυγχάνω", "κυρέω"], "hither": ["ποτάομαι", "ἐνταῦθα", "διαφορά", "δεῦρο", "ἐνταυθοῖ", "τυῖδε", "ὧ"], "hoarseness": ["βράγχος", "βηχία"], "hoary": ["πολιός"], "hoe": ["ἀσκαλίζω", "σκαλίζω"], "hold": ["φιλέω", "τιμάω", "παρέχω", "νομίζω", "ἐκκλησιάζω", "κατέχω", "καταλαμβάνω", "βουλεύω", "ἀπέχω", "ἐπίσχω", "ἐνέχω", "προκατέχω", "ἐχέτλιον", "ὄκωχα", "παροσφραίνω", "συνέχω", "σχέθω", "λαμπαδουχέω"], "hole": ["χειά", "τρυμαλιά", "τόρμος", "τρύμη", "ἔκτρησις", "τρῦμα", "τρῦπα", "χειή"], "holiday": ["ἀφέσιμος"], "holiness": ["ἁγίασμα"], "hollow": ["κοῖλος", "αὐλών", "κοιλάς", "γύαλον", "κύτος", "ἔμφωτον", "εὐρυκοίλιος", "κοίλασμα"], "holy": ["ἱερός", "ἄβροτος"], "home": ["οἶκος", "μένω", "δόμος", "οἴκοι", "ἔνδον", "ἑστία", "οἶκόνδε"], "homeward": ["δόμονδε"], "homicide": ["φόνος"], "honey": ["μέλι", "μελίσσειος"], "honeycomb": ["κηρίον", "κηρίδιον", "μελικήριον"], "honeycombed": ["τενθρηνιώδης", "ἀνθρηνλώδης"], "honied": ["μελιτόεις", "μελίχροος"], "honour": ["τιμάω", "τιμή", "χάρις", "θάπτω", "προτιμάω", "γέραδος", "τιμά"], "honourable": ["καλός", "καλός", "ἐπιτίμιος", "ἠθαῖος"], "honoured": ["γεραστός", "τιμάεις"], "hood": ["καράκαλλον"], "hoof": ["ὁπλή", "λαρνακόγυιος", "ὅπλη", "ὁπλά", "ὀνυχιστήρ"], "hook": ["ἁρπάγη", "ἅρπαγος", "ἀγκυρίζω", "ἀγκύρισμα", "ὄγκινος"], "hoopoe": ["ἐποποῖ", "ποῦπος"], "hoot": ["βύζω"], "hop": ["ἀνασκαίρω"], "hope": ["ἐλπίς", "κατελπίζω"], "hopelessness": ["ἀνελπιστία"], "horn": ["κέρας", "κεραία", "φάλος"], "horned": ["κάραβος", "κεράστης", "κεραός", "κεράσφορος", "κερόεις", "κεροφόρος", "κερατῖτις", "κεραώδης", "κερέϊνος", "κεροῦχος"], "hornet": ["ἀνθρηδών"], "hornless": ["μίτυλος"], "horrible": ["στυγερώπης"], "horribleness": ["φρικωδία"], "horse": ["ἵππος", "κόττος"], "horseman": ["ἱππεύς", "ἱπποβάτης", "ἱππευτάς", "ἱππότας"], "race": ["στάδιον", "γένος", "ἔθνος"], "tender": ["σαχνός"], "hospitable": ["Εὔξεινος", "ἐπιξένωσις", "φιλοξενικός"], "hospitality": ["φιλοξενία", "ξενοσύνη", "ξεινοσύνη"], "host": ["στρατός", "ἔθνος", "λαός"], "hostess": ["πανδόκεια", "πανδοκεύτρια"], "hostile": ["πολεμόω", "ἐχθρός", "δυσμενής", "πημονή", "ἀντήεις", "ἐχθρώδης", "ἐχθρικός"], "hot": ["θερμός", "θέρμω", "ἔνθερμος", "δαερός", "θιβρός"], "hour": ["ὥρα"], "house": ["οἶκος", "οἰκία", "βοών", "δόμος", "δεσπότης", "οἴκοι", "πυλών", "ἔνδον", "ἑστία", "δῶμα"], "housekeeper": ["διοικήτρια"], "maid": ["κόρη", "παρθένος"], "how": ["ὅπως", "ὅπως", "πῶς", "πῶς", "ὅσος", "ἐπίσταμαι", "πῆ", "ὁπᾷ"], "however": ["μέντοι"], "howl": ["ὑλάω", "ὠρύομαι"], "huckster": ["παντοπώλης"], "huge": ["τρόφις", "βου-"], "hugeness": ["μεγαλογκία"], "hum": ["τερετίζω"], "human": ["ἱερός", "ἀνθρώπειος", "ἀνθρωπικός", "ἀνδρόμεος", "μεροπήϊος"], "humanity": ["ἀνθρωπισμός", "ἀνθρωποπάθεια"], "kind": ["ποῖος", "ποιός", "ποιός", "ποιός", "τοιοῦτος", "χρηστός"], "humble": ["προσεκταπεινόω"], "humbug": ["βαυκοπανοῦργος"], "humility": ["ταπεινοφροσύνη"], "hundredth": ["ἑκατοστός"], "hungry": ["πρόσπεινος"], "hunt": ["σεύω", "θηράω", "θηρεύω", "κυνηγετέω", "διαθηράω"], "hunter": ["ἀγρεύς", "θηρατής", "θηρευτής", "ἀγρευτής", "θηραγρέτης", "ἀγρεμών", "κυναγέτας", "θηρεύτωρ", "θηροδίωξ", "θηροθήρας"], "hunting": ["θήρα", "θηρεία"], "huntress": ["ἄγρωσσα", "θηράτειρα"], "huntsman": ["κυνηγέτης", "θηροφύλαξ"], "hurdle": ["ὑπέραλμα"], "hurl": ["ἀποπάλλω"], "hurricane": ["πρηστήρ"], "hurriedly": ["ἠπειγμένως", "κατηπειγμένως"], "hurt": ["οὐτάω", "βλάπτω", "συλλυπέω", "ἄω", "ἀταρτάομαι", "συοδήλητος"], "hurtful": ["ἐπιβλαβής", "προσβλαβής", "σινοποιός"], "husband": ["πόσις", "πόσις", "ἀκοίτας", "ὀπυιητής", "συγγαμέτης"], "husbandless": ["ἄνανδρος"], "husbandman": ["ἐργατίνης", "γεώπονος", "ἐργοπόνος", "ἀροτριαστής", "γηΐτης"], "hush": ["σιγάω"], "money": ["μεσεγγύημα"], "husk": ["ἀπολέπισμα"], "hut": ["καλιάς", "κλισίη"], "hymn": ["Ἰηπαιήων"], "hypothetical": ["ὑποθετικός"], "hysteria": ["μητρομανία"], "i": ["οὔτι", "ἐρῶ", "ἐρέω", "ἐρέω", "ἐρέω", "μήτις", "ἀφεστήξω", "ἰωτακισμός"], "iambic": ["ἰαμβεῖος"], "ice": ["κρύσταλλος"], "icy": ["κρυστάλλινος", "ὑδροπαγής"], "ideal": ["αὐτοεξάς", "αὐτοενάς"], "identical": ["ταὐτός"], "idle": ["ματάω", "ἄπεργος", "σχολερός"], "idly": ["μάτην"], "ignominiously": ["ἀικῶς"], "ignorance": ["ἀγνωσία", "ἀγνόησις"], "ignorant": ["ἄπειρος", "ἀπείρων", "ἀπείρων", "ἄγνωτος"], "ignorantly": ["ἀγνοούντως"], "ill": ["κακόω", "φαρμακάω", "νοσέω", "ἀλλοτριάζω", "δυσαυλία"], "illiterate": ["ἀγράμματος"], "illness": ["νόσος"], "success": ["κατόρθωμα", "οὐριότης"], "temper": ["ὀργάζω", "εὐκρατόω", "περικεράννυμι"], "treatment": ["παράλημμα", "ὑποχειρισμός"], "turn": ["ἐξυπτιάζω", "ἀντικλίνω", "ἐπίστρεμμα", "κατατορνεύω"], "illuminate": ["ἐναυγάζω", "ἐπιφωτίζω", "καταφέγγω", "συναυγάζω"], "illumination": ["φώτισις", "ἐναύγασμα", "εὐαυγία", "φωτοφάνεια", "καταφωτισμός", "περιαύγεια"], "usage": ["νόμος", "νόμος", "δίκη"], "illusory": ["ἑτερειδής"], "illustrious": ["μεγαίνητος", "βαθυκλεής"], "image": ["εἰκών", "εἰκάζω", "εἰκόνισμα"], "maker": ["ποιητής", "κωθωνοποιός", "συροποιός", "τευκτήρ"], "imagination": ["ἐμφάντασις"], "imagine": ["δοκέω", "δοξάζω", "οἴομαι", "ἐπιμήδομαι"], "imitate": ["ἀναμιμέομαι", "παραμιμέομαι", "Ἑρμαΐζομαι"], "imitation": ["μίμησις", "ἀπομίμησις", "ἐκμίμησις", "συνακολουθία"], "imitative": ["μιμηλός"], "imitator": ["μιμητής"], "immaterial": ["ἄϋλος"], "immeasurable": ["μυρίος", "ἀπέλεθρος"], "immediate": ["ἀνυπέρθετος"], "immediately": ["ἐπαυτίκα"], "immoderately": ["παράκαιρος", "διακεχυμένως"], "immortal": ["ἀθάνατος", "αἰωνόβιος"], "immortality": ["ἀμβροσία", "ἀθανασία"], "immovable": ["ἀσφαλής"], "immovably": ["ἀκινητί"], "impact": ["ἐπερεισμός", "ἔνρηξις", "πρόπηξις"], "impale": ["ἀνασταυρίζω"], "impalpable": ["ἀναφής"], "impart": ["κοινόω", "ἐπιξυνόω"], "impassable": ["ἀνόδευτος", "ἀνυπέρβατος"], "impede": ["βλάπτω"], "impel": ["ὁρμάω", "ἐλαύνω"], "impenetrable": ["ἀπείρατος"], "imperceptibly": ["λεληθότως"], "imperial": ["ἡγεμονίς"], "imperious": ["ἀρκτικός"], "imperturbability": ["ἀκαταπληξία", "ἀθαμβία"], "imperturbable": ["ἄθαμβος"], "impetuous": ["ἐπιφορικός", "ἀνόρμητος"], "impetuously": ["ἐπαΐγδην", "ὁρμηδόν"], "impetus": ["ὁρμή"], "impious": ["ἀσέβημα", "δυσαγής", "ἀδεισίθεος"], "implacability": ["ἀθελγία"], "implacable": ["ἀνεξίλαστος", "ἄθελκτος", "ἀπρήϋντος"], "implant": ["ἐμφύω", "ἐνριζόω"], "implement": ["ὅπλον", "ὄργανον", "σιδήριον"], "importation": ["εἰσκομιδή"], "imported": ["ἐπαγώγιμος"], "importunate": ["δυσωπητικός", "προσαιτητικός", "προσεδρευτικός"], "impose": ["ἐνεπιτρέπω"], "imposition": ["ἐπιταγή"], "impossible": ["ἄπορος", "ἀδύνατος", "ἀνεγχώρητος"], "impotence": ["ἀστυσία"], "impotent": ["ἄστυτος"], "impotently": ["ἀδυναστί"], "impracticable": ["ἀπραγμάτευτος"], "impregnable": ["ἀπολιόρκητος", "δυσαγώνιστος"], "impregnate": ["ζωόω", "ἐγκυοποιέω", "γονοποιέω", "ὑπεμβρυόω"], "impress": ["ἀποτυπόω", "ἔκμακτρον"], "impression": ["πάσχω", "ἀποτύπωσις", "ἀνάμαξις", "ἀποτύπωμα", "ἐπιχάραγμα"], "impressionable": ["τυπικός", "προσπαθής"], "imprint": ["ἐνσφράγισις"], "improbability": ["ἀπιθανότης"], "impropriety": ["ἀκυρία"], "improvement": ["βελτίωσις"], "improvidence": ["ἀπρονοησία"], "impudence": ["μοθωνία"], "impudently": ["λαιμός"], "impulse": ["ὀργή"], "impure": ["ἀφικτός"], "inaccessible": ["ἀνέμβατος", "ἀπρόσβατος", "ἀπαρόδευτος"], "inaccurate": ["ἀνακριβής", "ἀσυντήρητος"], "inaction": ["ἀπραγία"], "inadmissible": ["ἀπρόσδεκτος", "ἀπαράδεκτος"], "much": ["πολύς", "ἄξιος", "μάλα", "ὅσος", "ἄγαν", "πολύρρυτος", "πολυέψητος", "πολυκυλίνδητος"], "inattentive": ["ἀνεπίστατος"], "inaudible": ["ἀνεπάϊστος"], "incantation": ["ἐπιλάλημα"], "incense": ["ἐπιθυμιάω", "θυμίαμα", "κέρπαθος"], "incessant": ["ἀκατάληκτος"], "incident": ["πάθος"], "incision": ["ἐγκοπή", "ἀποχάραξις", "ἐνσχισμός", "κατάσχασμα", "σχάσμα"], "inclination": ["ἔγκλισις"], "incline": ["προσνεύω"], "inclined": ["ῥοπικός"], "income": ["προσένεγξις"], "incommensurable": ["ἀσύμμετρος"], "incomparable": ["ἀπαράβλητος", "δυσπαράβλητος"], "incompatible": ["ἀσυντρόχαστος"], "incomplete": ["ἀσυντέλεστος", "ἀναπάρτιστος"], "incompletely": ["ἀναπηρτισμένως", "ἐλλειπόντως"], "incomprehensible": ["ἀπερινόητος"], "inconceivable": ["ἀκατανόητος"], "inconclusive": ["ἀσυμπέραντος"], "incongruous": ["ἀπροσφυής"], "inconsiderable": ["ἀναξιόλογος"], "inconsiderately": ["ἀδιασκέπτως", "ἀβουλεί"], "inconsistency": ["ἀπροαιρεσία"], "inconsistent": ["ἀνωμολόγητος"], "incontrovertibly": ["ἀναμφιδόξως"], "inconvenience": ["δυσχρήστημα"], "inconvenient": ["ἀνεύθετος"], "incorruptible": ["ἀδωροδόκητος", "ἀδωροδόκος"], "increase": ["αὐξάνω", "συναυξάνω", "μεγεθοποιέω", "ἐναυξάνω", "πρόσθεμα", "ἀναυξάνω", "ἐξαύξω", "ἐπιπληθύνω", "παραύξη", "συναύξημα"], "incredulous": ["ἀπιστητικός"], "incurable": ["ἀνίατος", "νήκεστος", "ἀνάλθητος", "ἀνυγίαστος"], "indecency": ["δυσπρέπεια"], "indeed": ["οὐ", "μήν", "μήν", "μέντοι", "καίτοι", "ὅγε"], "indefinite": ["ἀοριστώδης"], "indelible": ["ἀνεξάλειπτος", "ἀνέκπλυτος", "ἀνέκνιπτος", "ἀνέκτριπτος", "ἀνεξίτηλος"], "indescribable": ["ἀδιήγητος", "ἀδιεξήγητος"], "indestructible": ["ἀνώλεθρος"], "indicate": ["φράζω", "ἐπιδηλόω", "ἐναποσημαίνω", "σαμαίνω"], "indication": ["ἔνδειξις", "παρασημασία", "σᾶμα"], "indictment": ["ἀναυμαχίου"], "indifference": ["ἀδιαφορία"], "indigestion": ["ἀπεψία", "δυσπεψία", "δυσκατεργασία"], "indignant": ["σχετλιασμός"], "indignation": ["βρίμωσις", "ἐμβρίμημα"], "indiscriminately": ["συγκεχυμένως"], "indisposition": ["νωθρίη"], "indissoluble": ["δύσλυτος", "δυσεξήνυστος", "ἀνέκλυτος"], "indistinct": ["ἀσαφής"], "indistinguishable": ["ἀδιάγνωστος"], "induce": ["χειραγωγία"], "inductive": ["ἐπαγωγικός"], "indulge": ["χαρίζομαι"], "indulgence": ["συγχωρία"], "industrial": ["τεχνουργός"], "industrious": ["φιλεργός"], "industry": ["φιλεργία", "εὐμογία"], "indwelling": ["ἐγκάτοικος"], "inefficacious": ["ἀνενεργής"], "ineptitude": ["ἀνοικειότης"], "inequality": ["ἀνισότης"], "inequitable": ["παράξιος"], "inevitable": ["ἀδιάδραστος", "ἀνέκδρομος"], "inexcusable": ["ἀναπολόγητος"], "inexhaustible": ["ἀκατάτριπτος", "ἀκαταπόνητος"], "inexorable": ["ἀπαράμυθος", "ἄλλιστος", "ἀλλιτάνευτος", "δυσπαράκλητος", "ἀλιτάνευτος", "δυσαξίωτος"], "inexperience": ["ἀπειροσύνη"], "inexperienced": ["ἄπειρος", "ἀπείρατος"], "inextinguishable": ["ἀναπόσβεστος"], "infallible": ["ἀδιάπτωτος", "ἀδιαμάρτητος", "ἀμετάπταιστος"], "infamous": ["κατάφημος"], "infancy": ["νηπυτία"], "infantile": ["βρεφικός"], "infect": ["συναναπίμπλημι"], "infer": ["ἐντεκμαίρομαι"], "inferential": ["συλλογιστικός"], "inferior": ["χείρων", "ἥσσων", "ὑπομείων"], "infinite": ["ἄπειρος", "μυρίος", "ἀπείρων"], "infinity": ["ἀπειρόω"], "infirm": ["ἐπίσαθρος"], "inflame": ["ὑπαίθω", "ἀναφλεγμαίνω"], "inflammation": ["πύρωμα"], "inflammatory": ["ἐκκαυστικός", "φλεγμονικός"], "inflate": ["ἐμπνευματόω"], "inflation": ["φυσίωσις", "ἐμφύσησις"], "inflexibility": ["ἀτροπία", "ἀκαμψία"], "influence": ["δαιμόνιος"], "influx": ["εἰσροή", "ἐπεισροή"], "inform": ["εἰσφαίνω"], "information": ["φάσις", "φάσις", "καταμήνυσις"], "informer": ["ἐμφανιστής", "φάσαξ", "καταγγέλτης", "καταμηνυτής"], "infusion": ["ἀπόβρεγμα", "ἐμβροχή"], "ingenious": ["μηχανόεις"], "inglorious": ["δυσκλεής", "δυσκλέης"], "ingloriousness": ["ἀκλεία", "ἀκλεΐα"], "ingratitude": ["ἀχαριστία"], "inhabit": ["οἰκέω", "οἰκετεύω"], "inhabitant": ["οἰκήτωρ", "ἔνοικος", "κάτοικος", "ναέτης", "κτίτης", "ἐνοικήτωρ", "ναστήρ"], "inhabited": ["οἰκητός"], "inhale": ["εἰσπνέω", "ῥινουλκέω"], "inherit": ["κληρονομέω", "παραδέκομαι"], "inheritance": ["κληρονομία", "κληρονόμημα", "κληρουργία"], "inherited": ["συγγενής", "πάγκληρος"], "inheritor": ["διαδέκτωρ", "παραλήπτωρ"], "inhospitable": ["ἄξενος", "ἀμιχθαλόεις", "ἀφιλόξενος", "δύσξενος", "φυγόξεινος"], "initial": ["προκαταρκτικός"], "initiate": ["μυσταγωγέω", "μύστις", "προτελίζω"], "initiation": ["μύησις", "μυστηριασμός"], "initiative": ["ὑπάρχω"], "initiator": ["προμύστης"], "injunction": ["ἐπίταξις", "ἐπίσκηψις"], "injury": ["κώφωσις"], "injustice": ["Ἀδικία"], "ink": ["ἄλαβα", "μέλαν"], "inland": ["μεσήπειρος", "μεσογεωτικός"], "inn": ["κλεισία", "δοκεῖον"], "inner": ["ἐντότερος", "ἐσωτεριαῖος"], "innocence": ["ἀπονηρευσία", "ἀσινότης"], "innovation": ["νεόχμωσις", "καινοπραγία"], "innovator": ["νεωτεριστής", "καινιστής"], "inquire": ["ἐρέω", "ἐρέω", "ἐρέω", "ἔρομαι", "ἱστορέω", "ἀποπυνθάνομαι", "πυστιάομαι", "ἐξανερωτάω", "ἐφιστορέω", "προσπυνθάνομαι"], "inquirer": ["ἐπερωτητής"], "inquiry": ["ἱστορία", "πύστις", "δίζησις", "ἀνάπευσις", "μαστεία"], "insane": ["μαίνομαι"], "insatiable": ["ἀπλήρωτος"], "insatiate": ["ἄατος", "ἄητος", "ἀκόρεστος"], "inscribe": ["γράφω", "εισγράφω"], "inscription": ["ἐπίγραμμα", "ἐπιγραφή"], "inscrutable": ["ἀδιερεύνητος"], "insensibility": ["ἀπονάρκωσις"], "insensible": ["δυσαίσθητος"], "inseparable": ["ἀναπόσπαστος"], "insert": ["ἐντάσσω", "ἀντεγγράφω", "ἀρθρέμβολέω", "περιείρω", "διενίημι", "ἐπεντίθημι", "ἐσπίφρημι", "καταπείρω", "παρεμπλέκω", "παρεντάττω", "παρεντίθημι"], "insertion": ["ἔμφυσις", "ἔμβλημα", "παρένταξις", "ἐπένθεσις", "κατάφυσις", "κατέπαρσις", "παρέκθεσις"], "inside": ["ἐντός", "ἐντός", "ἐναύλιος"], "insignia": ["κόσμιον", "παραθήματα"], "insincerely": ["ἐπιτροπάδην"], "insinuation": ["ὑποδήλωσις"], "insolence": ["ὕβρις", "θρασυστομία", "ἀγαυρίαμα"], "insolent": ["ἐπηρεαστικός"], "insoluble": ["ἄχυτος"], "inspect": ["συνεφοράω"], "inspection": ["ἐποψία", "ἐπισκόπησις", "ἐπισκοπεία"], "inspector": ["ἀνευρετής", "ἐπωπεύς", "ἐπισκέπτης"], "inspired": ["θειάζω", "ἐνθουσιαστικός", "ἐνθεαστικός", "ἐνθρίακτος", "ἱερόληπτος"], "instability": ["ἀβεβαιότης"], "instalment": ["κατάδοσις"], "instil": ["στάζω", "ἐντίθημι"], "institute": ["ἀεθλεύω"], "instruct": ["διδάσκω"], "instruction": ["φρένωσις", "ἐντολά"], "instrument": ["ὄργανον"], "insufferable": ["ἄστεκτος", "ἀνυποφόρητος"], "insufficiency": ["ἀτελειότης"], "insular": ["νησαῖος"], "insult": ["ἐνυβρίζω", "συνατιμάζω", "παρυβρίζομαι"], "insulting": ["ἐφυβριστήρ"], "insupportable": ["ἀνύποιστος", "ἀκαρτέρητος"], "insurrection": ["ἀνταρσία"], "intellectual": ["νοερός", "νοητικός"], "intemperate": ["δυσκραής"], "intend": ["μέλλω"], "intensely": ["ἐπιτεταμένως"], "inter": ["θάπτω"], "intercalate": ["μεσεμβολέω"], "intercede": ["ὑπερεντυγχάνω"], "intercept": ["ἀποκαταλαμβάνω"], "wall": ["τεῖχος", "τειχίον", "τείχισμα", "αἱμασιά", "τειχάριον", "τειχοδόμημα"], "intercessor": ["παραιτητής"], "interchange": ["διαλλάσσω", "διαλλαγή", "συναλλαγή", "ἐναλλαγή", "ἀνταμοιβή", "ἀντιμετάθεσις", "ἀντιμεταχώρησις", "συναμείβω", "ὑπάλλαξις"], "intercourse": ["ὁμίλησις", "κοίνωμα", "ὁμίλημα", "προσεψία", "συνομιλία"], "interest": ["μέλω", "ἐπικέρδεια", "τόκιον"], "interior": ["ἐσώτερος"], "intermediate": ["ἔμμεσος"], "intermission": ["διανάπαυμα", "διέκπαυσις"], "intermit": ["διαλιμπάνω"], "intermittent": ["εὐδιάλειπτος"], "intermittently": ["διεσπασμένως"], "intermixed": ["μετάκερας"], "intermixture": ["διαπλοκή", "ἐναπόμειξις", "ἐπιμιγή"], "interpret": ["ἑρμηνεύω", "ἐφερμηνεύω"], "interpreter": ["ἑρμηνεύς", "διερμηνευτής", "ἑρμανεύς", "κριτήρ"], "interregnum": ["μεσοβασιλεία"], "interrex": ["μεσοβασιλεύς", "ἀντιβασιλεύς"], "interrogate": ["παρεξερέομαι"], "interrupt": ["ἐμβαβάζω"], "interruption": ["ὑπόκρουσις"], "intertwine": ["συγκαταπλέκω", "ἀντιπλέκω"], "interval": ["διάστημα", "ἀνάκοψις", "διάσχισμα", "μεσεμβόλημα"], "intervention": ["μεσεμβόλησις"], "interweave": ["ἐγκατακλώθω", "παρενυφαίνω", "συνδιαπλέκω"], "intolerable": ["δυσφερής"], "intoxicate": ["οἰνόω"], "intrepid": ["ἀνέμπληκτος"], "intricacy": ["περιπλέκεια"], "intricate": ["ποικιλότευκτος"], "intrigue": ["συσκευώρημα"], "introduce": ["λογόω", "παρεγκυκλέω"], "introducer": ["εἰσαγωγεύς", "προσαγωγεύς", "παραγωγεύς", "ἐμβιβαστής", "εἰσάκτης"], "introduction": ["ἔναρξις", "ἐμβιβασμός", "εἰσπομπή", "παρεισαγωγή", "προκατάστασις"], "intrusive": ["ἐπεμβόλιμος"], "invade": ["ἐμφοιτάω"], "invader": ["ἐπίμολος"], "invective": ["στηλίτευμα"], "invent": ["ἐξανευρίσκω", "μυθοπλαστέω"], "invention": ["καθεύρεμα"], "inventive": ["ἐπινοητικός", "ἐφευρετικός"], "inventiveness": ["ποριμότης"], "inventory": ["σκευογραφία"], "inversely": ["ἀνεστραμμένως"], "investigate": ["ἀναζητέω", "εἰσθεωρέω"], "investigation": ["ἀναζήτησις", "διερεύνησις", "ἔμσκεψις", "ἐπεξεργασία"], "inviolability": ["ἀσυλία"], "inviolably": ["ἀσυλεί"], "invisible": ["νήλευστος"], "involuntary": ["ἀέκων", "ἀβούλητος"], "involve": ["διενειλέω"], "involved": ["ἔνυλος"], "invulnerable": ["ἀνούτητος"], "irascibility": ["ὀργιλότης"], "iron": ["σίδηρος", "σίδαρος"], "irony": ["χλευασμός"], "irrational": ["ἀλογοειδής", "ἀλογώδης"], "irreconcilable": ["ἀδιάλλακτος", "ἀκατάλλακτος"], "irrefragable": ["ἀκατάβλητος"], "irreparable": ["ἀνεπανόρθωτος"], "irreproachable": ["ἀνονείδιστος"], "irresistible": ["ἀμαιμάκετος", "ἀπρόσμαχος"], "irrevocable": ["ἀπαράλυτος"], "irrigate": ["ἐπάρδω", "ἐναρδεύω", "πιτεύω"], "irrigation": ["ἀρδεία", "ὕδρευσις"], "irritate": ["παρερεθίζω"], "irritation": ["ἐρεθισμός", "ἀναζεσμός", "κνιπότης"], "island": ["νῆσος", "ἐννησιάδες", "νᾶσος"], "islander": ["νησιώτης"], "islet": ["νησίον", "νησίς", "νησίδιον"], "isolated": ["μονόχωρος"], "isolation": ["ἰδίωσις"], "issue": ["τέλος", "διέκπτωσις"], "itch": ["κνύζα", "δριμεύω", "κνήφη", "κνύος"], "ivory": ["ἔλεφας"], "ivy": ["χενόσιρις"], "jagged": ["τραχύς", "ἀμφιρρώξ"], "janitor": ["παπίας"], "jar": ["κάδος", "ἀμφορεύς", "βῖκος", "κάδδιχος", "Μεμφίτιον", "κεραμύλλιον", "λεπτίον", "σιπυΐς", "ὔρχη"], "jasper": ["ἴασπις"], "jaundice": ["ἴκτερος"], "jaundiced": ["ἰκτερικός"], "javelin": ["ἄκων", "ἄκων", "ἀκόντιον", "σαύνιον", "ὑσσός", "γρόσφος", "γαῖσος", "ἀμφώβολος", "δράγλη"], "jaw": ["γνάθος", "γένυς", "γναθμός", "γναμπτήρ"], "jealous": ["ζηλότυπος", "ζηλήμων", "ζηλαῖος"], "jealousy": ["ζῆλος", "δυσζηλία"], "jeer": ["ἐπιχλευάζω"], "jest": ["γελοιάζω", "διαπαίζω", "ἐπίσκωμμα", "συγκαταπαίζω"], "jester": ["κόβαρος"], "jet": ["ἐξακόντισμα", "ἐκπιτυσμός"], "jocular": ["παιγνήμων"], "join": ["συστρατεύω", "συμπράσσω", "συγκληρόω", "καθαρμόζω", "συμπονηρεύομαι", "ἐπισυζεύγνυμι", "εἰσαρτίζω", "προσσυλλαμβάνω"], "joint": ["ὁμός", "ἄρθρον", "ἁρμός", "συνέμφασις", "ὑποπτυχίς", "συμπρομνάμων", "συμπροστάτης", "συναρχίνη", "συνιερομνάμων"], "jostling": ["συνωθισμός"], "journey": ["ὁδός", "ὁδός"], "joy": ["εὐφροσύνα", "ἰηγορεῖν", "χαιροσύνη"], "joyful": ["χαίρω"], "joyless": ["ἀνεύφραντος", "ἀγηθής", "ἀνευφρόσυνος"], "joylessness": ["ἀνευφρανσία"], "joyous": ["γηθαλέος"], "judge": ["δικάζω", "κρίνω", "δικαιωτής", "δικασπολέω", "βαλβιδοῦχος"], "judgment": ["δικάζω"], "judicial": ["δικάσιμος"], "jug": ["προπινάριον"], "juggle": ["διαπυρπαλαμάω"], "juggler": ["ψηφάς"], "juice": ["ὀπίζω", "ὀπός", "χυμός", "χυλός", "ἀποχύλισμα"], "juicy": ["ὀπόεις"], "junction": ["ἁρμή", "συγχόνδρωσις"], "jurisdiction": ["δικαιοδοσία"], "just": ["αὐτοῦ", "καθά", "ὁμῶς", "ὁμῶς", "ὥστε", "ὥσπερ", "δίκαιος", "δικαιόω", "ὅσπερ", "δικαιοπράγημα", "δικαιοπραγία"], "justice": ["θεσμοσύνη", "δίκα"], "justify": ["διαδικαιόω"], "keen": ["ὀξύς"], "keep": ["φυλάσσω", "σώζω", "ἑταιρέω", "ἀπέχω", "σιγάω", "ἀπειλέω", "σιωπάω", "συντηρέω", "ἀκταίνω", "ἀπιάλλω", "ἐπικοιτέω", "παρασῴζω"], "kettle": ["θερμαντήρ", "θερμοφύλαξ"], "key": ["βαλανάγρα", "κλᾴξ", "κλαίς"], "kick": ["ἑκατερέω", "ἀπολάκτισμα"], "kid": ["ἔριφος", "αἰγίδιον", "χιμαιρίς"], "kidneys": ["νεφρός"], "kill": ["ἀπόλλυμι", "κτείνω", "ἀποκτείνω", "καίνω", "καριόω", "ἐπεναρίζω", "κατακαίνω", "κατανεκρόω"], "killing": ["ὀδυνήφατος", "νεκροποιός"], "kin": ["γένος"], "kindle": ["ἅπτω", "καίω", "ἐναύω", "ἀναπυρίζω", "ἐπεξάπτω", "προσπυρόω", "ὑπεκκαίω"], "kindly": ["ἀπιομήδης"], "kindred": ["ὁμοσύγγονος"], "king": ["βασίλειος", "βασιλεύς", "ἄναξ", "ἄνα", "ἄνα", "ἀνάσσω", "κοίρανος", "βαλλήν", "κοαλδδεῖν"], "kingdom": ["βασιλεία", "βασιλεία"], "kingly": ["βασίλειος", "βασίλειον"], "kinsfolk": ["ἐμφύλιος"], "kinship": ["συγγένεια"], "kinsman": ["ὁμόγονος", "ἔτας", "ὁμοσυγγενέτας"], "kiss": ["κυνέω", "φίλημα", "καταφίλημα"], "kitchen": ["ἐλεός", "ἐλεός", "ἰπνών"], "knapsack": ["πήρη"], "knave": ["δεινοθέτης"], "knavery": ["πανουργία"], "knead": ["ὀργάζω", "προσμάσσω", "συναναφύρω"], "knee": ["γόνυ"], "knife": ["καινίς", "μαῦλις", "τομίς"], "knit": ["συναρτάω"], "knock": ["διακρούω", "ἐγκρούω", "κατακρούω"], "knot": ["κάθαμμα", "κρισσός", "διαμματίζω"], "knotty": ["χαλαζαῖος"], "know": ["οἶδα", "ἐπίσταμαι", "γιγνώσκω", "μανθάνω", "σύνοιδα", "κοννέω", "προεπίσταμαι", "ἴδεσκον", "ἴσθι"], "knowable": ["εἰδητός"], "knowing": ["γνώμη", "ἐπίστημος"], "knowingly": ["εἰδότως"], "knowledge": ["φιλοσοφέω", "εἴδησις", "εἴδημα", "γνωμηστός", "ἰσμή"], "known": ["φημί", "φαίνω", "δείκνυμι", "γνωστός", "ἐπίγνωστος"], "knuckle": ["κόνδυλος"], "laborious": ["ἀσκητικός", "πραγματώδης", "δυσάεθλος", "ἔναθλος", "εὔμοχθος", "μοχθώδης", "πονητικός"], "laboriously": ["καματηδόν"], "labour": ["πόνος", "ἐργάζομαι", "ἐπασκέω", "συγκάμνω", "ὑποπονέω"], "labourer": ["πενέστης", "γαβαλάν"], "labyrinth": ["λαβύρινθος"], "lacerate": ["καταγνάφω"], "laceration": ["ἀναξασμός"], "lack": ["δέομαι", "ποθή", "σπανιότης"], "lacking": ["λειπογνώμων"], "ladder": ["κλῖμαξ", "ἐπιβάθρα", "διαβάθρα", "ἀποκλιμάκωσις", "ἐξαιρῖτις"], "ladle": ["κύαθος", "κινητήριος", "ἀρυτήρ", "κίνητρον", "πλάτων", "τροῦλλα"], "lagoon": ["λιμνοθάλασσα"], "lair": ["κευθμός"], "lake": ["λίμνα"], "lamb": ["μεῖον", "ἀμνός", "ἀμνάς", "ἀρήν"], "lame": ["γυιός", "χωλός", "γυιόω", "ἀνελλίπους"], "lameness": ["χωλότης", "χωλεία", "χώλανσις", "ἐπικύλλωμα", "χώλασμα", "χώλωμα"], "lament": ["ἔλεγος", "ἐποίζω", "προσοιμώζω"], "lamentable": ["αἰακτός", "ἀξιοπενθής", "φιλαίακτος", "ναυσίστονος", "πολυθρήνητος", "ἐπιθρήνητος"], "lamentation": ["ὀδυρμός", "ὀλοφυρμός", "θρηνῳδία", "ἀνάκλαυσις", "οἰκτισμός", "οἴκτισμα", "ποτνιασμός", "ἀπολόφυρσις"], "lamp": ["στίλβη", "λυχνίον", "φαυστήρ"], "lancet": ["κατιάς", "σχαστήριον"], "land": ["χώρα", "δῆμος", "ἤπειρος", "νειός", "οὖρος", "χῶρος", "χῶρος", "ἕλος", "ἐπικοπάς"], "holder": ["δοχεῖον", "ἀπαιώρημα"], "net": ["ἀγρηνόν", "γυργαθίον"], "place": ["αὐτοῦ", "νομός", "νομός", "ἀγών", "ἐφίστημι", "καθίστημι", "ἵνα", "ἀναγκαῖον", "ἐκεῖ", "ὁμοῦ", "ἄλλῃ", "γωνιάζω", "ἦθος", "ἐγκαθίστημι", "ἀρτοπτεῖον", "ξυστροφύλαξ"], "landmark": ["ὅρος"], "landowner": ["ἐγκτήτωρ", "ἐπιγεοῦχος", "γεοῦχος"], "landsman": ["ἠπειρώτης"], "languor": ["ἑφθότης"], "lantern": ["χειρολυχνία"], "lap": ["λάπτω"], "large": ["μέγας", "τοσοῦτος", "τρόφις", "αὐξάνω"], "lark": ["κορυδός", "κάλανδρος"], "larynx": ["λάρυγξ"], "lascivious": ["θερμόπρωκτος", "σπαταλοκίναιδος"], "lassitude": ["δυσενέργεια"], "last": ["ἕνος", "ὕστερος", "ἔσχατος", "θάπτω", "τελευταῖος"], "latch": ["ἐπισπαστήρ"], "late": ["ὄψιος", "ἀποψέ"], "lately": ["νεόκτονος", "προσαρτίως"], "later": ["ὕστερος"], "latter": ["ὕστερος"], "laudation": ["δοξολογία"], "laugh": ["γελάω"], "laughable": ["γελαστός", "γελάσιμος", "γελοίιος"], "laughing": ["γέλασις"], "stock": ["γένος", "φύτλα"], "laughter": ["γέλως"], "laurel": ["εὐγένιος"], "laver": ["μασκαύλης"], "lavish": ["προσαναλίσκω"], "law": ["νόμος", "νόμος"], "lawful": ["ἔνθεσμος"], "lawfully": ["εὐθέσμως", "νομοθέσμως"], "lawfulness": ["νομία"], "giving": ["δόσις", "φαναῖος"], "lawless": ["ἄθεμις", "ἀϊδροδίκης", "ἀιδροδίκας"], "lawlessness": ["ἀθεμιστία", "ἀθεσμία"], "lawsuit": ["δικασία"], "lay": ["λέγω", "τίθημι", "οἴμη", "καταλαμβάνω", "ἐπιτίθημι", "εὐνάω", "εὐνάζω", "σκαφεύω", "ἐγκατατίθημι", "ἐνστόρνυμι", "προαποτίκτω", "προεπιβάλλω"], "layer": ["φυτευτήριον"], "lazy": ["βλακώδης", "ἀργώδης"], "lead": ["ἄγω", "ἄρχω", "ἡγέομαι", "ὁδόω", "ἁγέομαι", "ἀνάγω", "ἐπάγω", "συνάγω", "ὑπάγω", "περιάγω", "μόλυβδος", "ὁδηγέω", "μόλιβος", "προεξάγω", "ἐπιβάσκω"], "leader": ["ἀγός", "στρατηγός", "ἡγεμών", "ἀρχός", "ἄκτωρ", "ἡγέτης", "προηγήτωρ", "προκαθηγέτης", "προκαθηγητής"], "leading": ["ἡγεμόνευμα", "μολύβδωσις"], "leaf": ["φύλλον", "πέταλον"], "leafless": ["ἄφυλλος", "ἀπέτηλος"], "leafy": ["φυλλάς", "εὔφυλλος", "κατάφυλλος", "ἔμφυλλος", "κομήεις"], "leak": ["διαστάζω"], "lean": ["ἀνακλίνω"], "leaning": ["προσανάκλισις"], "leap": ["ὀχάομαι"], "learn": ["γιγνώσκω", "μανθάνω", "πυνθάνομαι", "δάω", "πολυμαθέω", "προκαταμανθάνω"], "learning": ["μαθημοσύνη"], "least": ["γε", "γοῦν", "ἥκιστος", "μεῖστος"], "leather": ["μάσθλης", "μάσθλημα"], "leathern": ["τροπός", "βύρσινος"], "seller": ["πωλητής", "πρατήρ"], "worker": ["ἐργάνη", "δρήστης", "ἐργοφόρος"], "leaven": ["ζύμη", "ζυμόω"], "ledge": ["πέτρα"], "leech": ["βδέλλα", "βαῖτυξ", "δρίλαξ"], "lees": ["τρυγῳδία"], "left": ["μόνος", "λαιός"], "leg": ["σκέλος", "κνημία"], "legislate": ["κατανομοθετέω"], "legislation": ["νομοθεσία", "νομογραφία"], "legislative": ["ἐκκλησία"], "leisure": ["εὐσχολία", "σχολά"], "lend": ["ἐπικίχρημι", "κίχρημι"], "length": ["μάκρος", "μάκρος", "μῆκος", "μακρότης"], "lengthen": ["μηκοποιέω"], "leopard": ["λεόπαρδος"], "leprosy": ["λεύκη", "λέπρωσις", "ἐπιλευκία", "λωβεία"], "less": ["ὅμως", "ὅμως", "ἐλάσσων", "ἐλασσόω"], "lessen": ["ὀλιγόω"], "lesser": ["χείρων"], "lest": ["μήτις", "μήτις", "μὴ"], "let": ["ἵημι", "ἐάω", "ἀνίημι", "τοι", "τοι", "ἐφίημι", "ἐξίημι", "ἀφίημι", "ἐπιστάζω", "παρίημι", "καθίημι", "προσίημι", "στάζω", "κομάω", "συνίημι", "κωλύω", "πορεύω", "ἀποπροίημι", "διεμφανίζω", "διαπιδάω", "κυλλαίνω"], "lethargic": ["κωματώδης", "ληθώδης", "νωθώδης"], "lettuce": ["θριδακίνη", "θρίδαξ", "ἀστυτίς", "εὐνουχεῖον", "μαρούλιον"], "level": ["λεῖος", "χθαμαλόω", "ἀπεδίζω", "εὐόμαλος", "ἰσοτενής"], "leveret": ["λαγιδεύς", "λάγιον", "λαγῴδιον"], "lewd": ["λέγος", "οἴφω"], "lewdness": ["λακκοπρωκτία"], "liable": ["ἀσφαλής"], "libation": ["ἐπίσπονδον", "λοιβά", "σπονδά"], "liberal": ["ἐλεύθερος"], "liberate": ["διελευθερόω"], "liberation": ["ἐλευθέρωσις"], "liberator": ["ἐλευθερωτής"], "liberty": ["ἐλευθερία"], "lick": ["λιχμάζω", "περιλιχμάζω"], "lid": ["ἐπικτόριον"], "lie": ["ἔπειμι", "ὁρμέω", "κεῖμαι", "ἔνειμι", "ψεῦδος", "ὑπερκατάκειμαι", "παρακοιμάομαι", "ψεύδομαι", "ψευστάξω"], "life": ["βιόω", "βίος", "ψυχή", "θυμός", "ζωή", "δίαιτα", "ἡλικία", "βίοτος", "βιοτά"], "lifeless": ["ψυχολιπής"], "lift": ["ὑπεραίρω", "ἀνακουφίζω"], "light": ["φαίνω", "δείκνυμι", "λευκός", "λευκός", "φάος", "κυρέω", "φανός", "παρών", "ἐνδαίω", "ἑτοιμοεγρήγορος", "φῶς", "λύκη", "παρακαίω"], "lighten": ["ἐπικουφίζω", "ἐπελαφρύνω", "ἀναστράπτω", "ἐξαναστράπτω", "ἐπεκκουφίζω"], "lightening": ["ἀστεροπής", "ἀστραπτικός", "κουφιστικός"], "lightning": ["ἀστεροπή", "ἀπάστραψις", "σελάγισμα"], "like": ["ἔοικα", "ἐοικότως", "ἐπέοικε", "ἐπιείκελος", "ἀβυρτακώδης", "ἀλφιτηδόν", "ἀλφιτοειδής", "ἀννησοειδής", "ἀνθόμοιος", "ἀνθρακοειδής", "ἀθαρώδης", "ἀρακώδης", "ἀχωρώδης", "ἑψηματώδης"], "likelihood": ["εἰκότως"], "likely": ["εἴκω", "εἴκω", "ἐπίδοξος", "κατορθωτικός"], "likeness": ["εἰκών", "εἰκάζω", "εἴκασμα", "ἐμφέρεια"], "likewise": ["ὁμῶς", "ὁμῶς"], "lily": ["σοῦσον"], "limb": ["μέλος", "γυῖον", "ῥέθος"], "limit": ["πέρας", "οὖρον", "ἔσχατος", "προδιορίζω", "πεῖρας"], "limitation": ["ἀποτερματισμός"], "limited": ["παράγραπτος"], "limitless": ["ἀπειροτέρμων"], "limp": ["διαχωλεύω"], "limpet": ["λεπάς", "πατελίς"], "linen": ["λίς"], "linger": ["ματάω"], "liniment": ["διαλειπτόν"], "linseed": ["λινόσπερμον"], "lintel": ["ἀνώφλιον", "ὑπερτόναιον"], "lion": ["λέων", "λίς", "ὀσφῦς"], "lioness": ["λέαινα"], "lip": ["χεῖλος", "μύλλον", "χελύνη"], "liquid": ["πιστός", "πιστός", "πιστικός"], "lisp": ["ἐπιψελλίζω", "ὑποψελλίζω"], "listener": ["κατακουστής"], "listening": ["κατήκους"], "litigation": ["κρισιολογία"], "litigious": ["φιλόδικος", "πολύδικος", "παλίνδικος"], "litter": ["λεκτίς"], "little": ["ὅπως", "μικρός", "ὀλίγος", "παίδιον", "παιδίον", "Ο", "ὂμικρόν", "ὀλιγοϋπνία"], "live": ["βιόω", "ζάω", "φρονέω", "σκηνάω", "ἔθνος", "τρυφάω", "ἡλιόομαι", "ζώω", "εὐσεβέω", "βιοτεύω", "ἐνδιαιτάομαι"], "livelihood": ["δίαιτα"], "liver": ["ἧπαρ"], "livid": ["πελιδνός", "ἐμπέλιος"], "living": ["ζωή", "ζῷον", "φρονέω", "ἄγριος", "ἔθνος", "δίαιτα", "ζωός", "ὁμοδίαιτος", "πτωχόμουσος", "ζωγονέω", "ζωηρός"], "lizard": ["σαύρα", "κροκόδιλος", "πίγγαλος", "πιπαλίς", "ζιγνίς"], "load": ["ἀχθέω", "φορτίζω", "γέμος", "φορτόω", "γομόω", "στρωματίζω", "ἀχθίζω", "φορετρίζω"], "loaf": ["χαραγμή", "σπολεύς", "καρδαμάλη", "ἀπυρίτης", "ἀταβυρίτης", "βήρηξ", "δράμις"], "loan": ["δάνειον", "ἔκχρησις"], "loathing": ["σικχασία"], "loathsomeness": ["μυσαρία"], "local": ["ἐντόπιος"], "lock": ["μαλλός", "φόβη", "πλόκαμος", "πλοκαμίς"], "locomotion": ["τροχηλασία"], "locust": ["πάρνοψ", "ἀττέλαβος", "ἀσίρακος", "ἀττάκης", "βροῦκος", "κηραφίς", "κόρνοψ", "μολουρίς", "ὄλιγγος", "πετηλίς"], "lodging": ["δομόω", "κατάλυμα", "αὐλισμός", "ἐπισταθμεία"], "loftily": ["ᾐρμένως"], "lofty": ["ἠλιτενής"], "loiter": ["ματάω"], "lone": ["μονόω", "ἐρῆμος", "οἶος", "οἶος"], "lonely": ["ἐρῆμος", "οἶος", "οἶος", "οἰοπόλος", "οἰόφρων"], "lonesome": ["ἐρῆμος", "οἰόβατος"], "long": ["ἕως", "πάλαι", "μακρός", "κομάω", "μακράν", "δολιχός", "λιλαίομαι", "μακροβίοτος", "μηκεδανός", "δολιχήρης", "μακρόπολος"], "longer": ["οὐκέτι", "μάσσων"], "longing": ["πόθος", "ποθή", "ἐπιθυμία"], "look": ["ὁράω", "θεάομαι", "τοι", "τοι", "σκοπέω", "ἀφοράω", "ὄψις", "εἴδομαι", "βλέπω", "σκέπτομαι", "βλέπος", "λεύσσω", "ἀπόβλεψις", "ἐκβλέπω", "ὁραματίζομαι"], "looking": ["θέα", "θέα", "περίβλεψις"], "loom": ["διάζομαι", "ἀντίον"], "loop": ["ἀγκύλιον", "ἀγκύλωμα"], "loose": ["ἐξίημι", "λύω", "ἀπολύω", "μανός", "ἐπεγχαλάω"], "loosen": ["λύω", "ὑπεκλύω", "προϋπεκλύω"], "looseness": ["λαπαρότης"], "loosening": ["διαχάλασμα"], "loquacious": ["πολύλογος", "φλεδονώδης"], "lord": ["κύριος", "ἄναξ", "δεσπότης", "ἀνάσσω"], "lose": ["ἀπόλλυμι", "λιποβοτανέω"], "loss": ["πῆρος"], "lost": ["ἐμφθορής"], "lot": ["κλῆρος", "κλῆρος", "λόγχη"], "lotion": ["ἔμβρεγμα", "περίνημα", "πρόσκλυσμα"], "lotus": ["λώτινος"], "loud": ["βοή", "ὀρθοψάλακτος"], "loudly": ["ἰβύ"], "louse": ["φθείρ"], "love": ["φιλέω", "ἐράω", "ἐράω", "ἔρος", "ἔραμαι", "φιλία", "ἔρος", "ἀγαπάω", "ἔρως", "ἀγαπάζω", "φιλοσοφέω", "ἀγάπη", "φιλοτιμέομαι", "φιλοπλουτέω", "ἔρασις", "διαγαπάω", "Ἀφροδίτα"], "loved": ["φίλος", "φίλος"], "loveless": ["ἀνέραστος"], "lovely": ["ἐρατός", "ἐρατεινός", "ἐραννός", "εὐήρατος"], "lover": ["φιλόσοφος", "ἐραστής", "φιλητής", "ἐράστρια", "φιλήτωρ", "καιρόφιλος"], "loving": ["φιλοφόρμιγξ", "ἐραστικός", "ἐρωτόεις"], "lovingly": ["ἀγαπάζω"], "low": ["ἕλος", "ταπεινός"], "lower": ["ταπεινόω", "κατώτερος", "νείαιρα"], "lowering": ["ταπείνωσις", "μειωτικός", "κενεαγγίη"], "lowness": ["ταπεινότης"], "loyal": ["πιστός"], "lucky": ["εὔθηρος"], "lulling": ["βαυκάλησις"], "luminous": ["φωτοειδής"], "lump": ["ἅλς", "ἅλς", "θρόμβος"], "lunar": ["σεληνιακός", "μηναῖος"], "lust": ["κιναιδία", "σκύζα"], "lustre": ["λαμπηδών", "ἀνθισμός"], "lustrous": ["λαμπραυγής"], "luxuriant": ["Πανθηλής", "εὐπληθής"], "luxurious": ["ἁβρόδαις", "χλαμυρός"], "luxuriously": ["τρυφάω", "ἐκδεδιητημένως"], "luxury": ["τρυφερότης"], "lye": ["νίτρωμα"], "lying": ["ψευδής", "ἐπιθαλάσσιος", "ἀνάκλισις", "ψεύστας"], "lynx": ["πανθήριον"], "lyre": ["λύρα", "κιθάρα", "φόρμιγξ", "χελωνίς", "λυροφοῖνιξ"], "lyric": ["μελικός"], "machine": ["μηχάνημα"], "mad": ["μαίνομαι", "μανιάω", "μάργος", "φρεσσίλυτος"], "madly": ["μεμηνότως", "δυσέρως", "οἰστρηδόν"], "madness": ["μανία", "μανία", "ἀποπληξία", "παράπαισμα"], "maggot": ["μουία"], "magic": ["Ἔφεσος"], "magician": ["φάρμακος", "φαρμακός", "φαρμακός"], "magistrate": ["ἀποτέλειος", "ἀστύαρχος"], "magnanimity": ["μεγαλόνοια"], "magnificence": ["μεγαλοπρέπεια", "διαπρέπεια", "μεγαλομοιρία", "ὑπερφύεια"], "magnificent": ["μεγαλοσχήμων", "πολυπρεπής"], "magnify": ["θαυμαστόω"], "magnitude": ["μέγεθος"], "maiden": ["κόρη", "παρθένος"], "maidenhood": ["κόρευμα", "κορεία"], "maimed": ["πηρώδης"], "main": ["δοκός"], "maintenance": ["διαιτοχορηγία"], "make": ["βαρβαρόω", "δείκνυμι", "δικαιόω", "ξενόω", "δεινόω", "δηλόω", "ἁπλόω", "δουλόω", "ἀκριβόω", "αἰσχύνω", "ἀνίστημι", "αὐξάνω", "ἀφαντόω", "διευθύνω", "ἀμφιτεύχω", "ἀνακνάπτω"], "making": ["ὄργανον", "ποίησις", "τεῦξις", "κατάκλισις", "ἀβυρτακοποιός", "καταριγηλός", "κλυτοεργός", "στλεγγιδοποιός", "ἀγκαλισμός", "ξυστροποιός"], "malady": ["νόσος"], "male": ["ἀρρενικός", "ἀρσενογενής", "θούρης"], "malevolence": ["κακοθυμία", "ἀνευνοησία", "κακοθέλεια"], "malevolent": ["κακοθελής"], "malicious": ["κακουργικός"], "maliciously": ["κεκακουργημένως"], "malignant": ["κακότροπος"], "maltreat": ["κακόω", "αἰκίζω", "ἀτέμβω", "καταικίζω"], "maltreatment": ["κακουχία"], "malversation": ["ἀδίκιον"], "man": ["ἀνήρ", "ἄνθρωπος", "ἀνδρόω", "πρέσβυς", "τύχη", "φώς", "φώς", "ὅσπερ", "βροτός", "οἰόρ"], "manage": ["χειρόω"], "manageable": ["εὐμεταχείριστος"], "management": ["ἐπιμελέομαι"], "mandrake": ["μανδραγόρας"], "mane": ["λοφιά", "πρώ"], "manger": ["φάτνα"], "manhood": ["ἀνδρόω", "ἀνδρεία", "ἠνορέα", "ἀνδροτής"], "manifest": ["φανερός", "σαφής", "φανερόω", "χειρόδεικτος", "δ.η.λοφανής"], "manifestation": ["ἐμφάνεια", "ἐμφανισμός"], "manifold": ["πλεοναχός", "πλειστήρης"], "manikin": ["ἀνδρίον", "ἀνθρωπάριον", "ἀνθρωπλίσκος"], "manipulation": ["ἐγχειρία", "διαχειρισμός"], "manliness": ["ἀνδρεία", "εὐηνορία"], "manly": ["ἀνδρεία", "ἀνδρώδης", "ἔπανδρος"], "manner": ["ὅπως", "ὅπως", "ὅπως", "ὅπως", "ὅπως", "τρόπος", "τρόπος", "ἴσως"], "mantle": ["ἀναβολάδιον"], "manual": ["χειρικός"], "manumission": ["ἀπελευθερισμός"], "manumit": ["ἐξαπελευθερόω"], "manure": ["ἐπικοπρίζω"], "many": ["πολύς", "ὅσος", "πλεῖστος", "πολλάκις", "ποικίλος", "πολλαπλάσιος", "πολύπλεθρος"], "mar": ["αἰσχύνω"], "marble": ["μάρμαρον"], "march": ["στρατεύω", "ἐπιστρατεύω", "ἐπιστρατεία"], "mare": ["ἵππος"], "mark": ["τοι", "τοι", "γιγνώσκω", "γνώμη", "σημεῖον", "οὖρος", "ἁμαρτάνω", "σημειόω", "ἐπισημαίνω", "σημαντήριον"], "marriage": ["γάμος", "συνοικέσιον", "εὔνημα", "εὐνά", "ὀπυστύς"], "song": ["οἴμη", "ἔλεγος", "ἀοιδή", "ᾆσμα", "μέλισμα", "Ἴακχος", "ἀοιδά", "καταχόρευσις", "μολπά", "περιμανώς"], "marrow": ["μυελός"], "marry": ["γαμέω"], "marsh": ["ἕλος"], "marshal": ["τάσσω"], "marshy": ["λιμνώδης", "τιφώδης", "Ὑέλη"], "martial": ["στρατίωτις"], "marvel": ["θαυμάζω"], "marvellous": ["θαυμαστός", "ἀπαλλητός"], "mask": ["προσωπεῖον", "φιμάριον", "παραπροσωπίς"], "mason": ["λιθοδόμος"], "mass": ["πλῆθος", "ἁλής", "σόλος"], "massacre": ["καταπεφνεῖν"], "mast": ["κατάρτιον"], "master": ["κύριος", "ἄναξ", "χειρόω", "δεσπότης", "ἀνάσσω", "ἐπικρατής", "οἰκοδεσπότης", "ναυκράτης", "ναυκρατής", "ὑποδαμνάω"], "mastery": ["ἐπικράτεια"], "mat": ["ῥῖπος", "φορμίον", "ὠλενίς", "ὠλήν", "χαλάδριον"], "mate": ["ἑταῖρος", "πόσις", "πόσις", "ὁμουργός"], "material": ["ὑλοποιὸς", "ὑλῷος"], "maternal": ["νάννας"], "matricide": ["μητροκτονία", "μητρορραίστης"], "matter": ["ἄγος", "ἄγος"], "mattress": ["στρωμάτιον"], "mature": ["ἐφώριος", "χωράσμιος"], "maturity": ["πληροφόρησις"], "may": ["ἀνδρεία", "μαθητός"], "mead": ["μέδος", "μελίτειον"], "meadow": ["ἕλος", "λειμωνιάς", "λεῖμαξ", "λειμακίδες", "χορτοκόπιον"], "meagre": ["κατασκελής"], "meal": ["πάλη", "ἄριστον", "δεῖπνον", "ἄλητον"], "tub": ["μάκρα", "ὤατον"], "mean": ["οὔτι", "δυσχλαινία"], "meaning": ["πλειονάζω"], "means": ["πως", "πως", "γραφή", "ζωή", "ἀπορέω", "γνώμη", "δεσμός", "ἐπιμέτρησις"], "measurable": ["μετρητός"], "measure": ["καιρός", "μέτριος", "μετρέω", "παραμετρέω", "κανονίζω", "δίπτυον", "χαλμαίας"], "measurement": ["μέτρησις", "ἀναμέτρησις", "ἐκμέτρησις", "σχοινισμός"], "measuring": ["στάθμησις"], "rod": ["γάρκα", "ῥάβδωμα", "ῥαπίς"], "meat": ["ἀλλᾶς", "ἐλεός", "ἐλεός", "σαρκίς", "βρῶσις"], "meddlesome": ["ἀλλοτριοπράγμων"], "meddlesomeness": ["ἀλλοτριοπραγμοσύνη"], "mediation": ["μεσιτεία"], "mediator": ["διαλλακτήρ"], "medicine": ["φάρμακον", "φιλόκρατον"], "meditate": ["διαφρονέω"], "meditation": ["σύννοια"], "meet": ["ἀντάω", "ἄντομαι", "ἐπιεικής", "ἀντιβολέω", "συμβολέω", "ὁμηρέω", "ἀβολέω", "ἀπαντιάζω", "διαπαντάω", "ἐξαπαντάω", "συναβολέω"], "meeting": ["ἀγών", "συνάντησις", "ἀπάντημα", "συγγένησις", "ἄγαρρις"], "melancholy": ["βαρυφροσύνη", "δυσθυμικός"], "melodious": ["εὐεπής", "εὐμελής"], "melody": ["ἔλεγος", "εὐμέλεια"], "melt": ["τήκω", "κατατήκω", "ἀνατήκω", "τάκω"], "melting": ["τηκεδών", "τῆξις", "γυιοτακής"], "member": ["πολίτης", "μέλος"], "membrane": ["μῆνιγξ"], "memorandum": ["ὑπομνηματισμός"], "memorial": ["μναμήιον"], "memory": ["μνήμη", "μναμοσύνα"], "menace": ["ἐξαπειλέω"], "mend": ["ἐπικαττύω"], "mendacious": ["ψευστικός"], "menial": ["ὑπηρετικός"], "mercenary": ["μισθοφορικός"], "merchandise": ["ἐμπολή", "ἐμπόρευμα", "ἐμπολά"], "merciful": ["οἰκτίρμων", "οἰκτιρμων"], "mercilessly": ["ἀνελεής"], "mercy": ["ἔλεος", "ἔλεος"], "mesh": ["ἀψίς"], "message": ["ἐπιστολή"], "messenger": ["ἐπιστολή", "ἀγγελιαφόρος", "ἀγγελιώτης", "σαγγάδης", "ὑπαγγελεύς"], "messmate": ["σύσσιτος", "συντράπεζος"], "metal": ["ἴδη"], "metaphorically": ["μετενηνεγμένως"], "methinks": ["πού"], "method": ["τρόπος", "τρόπος"], "metrical": ["μετρικός"], "mid": ["μέσος"], "middle": ["μέσος", "διχάς", "μεσόω", "μεσαῖος", "ἐπίμεσος"], "middling": ["μεσήεις"], "midland": ["μεσόχωρος"], "midriff": ["φρήν", "διάφραξις"], "midst": ["μετά"], "midwife": ["ἰατρίνη", "μαιεύτρια", "ἀκεστρίς", "ἰατρόμαια", "ὑφαιρέτρια"], "might": ["δύναμις", "βία", "κράτος", "μεγάλωμα"], "mighty": ["ἱερός", "δυνατός", "κρατέω", "ἰσχυρός", "Γίγας", "ἐνδύναμος", "εὐδύναμος"], "migrate": ["ἐξαλάομαι"], "migration": ["μετανάστασις", "ἀπανάστασις", "ἐκτοπισμός", "μεθίδρυσις"], "migratory": ["πλανητικός", "ἐκτοπιστικός"], "mildew": ["φθίνα"], "mildness": ["μειλιχίη"], "military": ["στρατιώτης", "στρατεύω"], "milk": ["ἀμέλγω", "βδάλλω", "γλάγος"], "mill": ["μύλη", "μύλος"], "miller": ["μυλωθρός", "μυλεργάτης", "μυλωνικός"], "stone": ["λίθος", "λεία", "λεία", "λᾶας", "πέτρος", "πυρήν", "λιθόξοος", "ἀγήρατος", "πῶρος", "λιθάς", "σπίνος", "λεύω", "λιθάριον", "κρατευταί", "ἐχίτης", "λᾶος", "κόλλωτες", "φελλάτας", "ζαμῆται"], "mimic": ["μωκάομαι"], "mina": ["μνᾶ", "τριατέτταρα"], "mind": ["νόος", "μιμνήσκω"], "minded": ["φρονέω"], "mindful": ["μνήμων"], "mine": ["ἐμός", "μεταλλουργεῖον", "μιλτωρυχία"], "miner": ["μεταλλουργός", "ὀρυκτήρ"], "mingle": ["ἀποσυμμίγνυμι", "ἐμμείγνυμι"], "mingled": ["μειλικτός"], "minister": ["διάκτορος"], "ministrant": ["θειοπόλος"], "mint": ["σίσυμβρον"], "miracle": ["τερατούργημα"], "mirror": ["κάτοπτρον", "ἔσοπτρον", "ἔνοπτρον"], "miscalculation": ["παραμφόδισις"], "miscarriage": ["ἐξάμβλωσις", "ἔκτρωσις", "τρωσμός"], "miscarry": ["ἐξαμβλέομαι"], "mischief": ["σκαιωρία", "δ.η.´λησις"], "mischievous": ["σίνδρων", "κηκάς"], "miserable": ["κακόπαθος", "πωρός", "κακοπαθητικός", "ἄστηνος", "βαρυπήμων", "δυερός"], "miserliness": ["κνιπεία"], "misery": ["δυάω", "δυσδαιμονία", "δειλαιότης", "δυηπάθια"], "misfortune": ["συμφορά", "ἀκληρία", "δυσπέτημα", "κακοτυχία"], "mislead": ["παραπαφίσκω"], "misrepresent": ["ψευδοποιέω"], "misrepresentation": ["πάρφασις"], "miss": ["ἁμαρτάνω", "ἀφαμαρτάνω", "ἀβροτάζω", "ἀνταμφοδέω", "ὑπεκπίπτω"], "misshapen": ["κακόμορφος"], "missile": ["βέλος", "στόχασμα"], "missing": ["ποθή", "ἀποτυχής"], "mist": ["ἀχλύς"], "mistake": ["διαμάρτημα"], "mistaken": ["ἀγνοητικός"], "mistress": ["δεσπότειρα", "τάμια"], "mistrust": ["δυσπιστέω"], "misty": ["ἀέριος", "λημηρός", "ὀμιχλήεις"], "misunderstanding": ["παρασύνεσις"], "mite": ["ἀκαρί"], "mitigate": ["ἠπιαίνω"], "mix": ["συγχέω", "φύρω", "κιρνάω", "ἐγκεράννυμι", "κεραίω", "ἀνακίρναμαι", "κυρκανάω", "ἁπαλφιτίζω", "κραματοποιέω", "μείγνυμι"], "mixed": ["κεράς", "μεσοπόρφυρος", "συγκατάφυρτος", "χεριφυρής"], "mixture": ["κρᾶμα", "σύγκραμα", "ἀναμιγή", "κέρασμα", "μετακέρασμα", "ὑπόμειγμα"], "moan": ["προσανοιμώζω"], "mobile": ["εὐνώμας", "περίοιστος"], "mock": ["ἐπικερτομέω", "διαμωκάομαι", "ἐφεψιάομαι", "ἀναμωκάομαι", "μωκίζω", "προσχλευάζω", "σικχάζομαι"], "mocker": ["καταγελαστής", "μωκός", "ἐπικοκκάστρια", "ἐπισκώπτης"], "mockery": ["μῶκος", "καταμώκησις", "κερτομία", "ἐμπαιγμονή", "κατάχαρμα", "καταπαιγμός", "μώκημα", "περίσυρμα", "χλεύασμα"], "mode": ["δίαιτα"], "model": ["ἐκτυπόω", "ἀποπλάσσομαι"], "moderate": ["μέτριος"], "moderation": ["μετριότης"], "modest": ["αἰδημονικός"], "modestly": ["κεκοσμημένως"], "modesty": ["μετριοφροσύνη", "αἰδημοσύνη"], "moist": ["ἴκμιος", "νοτιώδης"], "moisten": ["ἐπιδεύω", "ὑγρώσσω", "ἀφυγραίνω", "ἀνυγραίνω", "διϊκμάζω", "ἐνυγραίνω", "ἰκμαίνω", "παρυγραίνω", "συνδεύω", "ὑποδεύω"], "moisture": ["ὀργάω", "ἰκμάς", "νοτίς", "ὑγρασία", "νοτίη", "ὑδρότης"], "mole": ["ἴνδουρος"], "moment": ["αὐτίκα"], "momentary": ["ἀμεριαῖος"], "monarch": ["τυραννεύω"], "monarchical": ["μοναρχικός"], "monsoon": ["ἵππαλος"], "monstrous": ["κνωδαλώδης"], "month": ["μείς", "μήν", "Ἀπατουρεών"], "monthly": ["ἐπιμήνιος", "μηνιαῖος", "καταμήνιος", "ἐμμήνιος", "συμμηνιακός"], "moonless": ["ἀσέληνος"], "moonlight": ["σελήνιον"], "moor": ["προορμίζω"], "moral": ["ἠθικός"], "morbid": ["νοσηλός"], "more": ["πλείων", "αὖ", "αὖ", "πλήν", "κρείσσων", "πλειονάζω", "οὐκέτι", "ἀλγίων"], "morning": ["ἠώς", "ἄριστον", "ὀρθρία", "ἠώκοιτος"], "star": ["ἀστήρ"], "morrow": ["ἕνος", "ἕνος"], "morsel": ["ψώμισμα", "ψωμίς", "βλωμός"], "mortal": ["βροτός", "καταθνητός", "βροτήσιος", "κατακαίριος", "μορτός", "θνατός"], "mortality": ["θνητότης", "θνῆσις"], "mortar": ["θυεία", "ἴγδις", "ξηρόκοπτον", "κοπτούρα", "λίγδος", "ὁλμειός"], "mortification": ["νέκρωσις"], "mortify": ["νεκρόω"], "mossy": ["μνιαρός"], "most": ["ἄριστος", "πλεῖστος", "ὕπατος"], "moth": ["σής", "βρωστήρ", "ἡπίολος"], "mother": ["μήτηρ", "ἀδελφός", "ἀμμά", "μάμμη", "μαμμία", "γενέτειρα", "ἀμμία", "μάτηρ"], "motherless": ["ἀμήτωρ"], "motion": ["παρά", "πρός", "ἵημι", "σεύω", "ὁρμάω", "ἐλαύνω", "ὁρμή", "κινέω", "διώκω", "κίνησις", "κινηθμός"], "motive": ["πρόφασις"], "motley": ["ποικίλος", "σ]ηματοποικίλος"], "mottled": ["ποικίλος", "κηλάς"], "mould": ["ἐπικυλλόω", "προεκτυπόω", "προπλάσσω"], "mound": ["σκόπελον"], "mountain": ["ὄρος", "ὀρινοβάτης"], "mountainous": ["ὀρειώδης", "ὀρώδης"], "mourner": ["πενθητήρ"], "mournful": ["πενθήμων", "γοώδης", "ἔνθρηνος"], "mourning": ["ἔλεγος", "πένθησις", "πενθεινός"], "mouse": ["μῦς", "σμίνθος", "ζεγέριες", "ὕραξ"], "mouth": ["μῦθος", "στόμα", "στόμιον", "χάνος", "στόμωμα", "προστόμιον", "καταστόμιον"], "mouthpiece": ["προστομίς"], "move": ["ὁρμάω", "κινέω", "κυκλέω", "παραιθύσσω", "σαικωνέω"], "mover": ["κινητήρ"], "movement": ["ὁρμή", "κίνημα"], "moving": ["διαφορά", "οἶσις", "κινητός"], "mow": ["ἀμάω"], "mud": ["ὗλις", "ζάλος", "πήλωμα", "τύντλος"], "muddy": ["ἰλυόεις", "ἔμπηλος", "τυντλώδης"], "mulberry": ["βάτιον"], "mulct": ["ἐπιζημιόω", "δικέω"], "mule": ["ὀρεύς", "βουρδών", "ἡμιονάγριον"], "muleteer": ["ὀρεωκόμος", "ἀστραβηλάτης", "ἡμιονίτης"], "multiplication": ["πολλαπλασιασμός", "πολλαπλασίωσις", "κατάκρασις", "πολυπλασιασμός"], "multiply": ["ἀπειρόω", "πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιόω", "πολυπλασιάζω", "πολυπληθέω", "πολυπληθύνω"], "multitude": ["πλῆθος", "παμπληθία"], "mumble": ["μασταρύζω"], "mundane": ["περικόσμιος", "ἐγκόσμιος"], "munificence": ["μεγαλοδωρία"], "munificent": ["μεγαλόδωρος", "εὐεργέτας", "μεγαλοδάπανος"], "war": ["πολεμέω", "πόλεμος", "πολεμίζω", "στρατεύω"], "murder": ["φόνος", "κονή", "κτόνος"], "murderer": ["αὐθέντης", "τιμωρητής", "κτάντης"], "children": ["νέπους"], "murderous": ["φονάω", "ὑποφόνιος", "πολύφονος", "πολυφόνος", "πολυκτόνος", "ἀνδροθνής", "διασφακτήρ", "αἱματουργός", "φονουργός", "κοπτικός", "πολυσφαγής"], "murky": ["βαθύσκοτος"], "murmur": ["ἐπιμύζω", "ἐπιμορμύρω", "ὑπογογγύζω"], "music": ["μουσικά"], "musical": ["μουσικός", "ᾠδικός", "ἀοιδικός", "ἔνῳδος"], "musician": ["κρουματοποιός", "μουσοτέχνης"], "mussel": ["κόγχη", "πελωρίς"], "mustard": ["νᾶπυ", "διάρινον"], "roll": ["κυλίνδω", "ἐγκυκλέομαι", "περιελίσσω", "κρώβυλος", "ἐπεισκυκλέω", "κόλλιξ", "ἐγκυλίνδω", "ἐνδινέω", "ἀναδινέω", "κολλούρα", "κύλισμα"], "mutilate": ["μελοκοπέω", "ἀμφιγυιόω", "καταλωβάω", "κολοβίζω", "κωφέω"], "mutilated": ["πήρωμα"], "mutilation": ["ἀκρωνία", "ἀκρωτηρίασμα", "κολόβωσις", "μασχαλισμός", "μελοκόπησις"], "mutter": ["διαγογγύζω"], "mutual": ["κοινός"], "mutually": ["ἀλλήλων"], "muzzle": ["κημός", "στομόω", "φιμόω", "κημόω", "ἐμφορβίω", "πύσσαχος"], "my": ["ἐμός"], "myrrh": ["σμύρνα", "ἁλυκόσμυρνα"], "myrtle": ["μυρσίνα"], "myself": ["ἐμαυτοῦ"], "mysterious": ["κρυφιώδης"], "mystery": ["μυστήριον"], "nag": ["καβάλλης", "νίννος"], "nail": ["ἧλος", "καρφόω", "συνηλόω", "ἇλος"], "naked": ["γυμνάς", "γυμνήτης"], "nakedness": ["γυμνότης"], "name": ["καλέω", "ὀνομάζω", "ὄνομα", "ὀνομασία", "ὀνομαίνω", "κατονομάζω", "ὄνυμα", "ὀνυμάζω"], "nameless": ["νώνυμνος", "ἀκατονόμαστος"], "namely": ["γάρ"], "napkin": ["ἐκμαγεῖον", "καψιδρώτιον"], "narrate": ["ἀπεξηγέομαι"], "narration": ["ἀφήγησις"], "narrative": ["ἀφηγηματικός"], "narrator": ["διηγητής"], "narrow": ["στενός", "στενωπός", "στενόστομος"], "narrowness": ["στενότης"], "nation": ["γένος", "ἔθνος"], "national": ["ἐθνικός"], "native": ["πατρίς", "ἐγγενής"], "natural": ["φύσις", "ὀργή", "συγγενής"], "naturally": ["εἰκότως", "πεφυκότως"], "nature": ["φύσις", "ποῖος", "ποιός", "ποιός", "ἦθος", "φυτός", "βαρβαρότης", "φυά"], "nave": ["χοινικίς"], "navel": ["ὀμφαλός"], "navigable": ["περατός", "ναυσιπέρατος", "πλώσιμος", "ἔκπλωτος"], "nearly": ["παραπλήσιος"], "nearness": ["ἐγγύτης", "γειτονεία"], "neatly": ["συνησκημένως"], "necessary": ["χρή", "χρεών"], "necessity": ["χρῆ", "χρῆ", "ἀνάγκη", "ἀναγκαίη", "χρεώ"], "necklace": ["δέραιον", "πλόκιον", "ἀμφιδέραιον", "δραύκιον", "καθόρμιον", "κόρυμνα", "μάννος", "μανάκιν", "περιδερίς", "ὑφόρμιον", "ψελλινία"], "necromancer": ["νεκρόμαντις", "ψυχόμαντις"], "necromancy": ["νεκρομαντεία", "ψυχομαντεία"], "nectar": ["νέκταρ"], "need": ["χρῆ", "χρῆ", "χρή", "χρῆμα", "χρέος", "χρεώ", "χρεία", "χρηΐζω", "χρηΐσκομαι"], "needful": ["χράω", "δέον", "χρειώδης"], "needle": ["βελόνη", "ῥαφίς", "ἠπητήριον", "κωβήλη"], "needy": ["κεχρημένος"], "negative": ["ἀποφατικός"], "neglect": ["ἀμελέω", "ἀπηλεγέω", "ἀψεφέω"], "neglectful": ["ἀμελέω"], "negligence": ["ἀμελίου"], "negligent": ["ἀποκηδής"], "negligently": ["παρημελημένως", "ἀπερριμμένως", "κατημελημένως", "παρηκουσμένως"], "negotiator": ["ἐργαστής"], "neighbour": ["ἀγυιᾶτις", "πλατυχαίτας", "πλησιαστής"], "neighbourhood": ["πλησιότης"], "neighbouring": ["ὁμόχωρος", "ἀγχίγυος", "ἀγχιγείτων", "ἀγχόμορος", "γειτνιακός", "ἄγχουρος", "ἀγχήρης", "γειτόσυνος", "συγγείτνιος"], "neighbourless": ["ἀγείτων"], "neither": ["οὔτε", "μήτε"], "nor": ["οὔτε", "μηδέ", "μήτε"], "nephew": ["ἀδελφιδέος"], "never": ["μηδέποτε"], "nevertheless": ["ὅμως", "ὅμως", "ἔμπαν"], "new": ["γίγνομαι", "νέος", "νειός", "καινός", "νεοχμός", "νεόμηνι"], "newly": ["νεάγγελτος", "καινοσχημάτιστος"], "wealth": ["πλοῦτος", "ἄφνος", "εὐκτημοσύνη", "εὐχρηματία", "μαμωνᾶς"], "next": ["νέω", "εἶτα", "δεύτερος"], "nibble": ["χναύω"], "niggardly": ["ἀπάροχος"], "nigh": ["ἐγγύς"], "night": ["νύξ", "ἐγκοιμήτωρ", "εὐφρόνα"], "nightly": ["νύχιος", "ἔννυχος", "νυκτέλιος", "νυκτερήσιος", "αὐτονύχιος"], "nightmare": ["Τῖφυς", "ἐφιάλτης", "ἠπιάλης", "πνιγαλίων"], "nightingale": ["ἀηδονίς"], "nine": ["ἐννεάς", "ἐννέα", "Ἑκάεργος", "Ἥρα", "Ἥφαιστος", "ἅλιος"], "nineteen": ["ἐννεακαίδεκα"], "ninety": ["ἐνενήκοντα", "ἐννήκοντα", "ἐνήκοντα"], "ninth": ["ἔνατος", "εἴνατος"], "nip": ["ἀποκνίζω"], "noble": ["καλός", "καλός", "ἀγαθός", "γεννικός"], "nobody": ["μηδείς"], "nocturnal": ["διανύχιος"], "nod": ["νευστάζω", "ἐννεύω"], "noise": ["θόρυβος", "ψόφος", "θρόος", "κοπετός", "βρυαλιγμός", "ψόφημα"], "noiseless": ["ἀψόφητος", "ἀδούπητος", "ἄκτυπος", "ἄθροος", "ἀσμάραγος"], "noiselessly": ["ἀκεόντως", "ἀπαταγί"], "noisy": ["καναχός", "κρακτικός", "πολύηχος", "ψοφώδης", "κατάκροτος", "συρβηνεύς"], "none": ["ὅμως", "ὅμως"], "nonsense": ["ψυχρολογία"], "nonsensical": ["ἀσυνετοποιός"], "noose": ["δεσμόβροχος"], "north": ["χῶρος", "Χῶρος"], "northern": ["περιβόρειος"], "nose": ["ῥίς", "ῥώθων"], "nostril": ["μυκτήρ"], "notable": ["ἀρίσημος"], "notch": ["χήλωμα"], "note": ["ἐπισημείωσις"], "nothing": ["οὐδείς", "μήτις", "μήτις", "μηδείς", "ἐτός", "ἐτός", "μηδέν"], "notice": ["λανθάνω"], "noticeable": ["εὐπαρατήρητος"], "notification": ["διαγγελία"], "notion": ["δόξα"], "notorious": ["δ.η.μοβόητος", "δ.η.μολάλητος", "ἐπίφατος"], "notoriously": ["κεκηρυγμένως"], "notwithstanding": ["ὅμως", "ὅμως"], "nourish": ["ὑδνέω"], "nourishing": ["θρέψις", "γηροβοσκός", "λαοτρόφος", "δίαλσις", "τροφόφορος"], "nourishment": ["τροφή"], "novel": ["καινοπρεπής"], "novelty": ["καινοπρέπεια"], "now": ["οὖν", "ἤδη", "ἤδη", "νῦν", "νῦν", "τοτέ", "τοτέ", "μήν", "μήν", "ἄγε", "τανῦν", "νύ"], "nowhere": ["οὐδαμοῦ", "μηδαμοῦ", "μηδέποθι", "μηδαμόθι", "μηδαμεῖ", "μηθαμοῦ", "οὔ", "οὔ", "οὔθα"], "noxious": ["δ.η.λητήριος", "δ.η.λητηριώδης"], "nudge": ["κυβιτίζω"], "nugget": ["πάλα"], "nuisance": ["σιαντία"], "void": ["ἐκτιλάω"], "number": ["ἀγών", "πλῆθος", "τριάς", "ἀριθμός", "τριακοντάς", "ἔθνος", "μυριάς", "πολυψηφία"], "numberless": ["μυρίος"], "numerous": ["πλεοναστός"], "nuptial": ["ἐπιγάμιος", "νυμφευτήριος", "ἐγγάμιος"], "nurse": ["τιθήνη", "τίτθη", "βαΐα", "τιθήνα", "τροφώ"], "nursery": ["φυτώριον"], "nursing": ["τιθηνός", "τιθήνησις", "τιθηνητήριος", "τιτθεία"], "nursling": ["τιθήνημα", "ἀνάθρεμμα"], "nut": ["κάρυον", "βαλιδικός"], "nutritious": ["τροφώδης"], "nymph": ["Ναιάς", "Νύμφη"], "o": ["ὦ", "ὦ", "λωΐων", "νη"], "oaken": ["δρύινος", "φήγινος", "δρύϊνος", "φηγότευκτος"], "oar": ["τροπόω", "ἐρετμόν", "κώπα"], "oath": ["ὅρκος", "ὅρκιον", "ἀντωμοσία", "ὅρκωμα", "ἐνόρκιος", "ἐπωμοτικόν"], "obedience": ["πεῖσα", "ὑπακοή"], "obedient": ["καταπειθής", "πείθαρχος", "ἐπιπειθής"], "obey": ["πιθέω"], "object": ["μέλω", "ὅρκος", "πρέσβος"], "objection": ["ἔνστημα", "προσένστημα"], "oblation": ["προσκομιδή"], "obligation": ["χρέος"], "oblique": ["Λοξικός", "ἐνσκέπαρνος", "λοξοειδής", "λοξοκέλευθος", "παράλοξος", "σκαληνοειδής"], "oblivion": ["ἐπίλασις"], "oblong": ["παραμήκης", "ἐπίμακρος"], "obscene": ["αἰσχρουργός"], "obscure": ["λοξεύω"], "obscurely": ["ἐπεσκοτισμένως", "μεμελανωμένως", "ὑπεσταλμένως"], "obscurity": ["γριφότης"], "obsequious": ["ἀρεσκευτικός"], "obsequiousness": ["ἀρέσκεια"], "observant": ["δίκαιος", "τηρητικός", "πολυσκόπος"], "observation": ["παρατήρησις", "κατόπτευσις", "παρατήρημα", "ἐπιτήρησις", "νώμησις", "διάσκεμμα", "ἐφόρασις", "καταθεώρησις", "τήρημα"], "observe": ["συντίθημι", "ἀποθεωρέω", "θαέομαι", "προεπινοέω", "προσνοέω", "καθιστορέω", "ὑπαισθάνομαι"], "observer": ["παρατηρητής"], "obstinacy": ["ἰσχυρογνωμοσύνη"], "obstinate": ["ἀδικόμαχος"], "obstruct": ["ἀντεμφράττω", "ἀντισκοτέω"], "obstruction": ["ἐπίφραξις", "ἀντισκότησις", "παρεμποδισμός"], "occult": ["ἐπιπροσθετέω"], "occupy": ["οἰκέω", "ἀμφικρατέω"], "occurrence": ["συγκύρημα", "συνηβολίη", "συνάντισμα"], "odd": ["ἀπόζυγος"], "odious": ["ἐχθρός"], "odour": ["ὀσφρασία", "ὀδμά"], "off": ["ἄρχω", "ἄπιος", "ἀπέχω", "ἁρπάζω"], "offence": ["προσοχθισμός"], "offensive": ["προσκρουστικός"], "offer": ["θύω", "θύω", "ἀποδίδωμι", "ἐπιθυμιάω", "τραπεζόω", "ἀποκηρύσσω", "ἑκουσιάζομαι", "προσανατίθημι", "ὑπανατείνω"], "office": ["χιλιαρχία", "ἐφορεῖον", "φρουραρχία", "ῥαβδουχία", "ταγεία", "ἀλαβαρχία", "στραταρχία"], "officer": ["ἐξισωτής"], "official": ["ἀπάρχης", "διαβέτης", "ἐπιδαμιοργός"], "offshoot": ["ἐπόσχιον"], "offspring": ["γονή", "ἀπογέννημα"], "oft": ["πολλάκις"], "often": ["πολλάκις", "θαμά", "δ.η.θάκι", "πολλάκι", "θαμάκι", "θαμινά"], "oh": ["ὦ", "ὦ", "εἴθε", "ἰώ", "ἰώ"], "oil": ["ἔλαιον", "ἐλαιόω", "ἀπολιπαίνω"], "oily": ["κατέλαιος", "ἐλαιώδης"], "ointment": ["μυρίζω", "μύρισμα", "κυτμίς", "πλαγγόνιον", "δεκάμοιρον", "πεντάμυρον", "περίχριστος"], "old": ["πρέσβυς", "παλαιός", "τριτάω", "παλαιόω", "γῆρας", "γῆρας", "χιλιάζω", "γηράσκω", "γεραιός"], "olden": ["πάλαι"], "older": ["προγέρων"], "woman": ["γυνή", "Μηδίς", "ἀνδρίς", "ξένη", "γυνά", "κορασίς", "στήτα"], "oligarch": ["ὀλιγάρχης"], "oligarchical": ["ὀλιγαρχικός"], "olive": ["ἔλαιον", "ἔλαιος", "μυρτίνη", "δρύππα", "κερκῖτις", "νεωνία", "ὀρχάς", "πρημαδίη"], "omission": ["λεῖψις"], "once": ["ποτέ", "ποτέ", "ἅμα", "ἅμα", "εὐθύς", "αὖ", "αὖ", "ἁλής", "αὐτίκα", "προσάπαξ"], "onion": ["κιγχάνω"], "only": ["ἐΐσκω"], "onset": ["ὁρμή"], "onslaught": ["ἐπίπτωσις"], "opaque": ["ζοφώδης"], "open": ["φανερός", "ἐλεύθερος", "ἀνοίγνυμι", "ἀποσχάζω", "οἴγω", "διοίγνυμι", "ἀναμύω", "ἐπανοίγω", "οἴγνυμι"], "opening": ["ἄνοιξις", "ἐξάνοιξις", "δίοιξις", "διάνοιξις", "διαπέτεια", "προπυλίς"], "openly": ["ἀποκεκαλυμμένως", "ἐκκειμένως", "ἐξαναφανδόν", "ἐκφάνδην", "ἀνακεκαλυμμένως", "ἀνεπικαλύπτως", "ἀνεῳγότως", "διαφάδην", "φανδόν"], "operation": ["ἐπισκυφισμός"], "ophthalmia": ["ὀφθαλμία"], "opinion": ["δόξα", "οἴημα", "δοξασία"], "opinionated": ["οἰητικός"], "opponent": ["ἀντίδικος"], "opportunely": ["εὐαφόρμως"], "opportunity": ["ἐπικαιρία"], "oppose": ["ἐναντιοπραγέω", "ἀντιδιατάσσομαι"], "opposite": ["ἀντί", "ἐναντίος", "ἀντάω", "ἄντα", "ἀπεναντίον", "ἀπέναντι", "ἀντίχθων", "κατιθύς", "ἀντίς", "ἐξαντίαι"], "opposition": ["ἐναντίωσις", "ἀντίθεσις", "ὑπεναντίωσις", "ἀντίκοψις", "ὑπεναντιότης"], "oppress": ["καταδυναστεύω"], "oppression": ["στενοχώρησις", "καταδυναστεία", "ἀποθλιμμός", "ἐκθλιβή"], "oppressive": ["ἐπίβαρυς", "θλιβώδης"], "oracle": ["χράω", "λόγιον", "μαντεῖον", "μάντευμα"], "oracular": ["θεμιστός", "μαντόσυνος", "χρησμώδης", "θεμιτώδης", "θεσπιόμαντις", "χρησμῳδικός"], "oratorical": ["ῥητορικός"], "oratory": ["ῥητορεία"], "orchard": ["μηλών"], "ordain": ["τάσσω"], "order": ["ὅπως", "τάσσω", "ἑξῆς", "κόσμος", "κοσμέω", "ἐπιστολή", "ἐφεξῆς", "συγκατακοσμέω", "ἐπίσταλσις", "προσπαραγγέλλω"], "ordered": ["δίκαιος"], "ordinance": ["νόμος", "νόμος", "διόρισμα"], "ordure": ["ἀπόπατος", "ἀπόψυγμα"], "organ": ["ὄργανον"], "origin": ["ἀρχή", "φύσις", "προκαταρχή", "ἀρχαιογονία"], "ornament": ["καλλώπισμα", "ἔντροπον", "ἐπικόσμημα", "λάμπρυσμα"], "ornamental": ["φερέκοσμος"], "orphanhood": ["ὀρφανία", "ὀρφανότης"], "oscillation": ["συναιώρησις", "σάλευμα", "σάλευσις"], "osier": ["οἰσύα"], "ostracism": ["ὀστρακισμός"], "ostrich": ["στρουθοκάμηλος"], "other": ["ἕτερος", "αὖ", "αὖ", "ἀλλήλων", "ἁμοῦ"], "otherwise": ["ἄλλως", "ἐναντίος"], "ought": ["ὀφείλω"], "our": ["ἐμός", "ἁμός", "ἡμέτερος"], "outburst": ["ἀναπήδημα"], "outcast": ["ἐξώβλητος"], "outcry": ["βοή"], "outermost": ["ἔσχατος", "ἐξωτάτω"], "outflank": ["ὑπερκεράω", "ἀντιπαραθέω", "περικεράω"], "outflow": ["ἔκχυσις", "προχοά"], "outlawed": ["ἔκνομος"], "outline": ["περιγραφή"], "outlive": ["ὑπερβιόω"], "outpost": ["προφύλαγμα"], "outpouring": ["προχοή"], "outrageous": ["λωβήεις"], "outshine": ["ὑπερλαμπρύνομαι"], "outside": ["ἔξω", "ἐχθός", "ἔκτοσθε", "θύρῃφι", "ἔχθοι", "κατεκτός", "παρέξω", "θύρηφι", "θύσθεν"], "outspoken": ["παρρησιαστικός", "παρρησιώδης"], "outward": ["ἀγαπάζω"], "outweigh": ["ὑπερταλαντάω"], "overburdened": ["ὑπεραχθής"], "overcome": ["οἰνόω", "καίνυμι", "περικαίνυμαι"], "overflow": ["ὑπέρχυσις", "ὑπερρέω", "ὑπερκλύζω", "ὑπερπολάζω", "ἀναπλημμυρέω", "ἐπιπλημμύρω", "πλημύρω", "ὑπέρκλυσις", "ὑπερπλημμυρέω"], "overflowing": ["παρέκχυσις", "ὑπερέκχυσις"], "overjoyed": ["ὑπερχαρής"], "overlap": ["ὑποτροχάζω", "διεπιβαίνω"], "overmuch": ["ἀγάζω", "λίαν", "ὑπέρπολυς"], "overpower": ["δαμάζω", "ὑπερκρατέω", "ἀπονικάω", "ἐγκαταδαμάζω"], "overshadow": ["κατασκιάω", "ἠλυγάζω"], "overshadowed": ["ὑποσκότιος"], "overshadowing": ["ἐπῆλυξ", "ὑποσκίασις"], "overshoot": ["ὑπερακοντίζω", "ὑπερτοξεύω"], "overspread": ["ὑπερπαλύνω"], "overthrow": ["κατάβλημα", "κατερείπωσις", "κυπόω", "μετατρέπω"], "overturn": ["συνανατρέπω"], "overwhelm": ["βιάζομαι", "ἐγκαταχώννυμι"], "owe": ["ὀφείλω", "προαιδέομαι", "ἀπόφλω"], "owl": ["σκώψ", "ἀείσκωψ", "ἀσκάλαφος", "αἰγωλιός", "στρίξ"], "own": ["φίλος", "φίλος", "ἴδιος", "σφός", "ἑός", "οἰκεῖος", "οἰκειόω", "οὐσία", "οἴκοι"], "owner": ["ἀνάσσω", "πάστας"], "ox": ["βόειος", "βοῦς", "βοείη", "βοόω", "βοεύς"], "oyster": ["ὄστρεον", "λοπάδιον"], "pacify": ["ἡμερόω"], "pack": ["παρεκπληρόω"], "pad": ["σπληνίον"], "paean": ["παιάν", "παιήων"], "page": ["παλλικάριον"], "pain": ["λυπέω", "μορέω", "ἄλγος", "ὀδύνημα", "λύπημα", "ὀδύνα"], "painful": ["χαλεπός", "πονηρός", "ἐπίπονος", "ὀδυνηρός", "ἐπώδυνος", "ἐπαλγής", "ἀλγηρός", "ἐναλγής", "ὀδυναρός", "ὀδυνώδης"], "painless": ["ἀναλγής"], "paint": ["ἠθογραφέω"], "painted": ["γραπτός", "στρουθωτός"], "painter": ["γραφεύς"], "painting": ["γροφά", "ὀμματογράφος"], "pair": ["πύλη", "ἆ", "ἆ", "ζυγή"], "palace": ["βασίλειον"], "palatable": ["εὐήδυντος"], "palate": ["ὑπερῴα"], "palisade": ["σταύρωμα"], "pallet": ["ἀσκάντης"], "pallid": ["ἀνερευθής", "ὠχροειδής"], "pallor": ["ὠχρότης", "ὤχρωμα", "ὠχροσύνη"], "palm": ["πετήλη", "φοινίκιος", "φοινικίτης", "μεταστήθιον", "σπαθίτης"], "palpable": ["ἐπαυτόφωρος"], "pan": ["Πάν"], "pander": ["διαμαστροπεύω"], "panic": ["φόβος", "Πάνειος"], "papyrus": ["χάρτης"], "paralysis": ["ἡμιπληγία"], "paramour": ["κοινολεχής"], "parapet": ["ἐπάλξιον", "στεφανίς"], "paraphrase": ["μεταφράζω", "παράφρασις"], "parasite": ["δειπνοπίθηκος", "ἐντραπεζίτης", "μασύντης"], "parched": ["διάφρυκτος"], "parching": ["πολυκαγκής"], "pare": ["περιονυχίζω"], "parent": ["τοκεών"], "parenthesis": ["μεσοσυλλαβία"], "parody": ["ἰαμβοποιέω"], "parricide": ["πατρολέτωρ", "πατρορραίστης"], "parrot": ["ψιττακός"], "part": ["πλείων", "μέρος", "λαβή", "μοῖρα", "χωρίζω", "μετέχω", "ἔγκωπον", "ἐπιζύγωμα", "μέρισμα"], "partake": ["πατέομαι", "μετέχω"], "partaker": ["μοιρολόγχος"], "partial": ["μερικός"], "participation": ["μέθεξις", "μετάληψις", "μετάσχεσις"], "particular": ["χωρίον"], "partisan": ["συναιρεσιώτης"], "partition": ["διάφραγμα"], "partridge": ["πέρδιξ", "κακκάβη"], "walls": ["τειχέω"], "pass": ["βιόω", "πράσσω", "περάω", "περάω", "τελευτάω", "τέλος", "παρίημι", "δικάζω", "τελέω", "διείρω", "συνδιατρίβω", "ἀποτιλάω", "διεκβάλλω", "συνδιελαύνω"], "passable": ["ἀμεύσιμος", "ὁδωτός"], "passage": ["ἄπορος", "διέκπλοος", "διάδεξις"], "passion": ["ἔρως"], "passionate": ["φιλοργής"], "passionateness": ["δυσοργησία", "ὀξυθύμησις"], "passive": ["πάθη"], "passivity": ["πάθησις"], "past": ["πάρειμι"], "pastime": ["παιδιή"], "pastoral": ["νομευτικός", "ποιμαντικός"], "pasturage": ["νομός", "νομός", "νομή", "βουνομία", "κατανέμησις"], "pasture": ["νομός", "νομός", "νομή", "βοτάνη", "βοτάνα", "ἐκνέμω", "κατανομή"], "patch": ["ὑπορράπτω", "ἐμβόλισμα", "πρόσραμμα"], "path": ["ὁδός", "ὁδός", "ἀταρπιτός", "ἀτραπιτός"], "pathless": ["ἀκέλευθος"], "patient": ["μακρόψυχος", "τλητικός"], "patriotic": ["φιλοεθνής"], "patroness": ["πατρώνισσα"], "pattern": ["προτύπωμα"], "paunch": ["γαστρίον", "ὑπογαστρίς"], "pause": ["διάπαυσις", "ἐπηρέμησις"], "pave": ["ἀποστρώννυμι", "συστρώννυμι"], "paved": ["σκυρωτός", "σύλλιθος"], "pay": ["τίνω", "τιμάω", "χρέος", "ὀφείλω", "θάπτω", "προτελέω", "ἀπαγινέω", "σιτηρεσιάζω", "σιταρχέω", "ἐναποτίνω", "προδιάζω", "ὑποτίνω"], "paymaster": ["μισθοδότης"], "payment": ["τίσις", "φόρος", "ἔκτεισμα", "ἀπότεισμα", "ἐξοδιασμός"], "peace": ["εἰρήνη", "εἰρήνα"], "peaceable": ["ἡσυχικός"], "peaceful": ["εἰρηναῖος", "ἡσύχιμος"], "pear": ["ἄπιος", "ἄπιον", "φωκίς", "ἀπίδιον"], "pebble": ["κάχληξ", "ψᾶφος"], "peck": ["κολάπτω"], "peculation": ["Χρησις"], "peculiarity": ["ἰδιασμός"], "pedestal": ["παγεύς", "ὑποβατήρ"], "pedigree": ["γενεαλόγημα"], "peel": ["λοπός", "ἐκβολβίζω", "ἀπολεπίζω", "ἐπιδερματίς", "λέπισμα", "περιγλύφω"], "peevish": ["δυσχεραντικός", "δυστροπικός"], "peevishness": ["δυστροπία"], "peg": ["πάσσαλος", "κόλλοψ", "ἐπιτόνιον", "στυλίσκος", "πασσαλίσκος"], "pellucid": ["διαφεγγής"], "penalty": ["θωή", "ὄφλησις", "ποίνημα", "ποινά", "τιτύς"], "penchant": ["πρόσνευσις"], "penetrate": ["περάω", "περάω", "διανήχομαι", "διαβιάζομαι", "εἰσχωρέω"], "penetrating": ["διαδυτικός", "διαπεράσιμος"], "peninsula": ["χερσόνησος"], "penurious": ["βιοφειδής"], "people": ["ἀγών", "γένος", "ἀγορά", "στρατός", "ἔθνος", "λαός", "δημόσιος", "κτίζω"], "pepper": ["πιπεράδιον"], "perceive": ["γιγνώσκω", "αἰσθάνομαι", "προαισθάνομαι", "προδιαγιγνώσκω", "καταισθάνομαι", "ἀΐω"], "perception": ["νόος", "ἐπαίσθησις", "ἐπαίσθημα", "φραδά"], "perch": ["πέρκη", "προκαθίζω"], "percolate": ["διουρίζω"], "percussion": ["ἐπίκρουσις"], "perfect": ["τέλειος"], "perfection": ["αὐτοτελειότης"], "perforate": ["ἀποτετραίνω"], "perforated": ["περίτρητος"], "perforation": ["ἀνάτρησις"], "perforce": ["ἠναγκασμένως"], "perform": ["πράσσω", "τελέω", "πονέω", "ἐργάζομαι", "ἔρδω", "τελιάζω"], "performance": ["τέλος"], "perfume": ["βαρύ"], "perfumer": ["μυροποιητής"], "perhaps": ["πού"], "period": ["ὥρα", "ἑπτάς"], "perish": ["ἀποφθινύθω"], "perishable": ["φθίδιος"], "perjury": ["ψευδορκία"], "permanent": ["κατάμονος", "διάμονος"], "permit": ["ἐάω"], "pernicious": ["ἀξιώλεθρος"], "perpendicular": ["καθετικός"], "perpetration": ["ἔργασις"], "perpetuate": ["διαιωνίζω"], "perplexity": ["συνθρόησις"], "persecution": ["διωκτύς"], "persevere": ["ἐγκαρτερέω", "ἐνδελεχίζω", "ἐνταλαιπωρέομαι"], "persevering": ["τλάθυμος"], "persist": ["συνεχίζω"], "persistence": ["ἐνδελεχισμός"], "persistent": ["παρεδρευτικός"], "person": ["ἐκεῖνος"], "perspicacity": ["διάθρησις"], "perspire": ["ἐξιδρόω"], "persuade": ["πείθω", "καταπείθω", "παραναπείθω"], "persuasion": ["πεισμονή", "κατάπεισις", "καταπείθησις"], "persuasive": ["πειστικός", "ἀναπειστήριος"], "pervade": ["ἐνδιήκω"], "perverse": ["στρεβλοκάρδιος"], "perversely": ["διεστραμμένως"], "pestilence": ["λοίμη"], "pestilential": ["λοιμικός", "λοιμώδης"], "pestle": ["ὕπερος", "δοῖδυξ", "ἀλετρίβανος", "τριπτήρ", "λάκτις", "ναγεύς", "θυέστης"], "pet": ["ἀθυρμάτιον"], "petition": ["βιβλίδιον"], "petrify": ["πωρόω"], "pettifogger": ["δικορράφος"], "phantom": ["εἴδωλον"], "phase": ["φώτισμα"], "philosophise": ["φιλοσοφέω"], "phlegm": ["λάππειν"], "pick": ["κρίνω", "διαλέγω", "ἐκλέγω"], "picked": ["λογάδην"], "pickle": ["ταριχοποιέω"], "picture": ["πυκτίς", "σανίσκη"], "piebald": ["ποικιλοδέρμων"], "piece": ["ἀγή", "ἀγή", "μόριον", "χῶρος", "χῶρος", "κόπαιον"], "pierce": ["πείρω", "παρακεντέω", "σουβλίζω", "συνεκκεντέω"], "piercing": ["διαμπερής", "διάτορος", "ἀντιτόρησις", "ἀποκέντησις", "τρυπανώδης"], "piety": ["εὐσεβία"], "pig": ["ὗς", "ὗς", "δέλφαξ", "δέλφος", "γρίσων"], "pigment": ["μηλίς", "περιάλειμμα"], "pile": ["νέω", "συννέω", "στοιβάζω"], "pillage": ["ἐκπορθέω"], "pillar": ["κίων", "στῦλος", "στόχος", "στήλωμα", "στυλογλύφος"], "pillow": ["στρογγύλωμα"], "pimp": ["μαστροπός", "μάτρυλλος"], "pimple": ["ψυδράκιον"], "pin": ["περόνη", "σκαλμός", "διαπερονάω", "λοπίς", "κνώδαξ"], "pincers": ["σκενδύλη"], "pine": ["πίτυς", "πεύκη", "πιτύς"], "piper": ["τιτυριστής"], "pirate": ["λῃστρίς"], "piratical": ["λῃστρικός", "λῃστικός"], "pit": ["μάλη", "σιρός", "γνύθος"], "pitch": ["πίσσα"], "pitched": ["κωνίας", "πισσωτός"], "pitcher": ["κάλπις", "κάλπη"], "piteous": ["ἔποικτος"], "piteously": ["ἐλεόν", "οἰμωκτί"], "pitiable": ["οἰκτρός", "δείλακρος", "ἐποίκτιστος", "κάτοικτος", "ἀξιελέητος", "οἰμωκτός"], "pity": ["ἔλεος", "ἔλεος"], "pivot": ["κνωδάκιον"], "placable": ["εὐπαραίτητος", "ἱλάσιμος", "εὐεξίλαστος", "εὐκαταπράϋντος"], "plague": ["νόσος", "λοιμός"], "plain": ["πεδίον", "πεδίον", "σαφής", "λεῖος"], "dealing": ["γάρ"], "plaintive": ["κλαύσιμος", "κλαυθμηρός"], "plait": ["ἐμπλέκω", "ἔμπλεγμα", "ἴλλω"], "plaited": ["τρίχαπτος", "σύμπλεκτος", "πλοκερός"], "plan": ["βουλή", "χωματογραφία"], "plane": ["ῥυκάνη", "ῥυκανίζω"], "plank": ["δοκίς"], "plant": ["φυτόν", "φυτάς", "βάλλις", "προσερείδω", "καταφυτεύω", "γλαυκίσκος", "νήθουσα", "ἴσοφρυς", "γολονά", "γαληρός", "Ἶσις", "ἀναφυτεύω", "φύτλον", "δικταμνοειδές", "διφαδεύει", "ξυλαμάω", "βουμανές", "ἀργύριος", "ἀντόφρυς", "ζώγη"], "plantation": ["ἅλων"], "plash": ["καχλάζω"], "plashing": ["καναχής"], "plaster": ["βαρβάρα", "ἄφρα", "ἐξαλείφω", "κηρίνη", "ἐπίπλασμα", "περιπλάσσω", "Ἑλλαδικός", "δίχρωμος", "Ἡφαιστιάς", "Καυνιακή", "ἀρτόμελι", "δυσραχῖτις", "ἔμπλασμα", "φιλαδέλφιον", "φθειρογράφος", "φυκοτύχη"], "plate": ["φύλλιον", "πλάτυμμα"], "platform": ["ὀκρίβας", "φαλλαγωγεῖον", "πλάτας"], "platter": ["ἀρτοπίναξ"], "plausible": ["κροτητικός"], "played": ["μελλοδειπνικός"], "playful": ["παίγνιος", "παιδιώδης"], "playfulness": ["παιγνιώδης"], "plaything": ["ἐνεψίημα"], "plea": ["πρόφασις"], "pleading": ["δικολογία"], "pleasant": ["ἡδύς", "εὐφραντός", "χαρμονικός"], "please": ["συναρέσκω"], "pleasing": ["χάρις", "ἄρεσκος"], "pleasure": ["ἦδος", "ἡδονή", "ἁδονά"], "pledge": ["ἐνεχυρόω", "ἐγγυάομαι", "ἐνυπάλλαγμα", "ὑπόδεσμα"], "plethora": ["πολυυλία"], "pleurisy": ["πλευρῖτις"], "plot": ["δολοπεύω", "ἐπιθεσία"], "plotter": ["διαρρήκτης"], "plough": ["ἀρόω", "νεάω", "φάρος", "ἄροτρον", "φαράω", "ἀροτριάζω", "βοωτέω", "διαρόω", "ἀράω", "ἀροτρεύω"], "ploughing": ["ἀρότρευμα", "αὐλακισμός"], "ploughman": ["βοώτης", "ἀρότας"], "pluck": ["ἀμέργω", "διατίλλω", "δρέπτω", "ἐπιδρέπω", "μαδίζω", "νακοτιλτέω"], "plumage": ["πτέρωσις"], "plume": ["χαίτωμα"], "plumpness": ["κατασάρκωσις"], "plunder": ["λεία", "κλοπεύω", "ξύλλομαι", "καταληΐζομαι", "λαφυρεύω"], "plunderer": ["συλήτειρα", "συλήτωρ", "κεραϊστής"], "plundering": ["διαρπαγή", "ληίστωρ", "ληιστύς", "ληϊστύς"], "plunge": ["δύω", "δυάω", "ποντίζω", "ὑποδύομαι", "ἀποκαταρρίπτω"], "poetess": ["ποιήτρια"], "point": ["δείκνυμι", "ἄκρος", "μέχρι", "πειρά", "ἄκρον", "ἀποδείκνυμι", "ἀκή", "ἀκή", "ἀκή", "φράζω", "ἀκωκή", "κέντημα", "ἐπιστιγμή", "στίγος"], "pointed": ["προήκης", "φοξός", "πρόστομος", "ἀκροσίδηρος", "εὔκεντρος", "ἀκιδώδης", "ἀκροτελής", "ἐπακανθίζω", "πάροξυς", "σύνοξυς"], "pointless": ["ἀνακίδωτος"], "poise": ["πάλλω"], "poison": ["ἰός", "φαρμακάω", "φαρικόν"], "poisoner": ["φάρμακος", "φαρμακός", "φαρμακός"], "poisoning": ["φαρμακοδοσία"], "poisonous": ["θανατηρός"], "polish": ["ξεστίζω"], "politeness": ["ἀπευφημισμός"], "pollute": ["μυσόω", "ἀλισγέω", "ἐκμολύνω", "ἐμμιαίνω"], "pollution": ["ἀλίσγημα", "μίανσις"], "poltroon": ["συκομάμμας"], "pomegranate": ["σίδη", "Προμένειος", "ῥοΐτης", "ῥοιή"], "pond": ["λάκκος"], "pontifex": ["ποντιφεξ", "πραξιεργίας"], "pony": ["πωλίον", "ἱππάριον"], "poorness": ["φλαυρότης"], "poppy": ["μήκων"], "popular": ["λαώδης", "δ.η.μώδης"], "popularly": ["δημόομαι"], "populous": ["πολυάνθρωπος", "πολύδημος"], "populousness": ["πολυανδρία"], "porous": ["τρηματόεις"], "portable": ["περιφορητός", "μεταφορητός"], "porter": ["φορμόφορος", "φορτιαφόρος", "φορτοβαστάκτης", "ὠμιστής", "ὠμοφόρος"], "portico": ["προστῷον", "περιφλίωμα"], "portion": ["μέρος", "μοῖρα", "μόριον", "ἀπόμοιρα", "γεώπεδον"], "portrait": ["εἰκών"], "portray": ["εἰκάζω", "ἀποζωγραφέω"], "positively": ["ἀπισχυριστικῶς"], "possession": ["πᾶσις", "ἕξις", "κτέρας", "κατοκωχή"], "possessor": ["κτεάτειρα", "πάτωρ"], "possible": ["ἔξεστι"], "posterity": ["ὑστερογονία"], "postpone": ["διυπερτίθημι"], "posture": ["στάσις"], "pot": ["βρόχιον"], "potent": ["δυναμερός"], "potsherd": ["κουφεία"], "potter": ["κεραμεύς", "χυτρεύς", "ὀστρακεύς", "πηλοπλάθος", "φουρνοπλάστης", "κεραμοπλάστης", "κεραμοποιός", "κεραμοτήξ", "ὀστρακᾶς", "ὀστρακοποιός", "πλαστικάριος", "χυτροπλάθος"], "pottery": ["κεραμοπλαστικὸν"], "pound": ["προλειόω"], "pour": ["χέω", "ἐράω", "συγχέω", "ἐπιλείβω", "ὑποχέω", "καταντλέω", "ἀμφιχέομαι", "χείω"], "poverty": ["ἀκτημοσύνη", "μετριοσύνη", "πενίη", "πτωχότης", "χέρνα"], "powder": ["μάννα", "κατάπασμα"], "power": ["δύναμαι", "κύριος", "κύριος", "ἔξεστι", "δύναμις", "βία", "κράτος", "ἐξουσία", "κῦρος", "φαρμακόω", "δαιμονάω", "δαίμων", "κυρία", "βλέπω", "δαιμόνιον"], "powerful": ["κρατέω", "κρείσσων"], "powerless": ["λιποσθενής"], "practicable": ["διαπρακτέος"], "practice": ["νόμος", "θειάζω"], "practise": ["νομίζω", "κατασκέω", "ὑπογυμνάζω"], "practised": ["τρίβων", "τεκτονικός"], "praise": ["ἐπαινέω", "ἔπαινος", "ἐπαίνεσις", "αἴνεσις", "εὐαγορία", "εὐφαμία"], "praiseworthy": ["ἀξιέπαινος", "αἰνετός"], "prate": ["λογολεσχέω"], "prater": ["λογολέσχης"], "prating": ["ἀδολεσχικός"], "prattle": ["κωτιλία", "λαλαγή"], "prawn": ["χλωροκυρτίς"], "pray": ["ἀράομαι", "εὔχομαι", "εὐχετάομαι", "ἐπεύχομαι", "δαΐ"], "prayer": ["ἀρά", "ἀρά", "ἄντη", "δέησις", "εὐχή", "προσευχή", "ἐπευχή", "εὐχά", "εὐχωλά"], "precede": ["προακολουθέω", "συμπροτερέω"], "precept": ["ἐφημοσύνα"], "precincts": ["προτεμένισμα"], "precipitous": ["κρημνώδης", "ὑπόκρημνος"], "precise": ["ἀκριβής"], "precisely": ["κατηκριβωμένως"], "predict": ["προστοχάζομαι"], "prediction": ["προμάντευμα", "προμήνυσις"], "predominance": ["οἰκοδεσπότησις", "περικράτησις"], "preface": ["προθεωρία"], "prefer": ["βούλομαι", "προβέβουλα", "προανατάσσω"], "pregnant": ["ἐγκύμων", "ἔγκυαρ", "ἔπογκος", "κυηρός", "κυόεις"], "preliminary": ["προέορτος"], "prelude": ["πρόᾳσμα", "πρόκρουμα", "προψηλάφημα"], "premature": ["ὠμοχειρούργητος"], "prematurely": ["πρόκαιρος"], "preparation": ["παρασκευή", "κατασκευή", "προπαρασκευή", "ἐξάρτισις", "εὐτρεπισμός", "κατασκευασία", "παρετοιμασία", "προκατασκεύασμα"], "preparatory": ["προκατασκευαστικός", "ἐπισκευαστικός", "προκαταστατικός", "προπαρασκευαστικός"], "prepare": ["παρασκευάζω", "ὅπλομαι", "προοδοποιέω", "διευτρεπίζω", "πορσαίνω", "προκαταρτύω"], "prepared": ["ἐμπαράσκευος"], "presage": ["οἴομαι", "Προμένεια"], "prescription": ["ἁγέομαι"], "presence": ["παρουσία", "ἐπιπαρουσία", "παραγένησις"], "present": ["ὅδε", "πάρειμι", "ὄντα", "ἥκω", "προσήκω", "πάρειμι", "παραγίγνομαι", "παραυτίκα"], "presentiment": ["προαίσθησις"], "presently": ["τάχα"], "preservation": ["σωτηρία", "διατήρησις", "συντήρησις", "ἀνάσωσμα"], "preservative": ["φυλακτικός", "διασωστικός", "συντηρητικός"], "presidency": ["πρυτανεία"], "press": ["συμφράσσω", "προσειλέω", "συμπιέζω", "ἀγγαρεύω", "ἀπιπόω", "ἐκπιεστήριον", "προσθλίβω", "τροπήϊον"], "pressing": ["ἀπόθλιψις", "ἰσοτριβής", "ἐπείξιμος", "ἐπιπιεσμός", "πιέσιμος"], "pressure": ["θλῖψις", "ἐπέρεισις", "ἐνέρεισις", "ἀναπίεσις", "ἐμπίεσις"], "presuppose": ["προϋφίσταμαι"], "pretend": ["ἐπιμορφάζω", "ὑπομορφάζω"], "pretentiousness": ["σαλακωνεία"], "pretext": ["ἔφεξις", "πρόφασις", "προχάνη"], "prevail": ["πείθω", "νικάω", "καθυπερτερέω", "διαδυναστεύω"], "prevent": ["κωλύω", "εἴργω"], "prevention": ["κώλυσις"], "preventive": ["κωλυτικός", "διακωλυτικός", "κωλυτήριος", "ἀλεξητικός", "εἱρκτικός", "προκαταληπτικός"], "previous": ["προάνθησις", "προβιοτή", "προσθαγενής"], "previously": ["προηγουμένως", "προλαβόντως"], "price": ["τίνω", "τιμή"], "prick": ["περιστίζω", "ὑπονύσσω", "ἐνθράσσω", "νύγμα", "περιαμύσσω"], "prickly": ["ἀκανθοβόλος", "ἀθερηίς", "κεντητικός", "κεντρίτης"], "pride": ["σεμνολόγημα"], "priest": ["ἱεράζω", "ἱερεύς", "ἱεράομαι", "κερνοφόρος", "θεήκολος", "ἱροπόλος", "λείτωρ", "λήτωρ", "πλεσώνης", "θεοπόλος", "ὑποσπονδορχηστής"], "priestess": ["ἱέρεια", "ἱερίς", "ἀρχείνη", "ἀρχεῖτις", "ἀρχηΐς", "βωμίστρια", "ἱέρεα", "ἱρήτειρα", "σφάκτρια"], "priesthood": ["ἱερωσύνη", "ἱερατεία", "ἱρωσύνη", "ἱεράτευμα"], "priestly": ["ἱερώσυνος", "ἱερατευματικός"], "primal": ["πρώταρχος"], "primary": ["πρωτουργός"], "primeval": ["ὠγύγιος"], "prince": ["βασιλείδης"], "princely": ["αἰσυμνητής"], "princess": ["βασίλεια", "βασίλη"], "principal": ["δεῖπνον", "αὐθεντικός"], "prise": ["ἀέθλιον"], "prison": ["ἀναγκαῖον", "δεσμωτήριον", "κάρκαρον", "δεσμοφυλάκειον"], "private": ["ἴδιος", "οἰκείωμα", "ἰδιοξενοδόκος"], "privateer": ["συλεύς"], "privilege": ["προνομία"], "privy": ["ἀφεδρών"], "prize": ["τιμάω", "ἄεθλον"], "probability": ["εἰκοτολογία"], "probe": ["μήλη", "κοπάριον", "μηλαφάω", "μηλόω", "μηλωτίς"], "problematical": ["προβληματώδης"], "process": ["παίδευσις"], "procession": ["φανή", "διαπορεία"], "proclaim": ["χράω", "ἐπικηρύσσω", "κατακηρύσσω", "ἐπαγορεύω"], "proclamation": ["ἀνακήρυξις", "καταγγελία", "ἀνάγγελμα", "ἀνάρρημα", "ἀναγγελία", "ἐπικήρυγμα"], "proconsul": ["ἀνθύπατος"], "proconsular": ["ἀνθυπατικός"], "proconsulate": ["ἀνθυπατεία"], "procrastinate": ["αὐρίζω", "καταμέλλω"], "procure": ["κτάομαι", "προσπορίζω", "προσευπορέω", "προμοιχεύω"], "procuress": ["προκυκλίς"], "prodigal": ["ναννάριον", "νανναριστής", "πολυανάλωτος"], "produce": ["φύω", "φωνέω", "ἀποφαίνω", "ἀπογεννάω", "γένημα", "γονεύω", "ἀποφύω", "ἐντεύχω", "εἰσγένεσις"], "product": ["ἀπότεγμα"], "production": ["ποίησις", "ἐμποίησις", "ἀποτέλεσις", "ἐπιποίησις"], "productive": ["προσοδικός", "εὔγονος", "οἰστικός", "παρακτικός", "προβλητικός"], "productiveness": ["καρπογονία", "πολυφορία"], "profane": ["βεβηλόω", "ἐκβεβηλόω"], "profitable": ["ἐπικερδής"], "profitably": ["συμφερόντως"], "profusely": ["κεχυμένως"], "prognosticate": ["προσημειόομαι"], "prognostication": ["προτέλεσις"], "progress": ["ἀναβασμός", "πρόκομμα"], "prohibition": ["ἀπαγόρευσις", "ἀπόρρημα", "ἀπόταγμα", "παραγόρευσις"], "project": ["ἐπιπρόκειμαι", "ὑπερεξέχω"], "prolific": ["ἀρικύμων", "ἔνσπερμος"], "prolix": ["δ.η.θαγόρος"], "prolong": ["πολυχρονίζω", "παραμηκύνω", "ἐπεκβάλλω", "μακρύνω"], "prominence": ["ἐξοχή", "προπάλεια"], "prominent": ["προπαλής", "ἔξογκος", "προπαγής"], "promiscuously": ["ἀναμεμιγμένως", "ὑράξ"], "promise": ["ὕφεξις", "κατεπαγγελία"], "promontory": ["ἄκρον", "ἐνάκρα"], "prone": ["ἐπιφερής"], "proneness": ["καταφέρεια"], "pronounce": ["δικάζω", "προεκφωνέω"], "pronunciation": ["ἐκφώνησις"], "proof": ["πειράω", "πειράζω", "τεκμηρίωσις", "διδακτήριος", "σκεπτήριον", "τεκμηρίωμα"], "prop": ["στυλόω", "ἀντέρεισμα", "ἐπιστής", "περισκήπτω"], "propagate": ["ζωογονέω"], "propagation": ["ἀπότοκος"], "propensity": ["κατωφέρεια"], "proper": ["δέον"], "property": ["φύσις", "χρῆμα", "οὐσία", "ὕπαργμα", "πᾶμα", "ἔμπαμα"], "prophecy": ["προαγόρευμα"], "prophesy": ["χράω", "θεοπροπέω", "φοιβάζω", "μαντιπολέω", "ἐπιθεσπίζω", "ἐπιμαντεύομαι", "θεσφατίζω"], "prophetess": ["φοιβάστρια"], "prophetic": ["θεοπρόπος", "τερασκόπος", "θεσφατηλόγος", "μοιρολόγος", "προαγορευτικός"], "propitiate": ["ἀπαράομαι", "ἐξιλάσκομαι", "ἐξευμενίζω", "Εὐμενίζομαι"], "propitiation": ["ἐξευμένισις", "ἵλασμα", "ἱλέωσις", "μείλιξις"], "propitiatory": ["ἀρεστήριος", "ἐξιλαστήριος", "εὐαρεστήριος"], "propitious": ["ἐνιλάσιμος"], "proportion": ["καιρός"], "proportional": ["ἀναλογητικός"], "proportionately": ["ἀναλογάδην"], "proposal": ["ποθόδωμα"], "prosper": ["ἀρετάω", "εὐπρακτέω"], "prosperity": ["εὐηπελία", "εὐθέτησις"], "prosperous": ["εὐέστιος", "ἔπολβος", "εὐηπελής"], "prostitute": ["πορνεύω", "προαγωγεύω", "καταπορνεύω", "στεγῖτις"], "prostitution": ["πορνεία", "καταπόρνευσις"], "prostrate": ["καταπροβάλλω"], "prostration": ["ἔρριψις"], "protect": ["ὑπερστατέω"], "protection": ["ἐπιτροπία", "φύλαγμα", "ἐπικούρημα", "ἐκβοήθησις", "σκέπασις"], "protector": ["μηνιγγοφύλαξ", "προσκεπαστής", "χραισμήτωρ"], "protectress": ["ὑπερχειρία"], "proud": ["ἀγάνωρ", "μεγαλάνωρ"], "prove": ["προαποδείκνυμι"], "proverbial": ["παροιμιώδης", "παροιμιακός"], "provide": ["παρέχω", "κομίζω", "δομόω", "πορσΰνω"], "provident": ["κηδομένως"], "provider": ["πάροχος", "παρασκευαστής", "παρέκτωρ"], "province": ["νομαρχία"], "provocation": ["ἐρέθισμα", "διερέθισμα", "παραπικρασμός", "διερεθισμός"], "provocative": ["διερεθιστικός"], "provoke": ["θυμόω"], "prow": ["πρυμνά", "πρώρη"], "prudence": ["ἐπιγνωμοσύνη", "πίνϋμι"], "prudent": ["φρονέω"], "prudently": ["διεσκεμμένως"], "prudery": ["ἀκκισμός"], "prune": ["κλαδοτομέω"], "pruning": ["κλαδεία"], "public": ["ἀγορά", "πρόξενος", "ἀμφάδιος"], "speaker": ["λέκτης", "λογεύς", "ῥητήρ", "ἀγορητής", "ἀγορευτής"], "speaking": ["ἐλευθέριος", "ξενόφωνος"], "puff": ["φυσάω"], "pulley": ["ἐπιδρομίς"], "pulsation": ["διάσφυξις", "πηδηθμός"], "pulse": ["ὄσπριον", "σφύξ", "σῦαξ"], "punch": ["γαστρίζω"], "puncture": ["κατακέντημα", "ἐγκεντέω"], "pungent": ["βριγχός", "ἐμπριόεις"], "punish": ["ἐπιτίνω"], "punishment": ["τιμώρησις", "ὑπεξέλευσις"], "puppy": ["κυνίσκος"], "purblind": ["ὑπότυφλος"], "purchase": ["ἀγορασία"], "pure": ["ἀχραής", "κορός", "ὄβρυζος"], "purely": ["ἡγνευμένως"], "purgative": ["σμηκτικός", "ἀνακοιλιασμός", "κατωτερικός", "κενώσιμος", "ὑπεκχωρητικός", "ὑποβιβαστικός"], "purge": ["ἀπεξινόω", "κατάκλυσμα"], "purging": ["ἀποκάθαρσις", "ὑποσυρμός"], "purification": ["ἀφαγνισμός"], "purifier": ["ἁγνίτης", "ἁγνιστής", "φοιβήτρια"], "purify": ["θειόω", "εἰλικρινέω", "καθαριόω", "ἀφέψω"], "purity": ["καθαρότης", "ἀκηρασία", "ἀκραιφνότης"], "purple": ["κογχύλιος", "πορφυρόεις"], "purpose": ["νόος", "ἐθέλω", "περάω", "τελευτή", "βούλημα", "γνώμα", "ταξείδιον"], "purposeless": ["ἀλίθιος"], "pursue": ["φιλοσοφέω", "διώκω", "ἐπιτηδεύω", "μεταδίομαι", "μετακολουθέω"], "pursuer": ["διωκτήρ", "ἐπιδιώκτης"], "pursuit": ["ἐκδίωξις", "μεταδίωξις", "ἀποδίωγμα"], "push": ["ὑπωθέω", "ἀντιπεριωθέω", "προεκκρούω"], "pustule": ["ἔκθυμα", "ἐκφύσημα", "διεξάνθημα"], "put": ["δίω", "ἵημι", "φύω", "πειράω", "ἐπιέννυμι", "κρίνω", "φοβέω", "πηγός", "παύω", "πιστεύω", "μιμνήσκω", "ἐντίθημι", "ἐπιτίθημι", "ἐπιχειρέω", "ἐμβάλλω", "ἐλέγχω", "παρεξετάζω", "ἐγκατατίθεμαι", "ἐπιβιβάζω", "ἐπανακρούω", "ἀμφίβλητος"], "putrefaction": ["πυθεδών", "σύσσηψις"], "putrefy": ["καταπύθω", "διαμυδαίνω"], "pyramid": ["πυραμίς"], "quaestor": ["ἐρευνάς"], "quail": ["χέννιον"], "quake": ["καρκαίρω"], "quaking": ["κράδανσις"], "qualification": ["ποίωσις"], "qualify": ["ἱκανόω"], "quality": ["ποιόω", "φύσις", "χάρις", "ποιότης", "τοιουτότης"], "quantity": ["πόσος", "ποσός", "ποσότης"], "quarrelsome": ["φιλεχθής", "μαχιμώδης", "ἀηδοποιός"], "quarry": ["λατομέω", "λιθουργεῖον", "λιθοτομεῖον"], "queen": ["βασίλεια", "βασίλη", "βασίλισσα", "ἡγεμόνη"], "quench": ["μαραίνω"], "querulous": ["ὀδυρτικός", "ὑπομεμψίμοιρος"], "question": ["αἰτέω", "ἀνερωτάω", "πύσμα", "ἐπερώτημα"], "quick": ["σεύω", "ταχύς", "διώκω", "ἄγε", "εὔχειρ"], "quickly": ["τάχα", "ὠκύτοκος"], "quicksilver": ["ὑδράργυρος"], "quiet": ["ἥμερος", "ἤρεμος", "ἥσυχος", "εὐκηλία", "θηληνός"], "quietly": ["ἡσυχᾷ"], "quill": ["ἀκρόπτερον"], "quit": ["λείπω"], "quite": ["μάλα", "πείρω", "ἅπας", "πάναβρος"], "quiver": ["φαρέτρα", "γωρυτός", "ἀποσπαρθάζω", "βελοθήκη", "ὀϊστοθήκη", "περιτρομέομαι"], "quivering": ["κραδαλός"], "qui": ["ὑδροπλασμός"], "quoit": ["δίσκος"], "racing": ["ἁμιλλητήρ"], "radiance": ["περιφέγγεια", "καταύγασμα"], "radiant": ["αἰγλοφανής"], "radish": ["ἀμωρέα"], "radius": ["παραπήχιον"], "raft": ["σχεδίη"], "rage": ["θύω", "μαίνομαι", "ἐνακμάζω"], "ragged": ["ῥωγάς", "ῥακώδης", "ῥακόδυτος", "ῥάκινος"], "raging": ["θύσις", "μαργάω"], "railing": ["δρύφακτος"], "rain": ["χειμών", "ὀμβρέω", "ὕω", "ὑετός", "ὀμβρία", "βροχή", "ὕσμα", "Ζήν"], "rainy": ["χειμών", "κάτομβρος", "ὀμβρώδης", "ἀνομβρήεις", "βροχικός", "ἐξυδρίας", "ἐνυδρίας", "ἐπίβροχος", "κατόμβριμος", "ὑετόεις"], "raise": ["ἀνίημι", "ὀρθόω", "ἀναιρέω", "φωνέω", "ἀνάγω", "ἀνίστημι", "ἐπανατέλλω", "συνεπαίρω", "ἀναβαστάζω", "ἀντεγείρω", "ἐξανεγείρω", "ἐπεμβοάω", "ὄρω"], "raising": ["ἄρσις", "ὑψήνωρ"], "ram": ["ὄις", "κριός", "ἔμβολον", "ἀρνεώς", "ἔρραος", "κάρνος"], "rancid": ["ταγγός"], "range": ["πολέω", "οὖρον", "βελοστασία"], "ransom": ["ἄποινα", "διαλύτρωσις", "ἀντίλυτρον"], "ranter": ["στόμφαξ"], "rapacious": ["Σφίγξ", "ἁρπαστικός"], "rapid": ["ὁρμή"], "rapidity": ["γοργότης"], "rapidly": ["σεύω", "ἐπιδρομάδην"], "rascally": ["κυβαλικός"], "rashly": ["ἀπρόβουλος", "δυσφρόνως"], "rashness": ["εἰκαιοβουλία"], "rate": ["γε", "οὔκουν", "γοῦν"], "ratification": ["κύρωσις"], "rational": ["νοηματικός"], "rationality": ["λογικότης", "ῥητότης"], "rattle": ["ὀρεχθέω", "πλαταγή", "σεῖστρον", "ἀμφαραβέω", "ἐπισμαραγέω", "πατάγημα", "ποδοψόφιον", "ὑποπλαταγέω"], "ravage": ["σιναμωρέω"], "rave": ["μαίνομαι", "μανιάω", "λυσσαίνω"], "ravening": ["σίντης"], "raw": ["ὠμός", "ὠμός"], "ray": ["σέλαγος"], "razor": ["ξυρόν"], "reach": ["ἀφικνέομαι", "ἱκάνω", "προσορέγω"], "readiness": ["παρέχω", "ἑτοιμότης", "ἑτοιμασία", "προχειρότης"], "reading": ["ἀνάγνωσμα"], "ready": ["πάρειμι", "ὀργάω", "ῥᾴδιος", "ὁπλέω", "παρασκευάζω", "πάρειμι", "εὐμαθής", "πάμμαχος", "βοηθητικός"], "reality": ["ὀντότης"], "really": ["οὖν", "μάλα"], "reap": ["ἀμάω", "ἐκθερίζω"], "reaper": ["ἀμητής", "ἀμητήρ", "ἀμαλητόμος"], "rear": ["ἀνδρόω", "τρέφω", "πωλοτροφέω", "σκυμνεύω"], "rearing": ["καρποτρόφος", "λεοντοτροφία", "οἰνοτρόφος", "ὀρθοπλήξ", "τρεφουργία", "τροφά"], "reason": ["λόγος", "ἐτός", "ἐτός"], "reasonableness": ["ἐπιείκεια"], "reasonably": ["εἰκότως", "ἠγμένως"], "reasoning": ["ἐπίλογος"], "rebel": ["προσεριστής"], "rebellion": ["ἐξαυχενισμός"], "rebellious": ["ἐρεθιστής"], "rebuild": ["ἀνακτίζω", "ἀνατειχίζω", "ἀναδομέω", "ἐξανακτίζω"], "rebuke": ["ἀπομέμφομαι", "ἔνιγμα", "ἐπίπληγμα", "παρελέγχω"], "recall": ["ἀποκαλέω", "σωφρονίζω", "μετακαλέω"], "recapitulation": ["παλιλλογία", "ἐπανακεφαλαίωσις"], "receipt": ["καταποχή", "συγγράφιον"], "receive": ["λαμβάνω", "πάσχω", "δέχομαι", "ἄντομαι", "ἀγαπάζω", "ἑστιάω", "παραλαμβάνω", "ξενίζω", "δωτινάζω", "ἀνταπολαμβάνω", "<εἰς>παραδέχομαι", "ἀναδέκομαι", "ἐλλαμβάνω"], "recently": ["ποταινί"], "receptacle": ["δεξαμενή", "δεχάς", "δοχή", "ὑπόδοχον"], "reception": ["δέξις", "ὑποδοχή", "παραδοχή", "πρόσδεγμα", "ἐπισύσχεσις", "εἰσδοχή", "προσδοχή"], "receptive": ["ἐκόχιος", "καταδεκτικός"], "recipient": ["δοχεύς"], "reciprocal": ["ἀντανάκλαστος"], "reciter": ["τροπόλογος"], "reckless": ["νηλεγής"], "recklessly": ["παραβεβλημένως"], "reckon": ["προσλογίζομαι"], "reckoning": ["λόγος", "ἐπιλογισμός"], "recluse": ["ἐγκάτοχος", "ἰδιαστής"], "recognition": ["ἐπίγνωσις", "ἀνάγνωσις", "ἀναγνώρισις"], "recoil": ["ἀντανακοπή"], "recollection": ["ἐπίμνησις"], "recommend": ["παρακελεύομαι", "προσυνίστημι"], "recompense": ["τίσις"], "reconciler": ["φιλιαστής", "συμβιβαστής"], "reconciliation": ["εἰρήνευσις", "ἐπιδιαλλαγή"], "reconnoitring": ["κατασκόπευσις"], "reconsideration": ["ἀναλογισμός"], "record": ["τολμάω", "μνήμη", "προσαναγράφω", "ἐνστηλιτόω"], "recorder": ["ἀναγραφεύς", "μνημοδόχος"], "recourse": ["κατάντησις"], "recover": ["ἀποσυνάγω", "ἐπανακτάομαι"], "recovery": ["ἀνάρρωσις", "ἀνάσφαλσις", "ἐξαναφορά"], "recruit": ["νεοστράτευτος"], "recur": ["ἐπανακυκλέω", "ἀνθυποστρέφω", "διπλῳδέομαι", "ὑπαναστρέφω"], "recurrence": ["παλιμπέτεια"], "red": ["ἠώς", "ἐρυθρός", "φοινικίς", "πύρριχος", "ἐρευθήεις", "μιλτόχρως", "σανδύκινος"], "reddish": ["ὑπέρυθρος", "ἐνέρυθρος", "ἐπίπυρρος", "ῥούσιος", "ὑπόκκινος", "ὑπόπυρρος", "ὑποφοίνιος"], "redeem": ["λυθρόω"], "redemption": ["ἐκλύτρωσις"], "redistribution": ["ἀναμερισμός", "ἀνανομή"], "redness": ["ἐρύθημα", "ἐρεύθημα", "πυρρότης"], "redouble": ["ἐπιδιπλοΐζω"], "reduce": ["μινυθέω", "ἐξευτελίζω", "κατασυγκρίνω"], "reduction": ["κατανάγκασις", "ἀνάθλιψις", "ἀναπιεσμός", "διανάγκασις", "ὑπέκλυσις"], "redundantly": ["παρηγμένως"], "reed": ["κάλαμος"], "reef": ["κάλως", "κάλως", "ναηλεῖς"], "refectory": ["ἀριστητήριον"], "reference": ["ἐπιτροπή"], "refinement": ["ἴωσις"], "reflect": ["ἀντανακλάω", "ἐνοπτρίζω"], "reflection": ["ἀντιφάνεια", "φραστύς"], "refractory": ["δυσήνιος"], "refrain": ["ἐπίφθεγμα", "ἐπιμελῴδημα"], "refresh": ["ψυχάζω"], "refreshment": ["ψυχασμός"], "refuge": ["ὑποφυγή", "προσφύγιον"], "refusal": ["ἀπωθία"], "refuse": ["ἀναίνομαι"], "refutation": ["ἀντίδειξις"], "refute": ["διελέγχω"], "regard": ["φιλέω", "φιλία"], "regeneration": ["ἀναγέννησις"], "region": ["τόπος", "Ἰλλυριοί", "ἰρών"], "register": ["συναναγράφω", "προαναγράφω", "συνεγγράφω"], "registrar": ["ἀπογραφεύς", "ἐγγραφεύς", "εἰκονιστής", "πολιτογράφος"], "registration": ["ἐγγραφή", "δ.η.μοσίωσις"], "regret": ["πόθος"], "regular": ["φοίτησις", "μεθοδευτικός"], "regularly": ["ἐκκλησία"], "regulate": ["διαιτάω"], "reinforce": ["συνεπιφθέγγομαι"], "reins": ["ἡνία", "εὔληρα", "ἁνία"], "reject": ["ἀποδοκιμάω", "ἀποπροσποιέομαι", "παραδιώκω"], "rejection": ["ἀπόγνωσις", "ἀπεκλογή", "ἀποικονομία"], "rejoice": ["χαίρω", "γηθέω", "ἐπιτέρπομαι", "συνασμενίζω"], "rejoicing": ["ἄγαλσις", "ἄγασις", "ἱλαρεία"], "rejoinder": ["παρακατάβασις"], "rekindle": ["ἀναρριπίζω", "ἐκζωπυρέω"], "relapse": ["ἐπιτροπιάζω", "ἀνανοσέω", "ἐπανατροπιάζω", "ὑποτροπιασμός"], "relate": ["διϊστορέω", "ἔσπετε"], "relation": ["συννέμησις"], "relax": ["ἀναχαλάω", "ἐγχαλάω", "ἐπιχαυνόω", "προσεκλύω"], "relaxation": ["ἀναχαλασμός", "φαλάγγωσις", "μέθεσις"], "release": ["ἀπαλλάσσω", "λύω", "ἀπολύω", "λαγαίω", "συμπεριλύω"], "relief": ["ἄκος", "ἀνακούφισις", "λώφημα", "ἐπικουφισμός"], "relieving": ["λωφήιος", "λωφήϊος"], "religious": ["ἄγος", "ἄγος", "ἱερόπλοκος", "θρῆσκος"], "reluctance": ["ὄκνησις"], "reluctant": ["ἀέκων"], "rely": ["πιστεύω"], "remain": ["μένω", "ὑπομένω"], "remainder": ["λοιπάς", "ὑπολοιπάς", "ἀπολοιπασία"], "remaining": ["ἔπειμι", "ἔπειμι", "λοιπός"], "remark": ["παραισθάνομαι"], "remarkably": ["διαπρεπόντως"], "remedy": ["φάρμακον", "ἄκος", "ἄκεσμα", "ἄκεστρον", "Ἀλαλκτήριον", "ἀκείομαι"], "remember": ["ἀναμνημονεύω"], "remembering": ["μνήμενος"], "remembrance": ["μνήμη", "μνεία", "μνημόνευσις", "ὑπομνεία"], "remind": ["μιμνήσκω", "ἀναμιμνήσκω", "ἐπαναμιμνῄσκω", "προσυπομιμνήσκω"], "reminder": ["μνᾶμα"], "remission": ["κουφισμός", "ὑπάνεσις"], "remissly": ["ἐνδιδομένως"], "remit": ["ὑπανίημι", "συναναλύω"], "remnant": ["κατάλειμμα", "καταλείψανον"], "remould": ["ἐπιχωνεύω"], "removable": ["ἐξαιρετός", "ὑπεξαίρετος"], "removal": ["ἐκκομιδή", "ὑπεξαίρεσις", "μετοίκισις", "ἐξαρσις", "πεδαφορά"], "remove": ["ἐξοικίζω", "ἀποκινέω", "μεταναστεύω", "ἐξαφίστημι", "ὁρογλυφέω", "συνεκφορέω"], "rend": ["ἐπιρρήγνυμι", "ἐρείκω"], "renew": ["νεόω", "ἀνανεόομαι", "ἀνακαινίζω", "ἐπινεόω", "ἐξανανεόομαι", "ὑποσωματόω"], "renewal": ["ἀνανέωσις", "καίνωσις", "ἀνακαίνωσις", "ἐκνεασμός", "ἐπανανέωσις", "καινισμός", "ὑπόρθωσις"], "renounce": ["ἀφιστάνω"], "renovation": ["καίνισις"], "renowned": ["φερεκυδής", "φερεκλεής"], "rent": ["διαμισθωτικόν", "ἐνηλάσιον", "στεγονόμια"], "renunciation": ["ἀποταγή"], "repair": ["διακέομαι", "ἀνακέομαι", "ἐνακέομαι", "ἐπακέομαι", "μετακατασκευή", "ὑποσκευάζω"], "repay": ["ἀποτίνω", "ἀντεκτίνω", "ἐπαποτίνω"], "repayment": ["ἀπότισις"], "repeat": ["διπλόω", "διλογέω", "ἐπαναλέγω", "ἐπιδευτερόω", "συγκαταλέγω"], "repeated": ["φορέω"], "repellent": ["ἀποστρεπτικός"], "repetition": ["ἀναπόλησις", "διλογία", "δευτέρωμα", "ἐπαναπόλησις", "ἐπιδευτέρωσις", "παραλληλότης"], "reply": ["ἀνθυποφορά", "ἀνθυπαγωγή"], "report": ["ἀπαγγελία"], "reprehensible": ["ἐπιλήψιμος"], "represent": ["εἰκάζω", "εἰδοφορέω"], "representation": ["γραφή", "ἀπεικασία", "ἀπεικασμός"], "reproach": ["δέννος", "ἐξονειδισμός", "ἐνιπά", "ἐπιμομφά", "εἰσηγορία"], "reproachful": ["αἰσχρός", "ὀνείδειος", "προφασιστικός"], "reproof": ["ἐπιρράπιξις"], "reputable": ["ἀξιοφανής"], "require": ["προσχρῄζω", "προσαπαιτέω"], "rescue": ["σαόω", "κομιδά", "ὑποσῴζω"], "resemblance": ["προσεμφέρεια", "ὁμορρυθμία"], "resemble": ["ἔοικα", "ἰσαίομαι", "κυπερίζω", "παρεγγίζω", "χαλκανθίζω"], "resentment": ["μᾶνις"], "reservoir": ["ὑποδοχεῖον", "ὑδροδοχεῖον"], "residence": ["καταύλημα"], "resilient": ["ἀντιμεταβατικός"], "resin": ["θυῖον"], "resinous": ["δᾳδώδης", "ῥητινώδης"], "resistance": ["ἀντίβασις"], "resolve": ["ἀναστοιχειόω"], "resonant": ["περιηχητικός"], "resound": ["προσηχέω"], "resource": ["βοήθημα"], "resources": ["δύναμις"], "responsibility": ["αἰτία"], "responsible": ["αἴτιος"], "responsive": ["εὐεπήκοος"], "rest": ["λοιπός", "ἠρεμία", "ἠρέμησις", "παυσωλή"], "restitution": ["ἀποκαταστασία", "ἐπανάδοσις"], "restless": ["ἀνηρέμητος", "δυσανάπαυστος"], "restoration": ["κατάρτισις", "ἀνόρωσις", "ὑφόρθωσις"], "restorative": ["ἀναληπτικός"], "restore": ["ἐγκαινίζω", "κατασῴζω", "συνορθόω"], "restorer": ["ἀνανεωτής"], "restrain": ["πεδάω"], "restraint": ["ἄνειρξις", "ἀναχαίτισις"], "retain": ["συνίσχω", "περιστέγω"], "retaliate": ["ἀντεργάζομαι"], "retaliation": ["ἀντίδρασις"], "retard": ["καταβραδύνω"], "retching": ["σπάραξις"], "retention": ["συγκράτησις", "παρακατάσχεσις"], "retire": ["χωρέω", "εἴκω", "ἀγχάζω", "ἀπερωέω"], "retirement": ["ἀπέλασις"], "retort": ["ἀντιδιαπλέκω", "ἀντιπαρίστημι"], "retreat": ["ἀποχώρησις"], "retribution": ["μετατροπή", "ἀντέκτισις"], "retributive": ["παλίμποινος"], "retrogression": ["ἀναβάδισις"], "return": ["ἀντί", "τίσις", "ἀπονόστησις", "παλιντροπάομαι", "ἀποπορεία", "παλινοστέω", "ἐπανακύκλησις", "ἐπαναχώρησις", "ἀνθυποστροφή", "κατεισέρχομαι", "ἐπικύκλησις", "ἐπανέλευσις", "ἐπαναπορεύομαι", "ἐπαναστροφή", "ἀντανατρέχω", "ἐπαναλύω", "ἐπανάζευξις", "ἐπανάκαμψις", "ἐγκαταστρέφω", "ὑποτροπάζω"], "returning": ["ἀνακαμπτικός", "παλίμφοιτος", "παλίννοστος", "παλινόστιμος"], "reveal": ["διακαλύπτω", "ἐκφερομυθέω"], "revel": ["θιασεία"], "reveller": ["κωμαστής", "βαβάκτης", "ἑορταστής", "ἐπικωμαστής"], "revengeful": ["τιμωρητικός", "ἐκδικητικός"], "revenue": ["εἰσίτημα"], "revere": ["τιμάω"], "reverence": ["γάρ", "τιμάω", "πρέσβος", "σέβασις", "προσεβάζομαι"], "reverend": ["εὐέντρεπτος"], "reverent": ["εὔσεπτος", "Σεβαστικός"], "reverse": ["ἀνακυκλεύω"], "reversed": ["παλίμβολος", "παλινστραφής", "ἐπαντίθετος"], "reversely": ["κατεστραμμένως", "ἀναστροφάδην"], "revile": ["κακοστομέω", "ἐπικηκάζω"], "revise": ["συμμετακοσμέω"], "revision": ["προδιασκευή"], "revive": ["ἐπανανεόομαι"], "revocable": ["εὐμετάτρεπτος"], "revolution": ["νεωτέρισις", "περιπόλησις", "κύκλησις", "πέροδος", "περικύκλησις"], "revolve": ["ἐγκυκλίζω", "κυκλοφορέομαι", "τροχάω", "καταπολεύω"], "revulsion": ["ἀντίσπασις"], "reward": ["ἀντιμίσθιον"], "rheum": ["ῥᾶ"], "rhythmical": ["εὔρυθμος", "ῥυθμοειδής"], "rib": ["πλευρά", "πλευρόν", "φάλκης"], "ribbon": ["πεζίδιον"], "rice": ["ὀρυζίτης"], "rich": ["πιαλέος"], "riches": ["πλοῦτος"], "richly": ["κοσμέω", "λίπα"], "riddance": ["ἀπεμπόλησις"], "riddle": ["σχέδος", "αἰνιγμός"], "riddling": ["ἤθησις", "σχεδικός"], "ride": ["κελητίζω", "ἱππηλατέω"], "ridiculous": ["καταγελάσιμος"], "ridiculously": ["γελωτοποιϊκῶς"], "riding": ["ἵππευσις", "ἱππεία", "λεύκιππος", "ἐλασία", "ἱππασμός"], "right": ["μάλα", "καιρός", "δίκαιος", "περάω", "περάω", "δικαιόω", "δεξιός", "ὁδόω", "δέον", "δεξιά", "δεξιόομαι", "πρεσβεία", "δεξιώνυμος"], "righteous": ["γάρ", "δίκαιος", "εὐθής", "καταίσιος", "ἰθύδικος", "εὔδικος"], "rim": ["ὀφρύωσις"], "rind": ["σκῖρον"], "ring": ["κύκλος", "στέφανος", "κρίκος", "ἀποκλάζω", "πόρκης", "δακτυλίδιον", "δακτύληθρον", "κιρκίον", "πουρέακος"], "ringing": ["Κομπασία", "ἀχάεις"], "ringleader": ["προσεπίτροπος"], "ringlet": ["κίκιννος"], "riot": ["ἐγκαθυβρίζω"], "ripe": ["ὀργάω", "πέπειρος", "ὥριμος"], "ripen": ["πεπαίνω", "καταπεπαίνω"], "rise": ["ἐπιτέλλω", "ἐξανίσχω", "παρανατέλλω", "συνανατέλλω", "συνανίσχω"], "rising": ["ἀνατολή", "ἀντολή", "ἐπανατολή"], "risk": ["κίνδυνος"], "risky": ["περικινδυνευτικός"], "rite": ["τελετή"], "rival": ["συνάμιλλος"], "rivalry": ["ἀγωνισμός", "ἀντιζηλία"], "river": ["Φᾶσις", "ποταμός", "Ναιάς"], "rivet": ["καταπερονάω"], "rivulet": ["ῥευμάτιον"], "roam": ["ἀλάομαι"], "roaming": ["ὁδοιπλανής", "πλαγκτοσύνη"], "roar": ["βρέμω", "μύκημα", "ὑποβρέμω", "ἐμβρέμομαι", "περιβρέμω", "ὑποβρυχάομαι"], "roaring": ["βρυχηθμός", "βρυχητής", "ῥόχθος"], "roast": ["κατοπτάω", "φρύγω", "σποδίζω", "κρομβόω"], "robber": ["λῃστήρ", "ἁρπακτής", "ἁρπακτήρ"], "robbery": ["ἅρπασμα"], "robe": ["ἑανός", "ἐπενδύτης", "κόμβωμα"], "rock": ["λίθος", "πέτρα"], "rocky": ["πετρών", "πετρήεις", "πέτρινος", "ὑπόπετρος", "χοιραδώδης", "πετρήρης", "σπιλαδώδης", "σπιλώδης", "εὐσκόπελος", "πετράεις", "σκοπελοειδής"], "rogue": ["ἀνδροκόβαλος"], "roller": ["φαλάγγωμα", "τεπόριον"], "rolling": ["κύλισις", "κυλισμός"], "romance": ["βεργαΐζω"], "roof": ["στέγη", "στέγος", "τέγος", "ἐπωροφία", "παραστέγη"], "roofed": ["ὀροφωτός", "στεγήρης"], "roofless": ["ἀνόροφος"], "room": ["χωρέω"], "root": ["ῥίζα"], "rope": ["κάλως", "κάλως", "βοεύς", "σπάρτη", "τριχία", "κάμιλος", "ζευγίς"], "rose": ["ῥόδον"], "rostrum": ["ῥῶστρον"], "rot": ["πύθω", "σφακελισμός"], "rotation": ["δίνημα", "περιχώρησις"], "rotten": ["ἐπίσαπρος"], "rough": ["λεπράς", "καρχαλέος", "λεπρώδης", "κερχνώδης"], "round": ["περί", "δεῖνος", "κύκλος", "κυκλάζω", "κυκλέω", "κυκλιάς", "γογγύλος", "ἄμφωμος", "ἀμπέτιξ", "γογγύλλω"], "rounded": ["κυκλωτός", "σφαιρωτός", "ἔκτορνος"], "roundness": ["στρογγυλότης"], "rouse": ["συνορίνω"], "rousing": ["λαοσσόος"], "rove": ["ἀλάομαι"], "roving": ["ῥέμβος"], "row": ["καῖρος", "καῖρος", "ἑξῆς", "ἐφεξῆς", "στίχος", "ἐρέσσω"], "rower": ["ὑπηρέτης", "κωπηλάτης", "νεηλάτης"], "rowing": ["ἐρετμός", "κωπηλασία"], "royal": ["βασίλειος", "ἄναξ", "βασιληίς", "κοιρανικός", "βασιληΐς"], "royalty": ["βασιλειάω"], "rub": ["μυρίζω", "διατρίβω", "τρίβω", "ἀναμάσσω", "ἐπιχρώννυμι", "προσαλείφω", "περιθρύπτω", "περιτρίβω", "ὑποσμήχω"], "rubbing": ["λιθόψωκτος", "παράψηξις"], "rubbish": ["ἀχρεία"], "rubble": ["σπαρακτόν"], "ruddy": ["εὔχρως", "ἔμπυρρος", "ἐρευθαλέος"], "rude": ["ἀσυφηλός"], "rue": ["ῥυτή"], "rug": ["ἐντύλη"], "rugged": ["παιπαλόεις"], "ruin": ["προσδηλέομαι", "συντριμμός", "σάθρωσις"], "ruinous": ["ἐρειπιώδης"], "rule": ["γάρ", "ἄρχω", "δίκαιος", "ἀνάσσω", "προβασιλεύω", "ἀνακοιρανέω", "ἐπιτυραννέω", "συνδυναστεύω", "τοποκρατέω"], "ruler": ["ἄρχων", "ἀρχός", "τύραννος", "τυραννεύω", "κανονίς", "μέδων", "κανόνισμα"], "ruling": ["ἐπικρατήτωρ"], "ruminate": ["ἀπομηρυκάομαι", "άομαι"], "rumination": ["ἀναμηρύκησις"], "rump": ["ἑκατερέω", "ὀρροπύγιον"], "run": ["δίω", "θέω", "θέω", "πείρω", "ῥέω", "φεύγω", "μύρω", "βρότος", "βρότος", "διώκω", "τρέχω", "ὀκέλλω", "κυνοδρομέω", "προσοκέλλω", "πελαγοδρομέω", "σεῖν", "παραθρῴσκω"], "runaway": ["δραπέτης", "καταφυγᾶς"], "runner": ["δρομεύς", "τρέχις"], "running": ["πηγή", "δρομάς", "ἐπίρρυτος", "ἀπόρρυτος", "τροχαλός", "θεῦσις", "αὐτόδρομος", "τροχάδην"], "rural": ["ἀμορβάς"], "rush": ["θύω", "ὁρμή", "σχοῖνος", "θουράω", "διαΐσσω", "ἐκσεύω"], "rust": ["ἐξιόω", "ἐρυσίβη", "ἰός"], "rustic": ["ἀγροιώτης", "ἀγροικικός", "ἀγροτήρ"], "rut": ["θυάω", "καπρῴζομαι"], "sabre": ["ξιφομάχαιρα"], "sack": ["πόρθησις", "θύλακος", "σάκτας", "σακτήρ", "στρατιωτάριον"], "sacred": ["θεῖος", "θεῖος", "μορία", "μορία", "ἱερότροχος", "ἱερογραφικός", "θῖνος"], "sacrifice": ["ἱερόν", "θύω", "θύω", "θυσία", "θυσιάζω", "καταθύω", "προθύω", "ἱερεύω", "ἱεροθυτέω", "ἐπίβοιον", "ἀπορρέζω", "ἀναρύω", "ἐκθύω", "ἱεροποίημα", "θύ[η]σις"], "sacrificer": ["ἱερεύς", "θύτης", "κοσυβάτας"], "sacrificial": ["θυσιαστήριος", "θυστάς", "ἐπιθύσιμα", "θυηπολικός", "θυσμικός"], "sacrilege": ["θεοσυλία"], "sad": ["ἐπίλυπος", "κατάλυπρος"], "saddler": ["ἡνιορράφος", "σαγματᾶς", "σαγματοποιός", "σαγματοράπτης"], "safe": ["σῶς", "σῶς", "σωστός"], "safely": ["ἐνεχύρως"], "safety": ["σωτηρία"], "sagaciously": ["ἐπιφρονέουσα"], "sage": ["φρονέω", "βούλιος"], "sail": ["πλέω", "περιπλέω", "συναπαίρω", "ἀντεπεξάγω", "ἀντεξορμάω", "ἀρμενίζω", "ἀρμενοποιέω", "λινάρμενον"], "sailing": ["πλεῦσις", "πλωάς", "πρωτοπλόος"], "sailor": ["ναύτας"], "sake": ["ἕνεκα"], "salary": ["ὀψώνιον"], "sale": ["περάω", "πρᾶσις", "ἀπεμπολή", "ἀποδοσμός", "ὄννα"], "sally": ["ἐκβοήθεια"], "salt": ["ἅλς", "ἅλς", "ἁλίζω", "ἅλας", "ἁλυκός", "προταριχεύω", "ἁλάτιον", "σαλτάριος"], "salute": ["ἐκδεξιάζομαι"], "salve": ["ἔμπλαστρος", "κυφώνιον", "πρόπασμα", "συνάλειμμα", "ὑπάλειμμα"], "same": ["ἅμα", "ἅμα", "ὁμός", "ἴσος", "ὅμως", "ὅμως", "ὁμοῦ", "ἀδελφός"], "sample": ["ποτή", "ἐξομπλάριον"], "sanctify": ["ἁγιοποιέω"], "sanction": ["ἐπιχειροτονέω"], "sanctuary": ["ἁγίστευμα"], "sand": ["ἄμμος", "ψάμμος", "ψαμμῖτις"], "sandal": ["σάνδαλον"], "sandy": ["ἠμαθόεις", "ψαμμώδης", "ψαμαθώδης", "ἀμαθώδης", "εὐψάμαθος", "ἄμμινος", "ἀμμοφανής", "ἔφαμμος", "ψαμαθηΐς", "ψαμμαῖος"], "sanely": ["νηφαλέος"], "sanguinary": ["φονόεις"], "sarcasm": ["μυκτηρισμός"], "sarcophagus": ["γλωσσόκομος", "σωματοθήκη"], "sardonically": ["σαρδάνιον"], "satiate": ["ἄω"], "satirical": ["καταγελαστικός"], "satirise": ["διακωμῳδίω"], "satisfaction": ["ἀντικατάλλαγμα"], "satisfactorily": ["εὐδοκουμένως"], "satrap": ["σατράπης", "ἐξαιτράπης"], "saturate": ["ἐξυγραίνω"], "sauce": ["γάρος", "σκοροδάλμη"], "sausage": ["ἀλλᾶς", "ὀρύα", "τάκων"], "savage": ["ἄγριος"], "save": ["πλήν", "σώζω", "ἀποσῴζω", "ἐκσαόω"], "saving": ["σωτηρία"], "saw": ["πρίω", "πρίζω", "πρίων", "ἴδε", "πριστήρ"], "sawn": ["πριστός", "κατάπριστος"], "sawyer": ["πρίστης"], "say": ["ἠμί", "φημί", "ἐρῶ", "εἶπον", "ἐρέω", "εἰρέω", "εἴρω", "βάζω", "χαρίζω", "χαρίζομαι", "ὑπεῖπον", "γρύζω", "προαναβάλλομαι", "ἐπισχεδιάζω", "πατερίζω", "χαιρετίζω", "φαμί"], "saying": ["βάξις"], "scab": ["θραῦσμα", "κνῦσα"], "scabbard": ["ξιφοθήκη"], "scaffold": ["ἰκρίωμα"], "scaffolding": ["ἱμασσία"], "scale": ["τάλαντον"], "scalene": ["ἀνισόπλευρος"], "scalp": ["ἀποξυρίζω"], "scalpel": ["σμιλίον"], "scaly": ["λεπιδωτός", "φολιδοειδής"], "scandal": ["περιβοησία"], "scanty": ["ὀλίγος", "σπανιστός"], "scare": ["προεκπλήσσω", "ἀποπτοέω", "ἀποπτύρω"], "scared": ["πτοητός", "πτοιαλέος"], "scarlet": ["κόκκινος", "ὑσγινόεις"], "scatter": ["διασπείρω", "ἀναπάσσω", "ἐξοδιάζω", "ἐπισκεδάννυμι", "ἀποσκίδνημι", "ἀποσκνίπτω", "διασχοινίζω", "ἐκκεδάννυμι"], "scattered": ["σποράς", "σποραδικός"], "school": ["παιδευτήριον", "σχολεῖον"], "scientific": ["συνευπαίδευτος"], "scintillate": ["σπινθηροβολέω"], "scoffer": ["σκώπτης", "τωθαστής"], "scold": ["στοβέω"], "scorch": ["περικαίω", "ἐκφλογίζω", "ἐπιφλεύω"], "scorching": ["ζαθερής", "περιφλευσμός", "περιφλογισμός", "σειριόεις", "στάθευσις"], "score": ["εἰκοσάς"], "scorn": ["αἰσχύνω", "ἐξαθερίζω"], "scorpion": ["σκορπίος"], "scourge": ["ἄβδης", "ἐκμαστιγόω", "ἐναικίζω", "καταμαστιγόω"], "scourging": ["διαραπισμός"], "scout": ["διερευνητής"], "scrape": ["χραύω", "γράφω", "διακναίω", "ἐπικνάω", "ἀπογλύφω", "ἐπιξέω", "στλεγγίζω", "συναποξύω"], "scraper": ["στλεγγίς", "ξύστρα", "κνηστρίον"], "scrapings": ["κνῆσμα", "διάγλυμμα", "ἐπίψηγμα"], "scratch": ["χραύω", "γράφω", "κνήθω", "ἀδαχέω", "ἀνακνάω", "ἐπιξαίνω", "γριφᾶσθαι", "κνύω"], "scream": ["τρίζω", "κλαγγάνω"], "sculptor": ["ἀνδριαντοποιός", "ἀγαλματοποιός", "λιθογλύφος", "ἀγαλματογλύφος", "λαοξόος", "ζῳογλύφος"], "sculpture": ["ἀνδριαντουργία"], "scum": ["λάπη"], "scurvy": ["λιμόψωρος"], "scythe": ["ξῦστρον", "χορτοδρέπανον"], "sea": ["πλέω", "θάλασσα", "ἅλς", "πόντος"], "seafarer": ["ποντοναύτης"], "seafaring": ["ποντόπορος", "πλωικός"], "seal": ["φώκη", "σήμαντρον", "συνεπισφραγίζω"], "seam": ["ῥαφή", "διάρραμμα"], "seaman": ["ἁλιάδης"], "seamanship": ["ναυτιλίη"], "search": ["μάτος", "συζητέω", "μάστευσις", "μάσμα", "ἐξανερευνάω"], "searching": ["μῶσις"], "season": ["νύξ", "ἡδύνω", "παραρτύω", "συναρτύω", "ὥρη"], "seasoned": ["ἡδυντός"], "seasoning": ["ἡδυντήρ"], "seat": ["καθέδρα", "ἑδώλιον", "ἑδριάω", "καθιστήριον", "δίφρακον", "θακεῖον", "θῶκος", "σέλλα", "Σελλοί"], "seated": ["κάθημαι", "θαζός"], "second": ["δεύτερος", "δευτερονόμιον", "δυοστός", "ἐπίδειπνον", "ἐπιπάροδος", "τρυγηφάνιος"], "secret": ["παράλυσις"], "secretary": ["ἐπιστολεύς", "ἀποκρϊσιάριος", "σκρινιάριος"], "secretive": ["ἐκκριτικός"], "secretly": ["κρύβδην", "λάθριος", "κεκρυμμένως", "κρυφηδόν", "λανθανόντως", "κρυφᾷ", "κρυφιμαίως"], "section": ["μόριον"], "secure": ["σῶς", "σῶς", "ἀσφαλής"], "security": ["ἐγγύησις", "εὐέρκεια", "ἐγγύημα"], "sedentary": ["ἀργόβιος", "φιλόθακος"], "sediment": ["ἴλυμα", "σίρωμα", "ὑπέλαιον"], "seduce": ["μαστροπεύω", "καταμοιχεύω"], "seducer": ["ὑπονοθευτής", "παραινέτης"], "seductive": ["καταγωγός"], "see": ["εἶδον", "ὁράω", "αἰσθάνομαι", "βλέπω", "ἐνεῖδον", "διαδέρκομαι", "ὀπτεύω", "εἴδω", "ὄπτω"], "seed": ["σπέρμα", "σήσαμον", "σπερματία"], "seeing": ["θέα", "θέα"], "seek": ["ζητέω", "μῶμαι", "ἐρευνάω", "μάτημι"], "seeker": ["μαιήτωρ"], "seeking": ["εἰσίημι", "ἐπιζήτησις"], "seem": ["δοκέω", "ἔοικα", "εἴδομαι", "εἴκω", "εἴκω"], "seen": ["εἶδος", "πρέπω", "ἄποπτος"], "seethe": ["ζέω", "θύω", "φλοιδέω"], "seize": ["αἱρέω", "καταλαμβάνω", "ἀγρέω", "ἁρπάζω", "συμμάρπτω"], "seldom": ["παυράκι", "μανάκις"], "select": ["ἐκλογέω"], "selection": ["ἀπολογή"], "self": ["αὐτός"], "sell": ["ὁδάω", "περάω", "πωλέω", "ἐξοδάω", "ἀπεμπολάω", "περνάω", "ἀποπέρνημι", "ἀποπρατίζομαι", "ἐριοπωλέω", "καταπωλέω"], "selling": ["περάω"], "send": ["ἀνίημι", "ἐφίημι", "ἐξίημι", "εἰσίημι", "ἀφίημι", "πέμπω", "καθίημι", "προσίημι", "ἀποστέλλω", "συμπέμπω", "ἐπικηρυκεύομαι", "ὑετίζω"], "seneschal": ["ἐλέατρος"], "seniority": ["πρεσβεία", "πρεσβεία"], "sense": ["ὑπάκουσις"], "senseless": ["ἄφρων", "ἔκνους", "ἔκνοος"], "sensibly": ["νουνεχόντως"], "sentence": ["δικάζω"], "sententious": ["γνωμολογικός"], "sentinel": ["φύλαξ"], "separable": ["χωριστός", "ἀποδιαληπτός"], "separate": ["κρίνω", "χωρίζω", "ἀποκρίνω", "διαιρέω", "διαχωρίζω", "διασταθμάομαι", "ἀποδιΐστημι", "ἀποπλέκω", "διαθωκέω", "συγχωρίζω", "χωρίσιμος"], "separately": ["διῃρημένως", "κεχωρισμένως", "ἀποκεχωρισμένως", "διαμεμερισμένως", "διαμφίς"], "separation": ["χωρισμός", "ἔκκρισις", "διάλλαξις", "χώρισις", "διαχώρισις", "ἄποκρισις", "ἀποχώρισις"], "sepulchral": ["τύμβειος"], "sequestration": ["γενηματογραφία"], "serpent": ["ἱερά", "ὄφις", "γράα", "ἀργῆς", "ἀργόλας", "δίφας", "μόλουρος", "σαυρίτης"], "serve": ["ἱεράζω", "στρατεύω", "ὑποδράω", "διυπηρετέομαι"], "serviceable": ["χρηστός", "διακονικός", "χραισμήεις"], "servile": ["λατρευτικός", "δουλευτός", "λατρώδης"], "servility": ["ἀνδραποδωδία"], "servitude": ["λάτρευσις", "δουλοσύνα"], "set": ["διάζομαι", "ἵημι", "σεύω", "ἵστημι", "ὁρμάω", "ἐφίστημι", "καθίστημι", "δικαιόω", "ἐλαύνω", "ὀρθόω", "ἐνίζω", "ἀπαλλάσσω", "κινέω", "ἐφίζω", "λύω", "ἐλευθερόω", "ἐπιθυμέω", "διώκω", "ἀποκρίνω", "ἐφεδράζω", "ἐπιρρύζω", "κατωμίζω"], "settle": ["ἐφίζω", "ἐγκατοικίζω", "προσδιοικέω"], "settlement": ["κατοίκισις", "διεξαγωγή", "ἐποικισμός", "οἰκισία"], "seven": ["ἑπτά", "ἑπτάς", "ἑπτατειχεῖς", "φυλακῖτις"], "seventh": ["ἕβδομος", "ἑβδόματος", "ἀνθωροσκόπος"], "seventy": ["ἑβδομήκοντα"], "sever": ["χωρίζω"], "severity": ["ἀποτομία"], "sew": ["συρράπτω", "ἐπιρράπτω"], "sexual": ["ὑπογάστριος", "γενετήσιος", "Ἀφροδισιακός"], "shade": ["ψυχάζω"], "shaded": ["κατάσκιος", "σκιαστός"], "shadow": ["σκιά", "ἠλύγη", "ἀποσκίασμα", "ἐπισκίασμα", "συσκίασμα"], "shadowy": ["εὔσκιος", "σκιοειδής", "σκιάεις"], "shady": ["σκιαρός", "σκιώδης", "σκιακός", "σκοιός"], "shaft": ["ἄκων", "ἄκων", "κῆλον", "δορύδιον"], "shaggy": ["ἰονθάς", "ἀμφίδασυς", "λασιόθριξ", "λαχνάεις"], "shake": ["πάλλω", "κλαδάω", "τινάσσω", "δονέω", "ἐμπάλλομαι", "καμάσσω"], "shaking": ["σεῖσις", "κατάσεισις", "τιναγμός", "ἐπίσειστος", "ἐντιναγμός", "σεῖσμα"], "shallow": ["προβραχής", "τεναγῖτις", "βροχθώδης"], "shallows": ["βράχεα"], "sham": ["ψευδοκύων", "ψευδόπτωμα"], "shame": ["αἰσχρός", "ἐλέγχω"], "shameful": ["αἰσχρός", "ἐπαισχής", "ἐντράπελος", "αἰσχυντός"], "shameless": ["ἀναιδής", "ἀναιδήμων"], "shamelessness": ["ἀναίδεια", "ἀδιατρεψία"], "shape": ["εἶδος", "σχῆμα", "ῥυθμόω", "εὐρυθμίζω"], "share": ["μέρος", "μοιράω", "μοῖρα", "μετέχω", "πεδέχω"], "sharer": ["συμμεριστής"], "sharp": ["πειρά", "ὀξύς", "ἠκής", "θηγός"], "sharpen": ["ἀκονάω", "παρακονάω", "ἀπακονάω", "ἡλόω", "συνθήγω"], "sharpness": ["κέστρος"], "shatter": ["ἄγνυμι"], "shave": ["ξυρέω", "ὑποξυράω", "ἐγξύρω", "ἐπιξυράω"], "shaven": ["τροχοκουράς"], "shavings": ["ἀπόπρισμα"], "shear": ["περικείρω", "ἀνακείρω"], "shearing": ["πέξις"], "shears": ["κουρίς"], "shed": ["χέω", "διασταλάσσω", "στωΐδιον"], "sheen": ["ἴδη"], "sheep": ["μῆλον", "μῆλον", "οἶις", "ἀρνηάς", "κρέα", "μηλάτων", "ὄϊς"], "shell": ["ἀστράβηλος", "προαπολεπίζω"], "shelter": ["ἀποστέγω", "ἰωγή"], "sheltered": ["σκεπανός", "εὐσκεπής"], "sheltering": ["σκεπαστικός"], "shepherd": ["μηλοβοτήρ", "μηλονόμης", "ἐπιβώτωρ", "ἀρηνοβοσκός", "μηλάτης", "μηλοβότας", "προβατοβοσκός"], "shew": ["ἀγαπάζω", "ἐπιφαίνω", "φράζω", "ἀποφαίνω"], "shield": ["βοείη", "ἀσπίς", "σάκος", "προβαλλός", "προθωράκιον", "ἀσπιδεῖον"], "shifting": ["μεταγωγός", "ἀνοίκισις"], "shin": ["Σ"], "shine": ["θέω", "προφάω", "σελάω", "ἐκλάμπω", "φαέθω", "ἀπολάμπω", "λαμπετάω", "παμφαίνω", "ἐλλάμπω", "φάω", "ἀκροφαληριάω", "φεγγοβολέω", "σελάσκω"], "shingle": ["σχεράς"], "shining": ["λάμψις", "ἐπίλαμψις", "πασιφανής", "λαμπάκτις", "μῆλοψ", "σέλασμα", "στιλβάς"], "ship": ["ναῦς", "οὖσον", "παρών", "δόρκων", "κύπη", "τράμπις"], "shipmaster": ["πλωτάρχης"], "shipwreck": ["ναυαγία", "αἱλιφθερόω"], "shirt": ["καμάσιον", "καμίσιον"], "shiver": ["ἄγνυμι", "ἐνριγόω"], "shivering": ["φρῖκος", "περίψυξις", "ῥίγωσις", "ἀπόφρικτος", "φρικίασις"], "shock": ["ἀπόπαλσις"], "shod": ["κυκλατός"], "shoe": ["φαικάς", "συγχίς", "Θεσσαλός", "αὐτοσχεδές", "ἰψκόν", "μυννάκια", "ὀπισθοκρηπίς", "σολῖνος", "ζυγάδιον"], "shoemaker": ["ἐμβαδοποιός", "πίσυγγος", "σκυτορράφος", "τροχαδάριος", "ὑποδηματορράφος"], "shoemaking": ["σκυτοτομία", "σκυτεία"], "shoot": ["ἵημι", "βλαστός", "ἀποβλάστημα", "ἐπισταχύω", "ὁμοβλαστέω", "παραναβλαστάνω", "προβλαστάνω"], "shooting": ["ἕκατος", "ἐξακοντισμός"], "shore": ["ἀκτά", "ὄχθαν"], "shorn": ["κειράς", "ἐγκείρω"], "short": ["ὀλίγος", "βραχύς", "κοντός", "κολοβιομαφόριον"], "shortness": ["βραχύτης"], "shoulder": ["ὦμος", "ὠμία"], "shout": ["βοάω", "βοή", "ἀνευφημέω", "Ἰακχάζω", "ἐκκραγγάνω", "ἐπιθωΰσσω", "κελώριον"], "shovel": ["ἄμη"], "show": ["φαίνω", "δείκνυμι", "χαρίζομαι", "ἐπιφαίνω", "φράζω", "ἀποφαίνω", "προσαποφαίνω"], "shower": ["περικλύδην", "ῥάσμα"], "shred": ["συγξύω"], "shrewd": ["πυκινός"], "shrewdness": ["εὐσυνεσία"], "shriek": ["ἐπιρροιζέω"], "shrill": ["τρίζω", "λιγυκλαγγής", "ἀχέτας"], "shrine": ["δύτη", "εἰκονοστάσιον", "νάϊσκος"], "shrink": ["ἀπισχνόω"], "shrivelled": ["ῥικνοφυής"], "shrub": ["λῆδον"], "shudder": ["ῥιγέω", "φρικόομαι"], "shut": ["ἐπώχατο", "συγκλείω", "κλῄζω", "ἀπομύω", "κλᾳξῶ", "προσοίγνυμι"], "sick": ["νοσέω"], "sickle": ["θέριστρον", "ἀμητήριον"], "sickly": ["ἀρρωστηματικός"], "sickness": ["νόσος", "νόσευμα"], "side": ["παρά", "πρός", "πάντῃ", "παρίημι", "ἔνθεν", "πλάγος"], "sidelong": ["διάλοξος"], "sideways": ["πάραντα", "ἐπίπλευρα"], "siege": ["περικάθισις"], "sieve": ["κόσκινον", "αἰρόπινον", "δίαττος", "ἔνσηστρον", "σῆστρον", "σίνιον"], "sift": ["κοσκινεύω", "διασήθω", "σμικρίζω", "ὑπηθέω"], "sigh": ["προστένω", "μεταστοναχίζομαι"], "sight": ["φανερός", "ὄψις", "βλέπω", "κάτοψις"], "sign": ["σημεῖον", "σημάντρια", "σημάντριον", "ὑποχειρογραφέω"], "signal": ["σύσσημον"], "signet": ["σφραγίδιον"], "significant": ["σημαντικός", "φαντικός"], "signification": ["παρέμφασις"], "signify": ["ὀφρυάζω", "προσσημαίνω", "συσσημαίνω"], "silence": ["ἀκή", "σιγάω", "σιωπάω", "σιγή", "σιωπή", "ἀγρυξία", "ἀρρησία", "σιγά", "σιωπά"], "silent": ["ἀκέω", "σιγάω", "σιωπάω", "σιγάς", "σιωπηλός", "σιγηλός", "σιγᾶς", "σιγαλός"], "silently": ["σῖγα"], "silk": ["σιρικόν"], "silly": ["ἄνοος", "πυλαϊκός"], "silver": ["ἀργύρειος"], "similar": ["ὁμοῖος", "προσειδής"], "similarity": ["ὁμοιοτροπία"], "similarly": ["ἐοικότως", "παρακειμένως", "ὁμοίως"], "simple": ["ἁπλοειδής", "μονοείλητος", "σινπλαρία"], "simplicity": ["ἀφέλεια", "ἀπεριττότης", "ἀζηλία"], "simply": ["ἀτεχνῶς"], "sin": ["ἀλιταίνω", "ἐπεξαμαρτάνω"], "sincerity": ["ἀπλαστία", "εἰλικρινότης"], "sinewy": ["ἔντονος", "νευρώδης"], "sinful": ["ἁμάρτημον", "ἐφάμαρτος"], "sing": ["ἀείδω", "ἐφυμνέω", "γηρύω", "βουκολιάζομαι", "μουσίζω", "μεταμέλπομαι"], "singe": ["πυράζω", "εὕω"], "singer": ["ᾠδός", "ᾁστης", "μελικτάς", "μελπήτωρ"], "singing": ["συνῳδός", "προσῳδός", "ἠχικός"], "single": ["μονόω", "ἁπλόω", "ἑνικός", "μονοφυής", "ἀπάκρας", "μονόπλοια"], "singleness": ["ἁπλότης", "ἑνοείδεια"], "singly": ["ἑκάτερος", "ἁπλῶς", "μουνάξ", "μεμονωμένως"], "sink": ["δύω", "βυθίζω", "συνιζάνω", "συγκαταδύνω", "ἀναβαπτίζω", "ἁλιβδύω"], "sinner": ["ἀλείτης"], "sir": ["τάν"], "sister": ["ἀδελφή", "κασιγνήτη", "ἀδελφεά", "κασιγνήτα"], "sit": ["ἐφέζομαι", "ἐνίζω", "ἐφίζω", "κάθημαι", "θοάζω", "θακέω", "ἐπῳάζω", "ἐγκαθέζομαι", "θαάσσω", "ἐπικάθημαι", "ἀντικαθίζομαι", "ἐφεδρίζω", "ἐνιζάνω"], "sitting": ["ἔφεδρος", "κάθισις", "θάκημα"], "six": ["ἕξ", "φίλωσις", "ἑκατηβελέτης", "ὁλομέλεια"], "sixteen": ["ἑκκαίδεκα", "ἑξκαίδεκα"], "sixteenth": ["ἑκκαιδέκατος", "ἑξκαιδέκατος"], "sixth": ["ἕκτος"], "sixtieth": ["ἑξηκοστός"], "sixty": ["ἑξήκοντα"], "size": ["μέγεθος"], "sketch": ["σχεδάριον"], "skilful": ["χειροτεχνικός", "νοήρης"], "skill": ["μῆτις", "μῆτις", "τέχνη", "ἐπιστημοσύνη"], "skilled": ["σοφός", "λογιστικός"], "skim": ["ἀπαφρίζω"], "skirmish": ["ἀκροβόλη", "διακροβολίζομαι"], "skirmishing": ["ἀκροβόλισις", "ἁψιμαχία"], "skull": ["σκυφίον"], "sky": ["Ὄλυμπος"], "slab": ["πτυχίς"], "slacken": ["λαγγάζω"], "slackly": ["κεχαλασμένως"], "slackness": ["βλακεία", "λαγαρότης"], "slander": ["διαβολία"], "slanderer": ["διαβλήτωρ"], "slanderous": ["κακός", "διαβολικός", "ψιθυριστικός"], "slap": ["πλατάσσω", "ἐκλιστράω"], "slaughter": ["σφάζω", "φόνος", "σφαγή", "καταφονεύω", "ταυροκτονέω", "διασφάττω", "σφάγμα"], "slavery": ["δουλόσύνη", "δούλευσις", "ἀτμενία", "δουλία"], "slay": ["σφάζω", "ἀπόλλυμι", "κτείνω", "ἀποκτείνω", "καίνω", "ἐναίρω", "βουθυτέω", "ἐπιφονεύω", "κατανδραφύσσω", "κατεναίρω"], "slayer": ["φονεύς"], "sleep": ["ὕπνος", "εὕδω", "ὦρος", "κατακοιμάω", "ἀωτέω", "δαρθάνω", "ὤριος", "συνεύδω", "ἀπαυλίζομαι", "ἀποδαρθάνω", "κοίμημα", "ἄωρος", "ἀέσκω", "βαυβάω", "δαύω", "κοιμάομαι"], "sleeplessness": ["ἀυπνία", "ἀϋπνία"], "slice": ["τόμος"], "slightly": ["χραύω", "ἀμυχηδόν"], "slime": ["βλέννος"], "sling": ["σφενδόνη"], "slinger": ["ἥμων", "σφενδονήτης", "χερμάτης", "χερμαστήρ"], "slinging": ["σφενδόνησις"], "slip": ["συκίς", "ἐπίστιον", "ὑπολισθάνω", "ἐπολισθάνω", "ἀνολισθάνω"], "slipper": ["βλαύτη", "διάβαθρον", "σόλιον"], "slippery": ["ὀλισθήεις", "ὀλισθηρός", "εὐόλισθος"], "slope": ["ἀπόκλισις", "ἐπίκλισις", "ἔγκλιμα", "ἀπόνευμα", "παρεκπίπτω"], "sloping": ["ἐπικλινής", "ἄνορθος", "προσκλινής", "προαλής", "περιρρήδην", "ἀντιστάσιμος"], "sloth": ["ἀεργίη"], "slothful": ["ἀργόπρακτος"], "slovenly": ["ἀκόμιστος"], "slow": ["βραδύς"], "sluggish": ["δύσροος", "δυσενέργητος"], "sluice": ["ἔκβλυσμα"], "slumber": ["ὕπνος", "κνώσσω"], "small": ["μικρός", "σμικρός", "ὀλίγος", "θρύπτω", "ἠβαιός", "κόττανον", "πιτυρίς", "ὀλιγήριος", "τεττίγιον"], "smear": ["περιχρίω", "ὑπομάσσω", "ἀρδαλόω", "ἐπιμυρίζω", "εἰσαλείφω"], "smell": ["ὄζω", "ἐξόζω", "κατοσφραίνομαι", "συνόζω"], "smile": ["μειδάω", "διαμειδιάω", "μείδημα", "γέλασμα"], "smiling": ["μειδάμων"], "smite": ["πλήσσω", "ἐπιρραπίζω", "ἐπιρραβδίζω", "σμώγω"], "smiter": ["ἀναπαιστρίς"], "smith": ["ἐμπυροτέχνης", "σιδηροχαλκεύς"], "smoke": ["θειόω", "καπνός", "καπνιάω", "ἀτμίζω", "ἰωά", "ἐντύφω"], "smoky": ["καπνίας", "καπνώδης", "αἰθαλέος", "πολύκαπνος", "καπνηλός", "καπνίτης", "καπνιαῖος"], "smooth": ["λεῖος", "λίς", "λισσός", "ἀπολεαίνω", "ἐπικαταψήχω", "σμηρίζω"], "smoothness": ["λειότης", "λίσσωμα", "ἀπταισία"], "smoulder": ["διασμύχομαι"], "smuggle": ["κλεπτοτελωνέω"], "snail": ["στράβηλος", "σέσιλος", "γυμνοκοχλίας", "σελάτης"], "snake": ["ἐλέχει"], "snaky": ["ὀφιώδης"], "snare": ["ὕσπληξ", "σκελισμός"], "snarl": ["ῥάζω", "ῥόζω"], "snatch": ["ἁρπάζω", "προϋφαιρέω"], "sneeze": ["πταίρω"], "snore": ["ῥέγκω", "ῥογχαλίζω"], "snort": ["ἀποφθαράξασθαι"], "snout": ["ὀρυχή", "ἀκροφύσιον"], "snow": ["χιών", "νίφα", "ἀπονείφω", "νείφω"], "snowy": ["νιφετώδης", "χιονώδης", "χιονοβόλος"], "snuff": ["προμύσσω"], "so": ["καθό", "ὅπως", "ὥστε", "οὔκουν", "τοσοῦτος", "δεῖνα", "μέχρι", "ὧδε"], "soak": ["διαβρέχω", "ἐνδεύω"], "soaking": ["διάβρεξις", "κατάβρεξις"], "soap": ["σμῆγμα", "νίτρασμα", "σαφώνιον"], "sob": ["ἀνασταλύζω", "λυγκαίνω"], "sober": ["νήφων", "νηπτικός"], "soberly": ["νενηφότως"], "soberness": ["νηφαλισμός"], "sobriety": ["νῆψις", "νηφαλέωσις"], "sociable": ["συνουσιαστικός", "εὐόμιλος", "καλοσύντυχος"], "social": ["δίκαιος", "εὔμικτος"], "socket": ["ἐμπυελίς", "φατνίον"], "soft": ["μαλακός", "μαλθακός", "εὐαφής"], "soften": ["ὀργάζω", "μαλθάζω", "δέφω", "ἐκμειλίσσω", "μαλακύνω", "ἁπαλύνω", "καταμαλάσσω", "καταπραΰνω", "μαλαγματίζω"], "softly": ["ἥσσων", "τρυφάω", "ἁβροβάτης", "ἀκᾷ"], "softness": ["τρυφή", "μαλακία", "μαλακότης", "ἁπαλία", "τεραμότης"], "solder": ["περιστεγνόω"], "sole": ["βούγλωσσος", "τύλωμα"], "solid": ["ὁπλή", "πηγός", "πάγιος", "στυμνός", "ναξος", "στερεωπός", "συμπλήρης"], "solidify": ["συμπωρόομαι"], "solitary": ["μόνος", "μονάς", "ἐρῆμος", "μονήρης", "μονίας", "μονώτης", "μονιός", "μονόλυκος", "μονολέων", "μοναυλικός", "μονώδης"], "solitude": ["ἐρημοσύνη"], "solstice": ["Ἡλιοστασία"], "some": ["ποτέ", "ποτέ", "ἔνιοι", "πη", "ποθεν", "τὶς"], "somehow": ["πως", "πως", "πη", "πᾳ", "που"], "sometimes": ["τοτέ", "ἐνιάκις"], "somewhat": ["ἐπίπερκνος"], "somewhere": ["πού", "πού", "πη", "ἁμοῦ"], "somewhither": ["ποι", "ἁμοῖ"], "son": ["παῖς", "φύς", "υἱός", "ἀδελφός", "κοῦρος", "ἶνις", "κέλωρ", "Φηρητιάδης", "Λαομεδοντιάδης"], "songstress": ["ἀηδών"], "sonorous": ["ἠχώδης", "διηχητικός"], "soon": ["τάχα"], "soot": ["ἄσβολος", "αἰθάλη"], "soothe": ["διαπραΰνω", "ἐκγαληνίζω", "ἐπιπρηΰνω"], "soothing": ["προσανής", "ἡσυχαστικός"], "soothsayer": ["ὀμφητήρ"], "sooty": ["ἀσβολώδης"], "sop": ["ἐνθρυμματίς"], "sophistical": ["σοφισματικός", "σοφισματώδης"], "sophistry": ["σοφιστεία"], "sorcerer": ["φάρμακος", "φαρμακός", "φαρμακός"], "sorceress": ["γοητεύτρια"], "sorcery": ["γοήτευσις"], "sore": ["χαλεπός"], "sort": ["ποῖος", "οἷος"], "soul": ["ψυχή", "θυμός", "ψυχά"], "sound": ["φωνή", "φωνέω", "σῶς", "σῶς", "ἀκοή", "ἦχος", "ὑγίεις", "πολυφωνέω", "γήρυμα", "ἀνηπύω", "ἤχημα", "ἐπιδονέω", "ἰαχά"], "sounding": ["κελάδω", "καταχής", "βρόμιος", "χαλκόκροτος", "ἔμψοφος", "φθογγήεις", "κελάδων", "ὁμόφθογγος"], "soundness": ["ὑγιότης"], "soup": ["ζωμός", "ζώμευμα"], "southern": ["νοτιαῖος"], "southward": ["νοτόνδε"], "sovereign": ["τύραννος"], "sovereignty": ["αὐτοκρατορία", "κοιρανία"], "sow": ["σπείρω", "χοίρα", "συσπείρω", "γρωθύλοι", "σπερματίζω", "σύαινα", "σύαρον", "συγκατασπείρω"], "sower": ["σπορεύς", "ξυλαμητής", "κατασπορεύς", "σπερμοβόλος"], "sowing": ["σπορά", "σπόρος", "πρωτοσπόρος", "κατασπορά", "παρασπορά", "σησαμεία", "σπερμοβολία"], "sown": ["ὀφιόσπαρτος", "πρωΐσπορος", "σιδηρόσπαρτος", "σπορευτός"], "space": ["χώρα", "χῶρος", "χῶρος"], "spacious": ["εὐχανδής"], "spangled": ["αἰολόχρως"], "spar": ["διαπληκτίζομαι"], "spare": ["φείδομαι"], "sparing": ["φειδώ"], "spark": ["ζώπυρον", "σπινθήρ", "ἔναυσμα", "πυρίδιον"], "sparkle": ["μαρμαρύζω"], "sparkling": ["περιμάρμαρος"], "sparrow": ["καιφος"], "spawn": ["κηριάζω"], "speak": ["εἶπον", "ἐρέω", "ἐρέω", "ἐρέω", "ὀνομάζω", "εἴρω", "βάζω", "φωνέω", "ὁμολογέω", "ἐλευθεριάζω", "κατηγορέω", "προσερέω", "μυθέομαι", "ματᾴζω", "σολοικίζω", "ἠλιθιάζω", "ἀπαυθαδίζομαι", "ὀρθοεπέω", "ξενοφωνέω", "καταισχρεύομαι"], "speakable": ["φατειός"], "spear": ["ἀρίγων", "αἰχμά", "κοντάριον", "λόγχα", "μονοκόντιον", "σιγύνης"], "spearman": ["αἰχμοφόρος", "δεξιολάβος", "λογχίτης"], "special": ["ἰδικός"], "specific": ["εἰδικός"], "specimen": ["ἐπιδείκνυμι"], "spectacle": ["εἴσοψις"], "spectator": ["θεωρητής", "θεάμων"], "speculator": ["σπεκουλάτωρ"], "speech": ["βάρβαρος", "φῆμις", "μῦθος", "λέξις", "φράσις", "βάγμα"], "speechless": ["ἐνεός", "ἄναυδος", "ἀναυδής", "ἄστομος", "ἀβακής", "ἄβως", "ἄοπος", "ἀφθεγγής", "ἀγέγωνος"], "speechlessness": ["ἀφασία", "ἀφωνία", "ἀμφασίη", "ἀφθογγία", "ἀφἀσία", "ἀναυδία"], "speed": ["τάχος", "κινέω", "σπουδή", "δίεμαι", "Θόωσα", "σεύομαι", "ταχυτάς"], "spelt": ["ζειαί"], "spend": ["ἐννεάζω", "δαπανάω", "ἐνδιατρίβω", "κατοψοφαγέω", "ἐγγαληνίζω"], "spew": ["ἐμέω"], "spice": ["βᾶρος", "ἀρωματίζω", "μάγλα"], "spicy": ["ἀρτυματώδης"], "spider": ["ἀράχνης", "σκωλήκιον", "ἀράχνας", "ῥαγίον", "σκληροκέφαλον"], "spin": ["νέω", "νήθω", "ἐγκλώθω"], "spinal": ["νωτιαῖος", "σφονδυλίων"], "spindle": ["ἄτρακτος", "κλωστήρ", "νῆτρον"], "spine": ["ἄκνηστις"], "spinner": ["κλωστής"], "spinning": ["νῆσις", "ἐπίκλωσις", "κλῶσις"], "spinster": ["Κλωθώ", "νηθίς"], "spiral": ["κοχλιοειδής"], "spirited": ["ἔνθυμος"], "spiritless": ["νεκρόψυχος"], "spiritual": ["δαιμονιοῦχος"], "spirt": ["διαπυτίζω"], "spit": ["ὀβελός", "ψύττω"], "splendour": ["χάρις"], "splinter": ["ἀγή", "ἀγή", "σκινδάλαμος"], "split": ["ἐνσχίζω", "τετράσχιστος"], "spoken": ["ῥητός", "φατός"], "sponge": ["σπόγγος", "σπογγιά", "ἀπλυσία"], "spongy": ["ἔνσομφος"], "sponsor": ["ὁμολογητής"], "spontaneous": ["αὐτενέργητος"], "spoon": ["μύστρον", "γλωσσάριον", "κοχλιάριον"], "sport": ["παιδιή", "παίζω"], "spot": ["αὐτοῦ", "χωρίον", "σπιλάς", "στιγμή"], "spotless": ["ἀκηλίδωτος"], "spotted": ["ποικίλος", "παρδιαῖος"], "spouse": ["πόσις", "πόσις"], "sprain": ["σπάσμα", "λύγισμα"], "sprawling": ["περιρρηδής"], "spray": ["ἐγκαταφυσάω"], "spread": ["ἁπλόω", "περιπετάννυμι", "ἐπιπλάσσω", "ἐφαπλόω", "ὑφαπλόω", "διαστρώννυμι", "ἐκστρώννυμι", "ἐπιπορθμεύομαι", "στόρνυμι"], "spring": ["πηγάζω", "ἔαρ", "ἔαρ", "κρανίον", "εἰσάλλομαι", "ὑπεράλλομαι", "ἄνθιον", "κράνα", "παγά", "πηγίον", "προσαΐσσω", "ὑποσκαίρω"], "sprinkle": ["πάσσω", "ῥαίνω", "διαπάσσω", "διαρραίνω", "ἐνδιασπείρω", "ἐπικαταπάσσω", "παρεμπάσσω"], "sprinkling": ["πάσμα", "ῥαντισμός", "παλαγμός"], "sprout": ["παραβλαστάνω", "διαβλαστάνω", "ὀψιβλαστέω"], "sprouting": ["ἀνάδοσις", "παλιμβλαστής", "ἔνθαλλος"], "spur": ["ἡλόκεντρον", "πλακτήρ"], "spurious": ["παραταυτότης"], "squalid": ["δυσπινής"], "squalor": ["αὐχμηρότης"], "squander": ["καταδαπανάω", "καθιπποτροφέω", "καταδιαφθείρω"], "square": ["προσαγωγεῖον", "ἀποτετραγωνίζω", "ἐμβαδικός", "ἐμπλατής", "τετράδειον"], "squeal": ["ἀνιΰζω"], "squeamishness": ["ναυσίασις"], "squeeze": ["ἄγχω", "ἐκστραγγίζω", "περιπιέζω"], "squinting": ["ἰλλός", "στραβός", "στραβισμός"], "squirt": ["κατακοτταβίζω"], "stab": ["οὐτάζω"], "stability": ["ἑδραιότης"], "stable": ["ἱππόστασις"], "stade": ["στάδιον"], "staff": ["σκῆπτρον", "σκίπων", "λαγώβολον", "ἀκτηρίς", "σκᾶπτον", "σκηπάνη"], "stagger": ["περισφαλάω"], "stain": ["φονόω"], "stainless": ["ἄσπιλος"], "stake": ["ἄντομος", "ἑκάτη", "σπόλος", "στάβαρον"], "stalk": ["καλάμη", "μίσχος"], "stall": ["ζῳοστάσιον"], "stallion": ["βιβαστής", "ἐπιβατόριος"], "stammer": ["βατταρίζω"], "stamp": ["ῥήσσω", "κόμμα"], "stanchion": ["ἀντηρίδιον"], "stand": ["ἵστημι", "ἐφίστημι", "συμβαίνω", "δείδω", "ἀνίστημι", "παρίστημι", "λαμπτήρ", "στήκω", "βάθρωσις", "διαπλίσσομαι"], "standard": ["διαστάθμησις", "ἔσσαμον"], "standing": ["στάδιος", "στάσις", "στυλίτης"], "starry": ["ἀστρῷος", "ἀστραῖος"], "start": ["σεύω", "ὁρμή", "συνόρνυμαι"], "starvation": ["λίμωξις"], "state": ["γάρ", "γίγνομαι", "πόλις", "πάθη"], "stately": ["γέραρος"], "statement": ["ἐξάγγελσις"], "statesman": ["πολιτευτής"], "stationary": ["στηρικτικός"], "stature": ["μέγεθος"], "stay": ["μονή", "μένω", "ὑπομένω", "καταμένω"], "steadfast": ["ἀσφαλής", "διαμόνιμος"], "steadily": ["καθεστώτως"], "steal": ["ἀνακλέπτω", "προσσυλάω"], "steam": ["κνίση"], "steep": ["ἀλίβατος", "ἐπάντης", "κατάτροπος"], "steer": ["κυβερνάω", "οἰακίζω", "πηδαλιουχέω"], "steering": ["κυβέρνασις"], "steersman": ["πρυμνήτης", "Πρυμνεύς", "κυβερνάτας", "πηδαλιοῦχος"], "stem": ["καυλός"], "stench": ["βδέσμα", "κακωδία"], "step": ["βαίνω", "βάσις", "ἐπεμβαίνω", "βαθμίς", "βωμίς", "βᾶμα", "πλίξ"], "sterile": ["ἀπότεκνος"], "sterility": ["ἀγονία", "στειρότης"], "stern": ["κραταιόφρων", "πρύμνη", "πρυμνήσια"], "steward": ["ἐπιδαπανητής"], "stick": ["σκυταλίς"], "stickiness": ["γλισχρότης"], "sticky": ["γλίσχρος"], "still": ["ὅμως", "ὅμως", "ἔτι"], "stimulate": ["κεντρίζω", "ἐξερεθίζω", "ἀναδάκνω", "διαμύσσω"], "stimulative": ["παρορμητικός", "συγκινητικός"], "sting": ["ἐγκεντρίς", "προσεμπαίω"], "stinginess": ["κιμβεία", "γλισχρία"], "stir": ["μένω", "κινέω", "κυκάω", "ἐνσπαθίζω"], "stirring": ["ὀρσίκτυπος"], "stitch": ["προσράπτω", "δικορραφέω", "νευροραφέω"], "stockade": ["σταύρωσις"], "stocks": ["ποδοκάκκη"], "stolen": ["φώριος", "κλοπαῖος", "φωρίδιος", "κλεμμάδιος", "κλεψιμαῖος"], "stomach": ["ἀναγκοφαγέω"], "stoning": ["λεύσιμος", "λευσμός", "πετροβολία", "λιθασμός"], "stony": ["λίθαξ", "ὑπόλιθος", "λιθοτράχηλος", "σκυρώδης"], "stool": ["σκόλυθρον"], "stoop": ["προνεύω"], "stooping": ["ἐπίκυψις", "κατάκυψις"], "stop": ["παύω", "βλάπτω", "ἀποπαύω", "ἐπιτυφλόω", "προπαύω", "συσσάττω", "ὑποφράσσω"], "stoppage": ["ἐπιληψία", "ἔμφραξις", "ἐπισφήνωσις"], "store": ["ἐνθήκη"], "storm": ["χειμών", "ζάλα"], "stormy": ["δύσομβρος", "λαιλαπώδης", "θυελλήεις", "θυελλώδης", "χειμεριώδης"], "story": ["λόγος", "μύθευμα"], "stout": ["τρόφις", "πηγός", "εὐσθενής"], "straddle": ["ἀμφιπλίσσω"], "straight": ["εὐθύς", "εὐθύς", "ὀρθός", "ὀρθόω", "ἰθύς", "κάτορθος", "εὐθυτενής", "ἰθυτενής", "εὐθικός"], "straighten": ["ἀνευθύνω", "ἐξευθύνω"], "straightforward": ["εὐθύς", "εὐθύς", "εὐθύγνωμος"], "straightness": ["εὐθύτης", "εὐθυσμός"], "straightway": ["εὐθύς", "αὐτίκα", "αὐτόδιον"], "strain": ["ἐνδιηθέω", "ὑποσακίζω"], "strait": ["στενός"], "straiten": ["ἀποστενόω"], "strand": ["νευρότονον"], "strange": ["ἀλλότροπος"], "strangeness": ["καινοτροπία"], "stranger": ["ξένος", "ξένος", "ἐπίξενος"], "strangle": ["ἀγχονάω", "ἀγχονίζω", "στραγγαλίζω", "ἀποτραχηλίζω", "κατάγχω"], "strap": ["ἱμάντιον", "ιμάς"], "stray": ["ἀλάομαι"], "stream": ["ῥέω", "ποταμός", "λίψ", "λοῦμα", "ῥέεθρον", "συναιθύσσω"], "street": ["ἄμφοδον"], "strength": ["πῆρος", "δύναμις", "βία", "κράτος", "ἰσχύς", "ἀλκή", "ἐρυμνότης", "ἐχυρότης", "εὐσωματία", "ἰσχυρότης", "κραταίωμα"], "strengthen": ["ἰσχυρόω", "ῥώννυμι", "καρτερόω", "κρατύνω", "κραταιόω", "σθενόω", "ἰσχυροποιέω", "δυναμόω", "ἐπικρατύνω"], "stretch": ["ἁπλόω", "οὖρον", "τείνω", "ἐντείνω", "ἐπεκτείνω", "τιταίνω", "ἐπιδιατείνω", "ἐπιτανύω", "ὑπερτείνω"], "strew": ["πάσσω", "ἀνθίζω", "ἐπιστοναχστόρνυμι", "προϋποστρώννυμι"], "stride": ["βιβάω"], "strife": ["στάσις"], "strike": ["ἐλαύνω", "πλήσσω", "θείνω", "ἐπιπλήσσω", "προσκόπτω", "ὑπωπιάζω", "ἀντικρούω", "ὑποτύπτω", "συνενείκομαι", "ἀναπατάσσω", "ἐπικορρίζω", "προσπλήσσω", "σειράζω"], "striking": ["κομμός", "πλήξιππος", "βλητικόν", "συμπληγάς", "συηβόλος", "ταυροβόλος"], "string": ["εἴρω", "εἴρω", "εἴρω", "νευρά", "χορδά"], "strip": ["δύω", "σκυλεύω", "ἐξεναρίζω", "ἀποφυλλίζω", "ξυσμάτιον", "ἐπαποδύω", "περιλωπίζω"], "striped": ["γραμμοποίκιλος", "ποικιλόγραμμος", "ῥαβδοειδής", "σκιωτός", "ὤρυγγες"], "stripling": ["μειρακύλλιον"], "stripping": ["ἀποδύω", "γύμνωσις", "ἀναγύμνωσις", "ἀποψίλωσις"], "stroke": ["πληγή", "γραμμή", "πλῆγμα", "ῥάπισμα", "ἐπιψάω"], "strong": ["δύναμαι", "δυνατός", "μέθη", "κρατέω", "πηγός", "ἰσχυρός", "βριαρός", "ἐπαλκ", "ἐπαλκής"], "strongly": ["ῥωσκομένως"], "struggle": ["ἐναγώνισις", "διαγωνία", "διαμάχησις"], "strumpet": ["κασαλβάς"], "strung": ["νευρένδετος"], "strut": ["διαβάσκω"], "stubborn": ["ἰσχυρικός"], "stud": ["ἧλος"], "study": ["ἀστρολογέω"], "stuff": ["βύω", "ἀπογκόω", "βυλλά", "ἐπογκόω"], "stultify": ["κακοφρονίζω"], "stumble": ["πρόσκομμα", "πρόσπταισμα"], "stupefy": ["ἀποκαρόω", "ἀπομωρόω"], "stupid": ["βλακικός", "τυφεδανός", "βεβρός", "βουκόρυζος", "ἐμπληκτικός", "ἐνεόφρων", "σοφιβόλος"], "stupidly": ["τετυφωμένως"], "subdue": ["χειρόω", "καταπονέω", "καταπολιτεύομαι", "καταδαμάζω", "ἐπιδάμναμαι", "ἐνδαμάζω"], "subject": ["καθυποβάλλω", "καθυποτάσσω", "ὑποκατέχω"], "subjection": ["ὑπεξουσιότης"], "subjoin": ["παρυπογράφομαι"], "sublimity": ["μετεωρότης"], "submerge": ["παρακλύζω", "ὑποβυθίζω"], "submissive": ["εὐεπίτακτος", "εὐπάροχος"], "submissively": ["ὑποπεπτωκότως"], "submit": ["ἐπιτολμάω", "συνεισδίδωμι"], "subsidiary": ["ἐπιταγματικός"], "substance": ["ζωή", "οὐσία", "ἐστώ"], "substantial": ["ἐνυπόστατος", "πολυούσιος"], "substitute": ["ἀνθυπαλλάσσω", "ὑποκαταστάτης"], "subterranean": ["καταχθόνιος", "ὑπουδαῖος"], "subtlety": ["γλαφυρότης"], "subtract": ["ὑπεξαίρω"], "suburb": ["προάστιον"], "suburban": ["προάστειος", "προάστιος"], "succeed": ["ἐπιλαγχάνω"], "succeeding": ["διάδοχος"], "successfully": ["ἐπιτετευγμένως", "κατωρθωμένως", "περιγεγονότως"], "succession": ["ἔκδεξις", "ὑπεισέλευσις"], "succour": ["βοηθέω"], "succouring": ["ἐπικούριος"], "suck": ["θάομαι", "ἀποθηλάζω", "μυζάω", "περιλάπτω"], "suckle": ["θηλάζω", "τιτθίζω", "γαλουχέω", "θῆσαι", "σχαλίζω"], "suckling": ["ἀπομαστίδιον", "γαλακτισμός", "γαλουχία"], "sudden": ["ἐξαπίνης", "ἐξαιφνίδιος"], "suddenly": ["αὐτίκα", "αἴφνης", "ἐξαίθνας"], "sue": ["αἰτέω"], "suffer": ["ἐάω", "πάσχω", "φαρμακάω", "πονέω", "ἐπιταλαιπωρέω", "ὑπερκάμνω", "προσατιμόομαι"], "sufferance": ["ἀνάτλημα"], "suffering": ["ἀχθήμων"], "suffice": ["διαρκέω", "συνεξαρκέω", "διεξαρκέω", "ἐξικανόω", "συνεκποιέω"], "sufficiency": ["αὐταρκεσία", "διάρκεια"], "sufficient": ["ἱκανόω", "τοσόσδε", "διαρκής", "ἀπαρκής", "ἀρκετός", "ἐπάρκιος"], "sufficiently": ["διαρκούντως", "ἐπαρκούντως", "ἀπαρκούντως"], "suffocate": ["περιπνίγω"], "suggestion": ["ἐνεσία"], "suggestive": ["ὑπαγορευτικός"], "suit": ["ἐπέοικε"], "suitable": ["ἐπιεικής", "προσοίκειος", "ποτίφορος"], "suitably": ["εἰκότως", "ἁρμοζόντως", "ἐπιτόπως"], "sullenness": ["βαρυθυμία", "σκυθρωπότης"], "sulphur": ["θεάφιον", "θειάφιον"], "sum": ["εἰμί", "ἦ", "ἔπειμι", "ἔπειμι", "χρή", "πάρειμι", "ὄντα", "μέτειμι", "μέτειμι", "πρόσειμι", "ἄπειμι", "οὐσία", "ἔνειμι", "ἄπειμι", "σύνειμι", "πάρειμι", "ἔξειμι", "περιουσία", "ἐπιπάρειμι", "συνεστέος", "εἵην", "πάρδω", "ὑπέρειμι", "τί", "συνύπειμι", "συμπρόσειμι", "ἑήλακεν", "περιεστικός", "παρέμμεναι", "πάρεσαν", "ἔησθα", "εἶτε", "ἔσκον", "μετείω", "μετέμμεναι", "ἔω", "ἔωσα", "ἦς", "ἦμες", "ἦα", "ἐών", "ἤτω", "εὖσα", "εἰσί", "εἵαται", "ἦν"], "summer": ["θέρος", "θερεία"], "summit": ["ἄκρον", "στεφών"], "summon": ["καλέω", "ἐπικαλέω"], "summoner": ["κλητήρ"], "sumptuously": ["τρυφάω"], "sun": ["ἥλιος", "ἡλιόομαι", "δύσις", "εἱλέω", "ἀέλιος"], "sunburnt": ["ἡλιόκτυπος", "ἡλιοκαής", "ἡλιοπλήξ"], "sundial": ["ἀντιβόρειον"], "sunken": ["ἔκκοιλος"], "sunset": ["ἡλιοδύσιον"], "superabundant": ["ὑπερπλήθης", "ὑπερπληθής"], "superabundantly": ["ὑπερεκπερισσοῦ"], "supercilious": ["ἐξοφρυόω", "ὑπέροφρυς"], "superfluity": ["περίσσευμα", "περίσσωσις", "ἀσπανιστία", "πλεόνασμα"], "superfluous": ["περισσόμυθος"], "superfluously": ["παρελκόντως"], "superhuman": ["ὑπεράνθρωπος"], "superior": ["κρατέω", "κρείσσων", "περίοχος"], "superiority": ["βελτιότης", "προτέρησις"], "superlative": ["ὑπερθετικός"], "supernumerary": ["περίνεως", "ἐξάριθμος", "ὑπεράριθμος"], "superstition": ["θειασμός"], "supervise": ["ἐπικατασκοπέω"], "supervisor": ["ἐπίσσοφος"], "supper": ["Ἑσπέρισμα"], "suppliant": ["πρόστροπος", "ἵκτωρ", "ἱκετήσιος", "ἱκέτας", "προσίκτης"], "supplication": ["ἱκετεία", "λιπάρησις", "γούνασμα"], "supply": ["παρέχω", "προσκαθίστημι", "παραχορηγέω", "ὑποχορηγία", "εἰσπορίζω"], "supplies": ["χορήγιον", "ταγαρίζα"], "support": ["ὑπομένω", "ἐναπερείδω", "ἐπιστήριγμα", "κράτημα"], "suppose": ["δοκέω", "οὔτι", "δοξάζω", "οἴομαι"], "supposition": ["ὑπόλημμα", "ὑπονόημα"], "suppurate": ["ἐμπυέω", "ἀποπυέω", "διαπυέω", "διαπυόω", "ἐκπυέω"], "suppurating": ["διάπυος", "ἐμπυηματικός"], "suppuration": ["ἐκπύησις", "ἐμπύησις", "ἀνέλκωσις", "ἀποπύημα", "διαπύησις", "παραπύημα", "πύησις", "πύωσις"], "supreme": ["κῦρος"], "sure": ["μέντοι", "πιστός", "δῆτα"], "surely": ["οὔτι", "μήν", "μήν", "τοι", "τοι"], "surety": ["ἀντάτας", "προέγγυος"], "surf": ["ζάψ"], "surface": ["ἐπι[πολ]ή"], "surfeit": ["ἀσάω"], "surgery": ["ἰατρεῖον", "τομά"], "surging": ["κλύδιος"], "surname": ["ἐπωνύμιον", "προσωνυμία"], "surpass": ["ὑπερτερέω", "προσυπερβάλλω"], "surplus": ["ἐπουσία"], "surrender": ["ἀφίημι"], "surreptitious": ["ὑπονόσφιος"], "surround": ["κατέχω", "κυκλάζω", "κυκλόω", "ἀμφέρχομαι", "ἀμφινωμάω", "καταπεριΐστημι", "περισαρκόω"], "surrounding": ["περίσχεσις", "περιστολάδην"], "survey": ["εὐθυμετρία"], "survive": ["ὑπομένω", "ἐπιζάω", "περιβιόω", "ὑπερεκφεύγω"], "suspect": ["ὑπονοέω", "ἐξυπονοέω", "καθυπονοέω", "καθυποπτεύω", "συνυποπτεύω"], "suspend": ["ὑπεραιωρέω", "διαρτάω", "ἀνακρίμναμι"], "suspension": ["ἀνάρτησις", "κρεμασμός", "ἐγκρέμασις", "παραιώρησις"], "suspicion": ["ὑφόρασις", "ὑπόπτευμα"], "suspicious": ["ὑπονοητικός", "ἐνύποπτος", "ὑπότοπος"], "suspiciously": ["ὑποψιαστικῶς"], "sustain": ["ὑπομένω"], "sustenance": ["ἐπιτροφή"], "swaddle": ["ἐπικαταδεσμέω"], "swallow": ["χελιδών"], "swan": ["ἄγλυ"], "swarthy": ["μελάγχρους", "κελαινώψ"], "swathe": ["κειριόω"], "sway": ["πάλλω", "ἀνακινέω"], "swear": ["ὄμνυμι", "ἀπομνύω", "βωμαίνω", "ὀμόω"], "sweat": ["ἶδος", "ἰδίω", "ἱδρώς"], "sweep": ["κορέω", "κορέω", "ὀφέλλω", "πίτυλος", "κορίζω", "ὀφελτρεύω", "σαροννύω"], "sweeping": ["κάλλυσμα"], "sweepings": ["περικόρημα", "περισάρωμα", "σάρωμα"], "sweet": ["ἡδύς", "θυόω", "γλυκερός", "ἑδανός"], "sweeten": ["γλυκάζω", "γλυκαίνω", "συνηδύνω", "ἀφηδύνω", "ἀπογλυκαίνω", "ἐπιγλυκαίνω", "καθηδύνω", "καταγλυκαίνω", "παρηδύνω"], "sweetness": ["γλυκασμός", "ἡδύτης", "γλύκασμα", "γλύκυσμα"], "swell": ["ὀργάω", "ἐξοιδέω", "κέχλαδα", "οἴδομαι", "οἰδαίνω"], "swelling": ["οἶδος", "διόγκωσις", "παροίδησις", "ἀποίδησις", "διοίδησις", "ἐξοίδησις", "ἐποίδησις", "ὄγκωμα", "πρῆμά", "πρῆσμα", "πρηδών"], "swift": ["ταχύς", "καρπάλιμος"], "swiftly": ["θᾶσσον"], "swiftness": ["τάχος", "εὐδρομία", "ὠκύτας"], "swim": ["νέω", "νέω", "νέω", "νέω", "νήχω", "συννήχομαι", "ἀνανήχομαι", "ἔννεον", "ἐννήχομαι", "περινήχομαι"], "swimming": ["νεῦσις", "νῆξις", "νηκτός", "κολυμβάς"], "swine": ["ὗς", "ὗς", "σῦς"], "swineherd": ["συβώτης", "συφορβός", "συοβόσκης", "συοβοσκός", "ὑοβοσκός", "ὑοφορβός", "χοιροβοσκός"], "swing": ["πάλλω", "κυκλόω", "ῥιπή", "κραδαίνω"], "swinish": ["ὑώδης", "ὑηνεύς", "ὑηνός", "χοιρώδης"], "swinishness": ["ὑωδία", "χοιρωδία"], "switch": ["λύγιον"], "swollen": ["προσῳδής", "οἰδαλέος", "ἔνογκος", "ἐνοιδής", "ἐποιδαλέος", "οἰδηματώδης", "σφριγώδης"], "swoon": ["ἀψυχέω", "λιποψυχέω", "λιποθυμία", "κατηβολέω"], "swoop": ["οἰμάω", "ἐπικαταίρω"], "sword": ["ξίφος", "φάσγανον", "σκίφος"], "sworn": ["ὀμοτός"], "symbolical": ["εἰδωλικός", "συνθηματώδης"], "sympathy": ["συμπάθησις"], "table": ["ἐλεός", "ἐλεός", "τράπεζα"], "tablet": ["πλατεῖον", "πυκτίον", "χαλία"], "tabulate": ["ὀργανοθετέω"], "taciturn": ["ἐχέμυθος"], "taciturnity": ["σιώπησις"], "tackle": ["οὖσον", "ἄρμενα"], "tail": ["οὐρά", "κέρκος", "ἀλκαία"], "take": ["δίω", "λαμβάνω", "ἀσάω", "φεύγω", "αἱρέω", "ἀριστάω", "δέχομαι", "ἀναιρέω", "ἀφαιρέω", "κομίζω", "ἐπιμελέομαι", "ἀγρέω", "βουλεύω", "κομέω", "κομέω", "διαιρέω", "μετέχω", "ἀπολαμβάνω", "ἐπιλαμβάνω", "διαλαμβάνω", "ἐκδέχομαι", "ἐγχειρέω", "αἴνυμαι", "ἀσμενίζω", "ἀνορμίζω", "ἀπαμέργομαι"], "taking": ["αἵρεσις", "συναίρεσις", "ἐνεχυρασία", "ἔναυσις"], "tale": ["λόγος", "μῦθος", "διήγημα", "ἔκλογος"], "talk": ["βάζω", "δημόομαι", "φῆμις", "προσμυθολογέω", "ὑπερφλυαρέω"], "talkative": ["λάληθρος", "ἑτοιμολόγος", "λακερός", "πολύλαλος"], "talkativeness": ["φιλολαλία", "πολυλαλία"], "talking": ["λογάω"], "tall": ["τοσοῦτος", "μακρός", "εὐμήκης", "βλωθρός", "μακροειδής"], "tally": ["σύμβολον"], "tame": ["ἥμερος", "ἡμερόω", "κάρα", "ἐξημερόω"], "tamer": ["δμητήρ", "δαμαντήρ"], "tangible": ["ἁπτός"], "tanner": ["βυρσοδέψης", "γρίντης"], "taper": ["μυουρίζω"], "tapestry": ["κρεκάδια"], "tarnish": ["ἀπορρυπαίνω"], "tarnished": ["ἔνσκιος"], "tarry": ["ἐπιβραδύνω"], "tarrying": ["μονή", "χρονισμός"], "taskmaster": ["ἐπαναγκαστής", "ἐργεπείκτης", "ἐργοδιώκτης"], "tassel": ["θύσανος"], "taste": ["πατέομαι", "ὀξίζω", "γεύομαι", "καταγεύομαι"], "tattoo": ["στίζω", "τιτλόω"], "taunt": ["κερτομίη"], "tawny": ["δαφοινός"], "teach": ["διδάσκω", "ἐπεκδιδάσκω", "ΔΑ"], "teaching": ["διδαχή", "στοιχείωσις"], "tear": ["δάκρυον", "ἀποσπάω", "λακίζω", "συναποσπάω"], "tearful": ["δακρυόεις", "ἐπίκλαυτος", "ἐπίδακρυς", "περίδακρυς"], "tearing": ["δρυφή"], "tearless": ["ἄδακρυς"], "tease": ["διατωθάζω"], "teat": ["ἀκρομάσθιον", "θήλα"], "tell": ["τοι", "τοι", "εἴρω", "ἐνέπω", "προφράζω", "ἔσπον", "ἐκκορυφόω"], "temperately": ["πραόνως", "σεσωφρονισμένως"], "tempest": ["χειμών"], "tempestuous": ["καταιγιδώδης"], "temple": ["ναός", "ναός", "νεώς"], "temples": ["κορσεῖα"], "temporal": ["χρονόω", "ἐγχρόνιος", "κροταφίτης"], "temporary": ["ὑπόχρονος"], "tempt": ["ἐκπειράζω"], "ten": ["δεκάς", "δέκα"], "tenacious": ["σχέδυνος"], "tend": ["κομέω", "κομέω"], "tenderness": ["τρυφερία"], "tenfold": ["δεκαπλάσιος", "δεκάφυιος"], "tension": ["συντονία", "περιτένεια"], "tent": ["σκηνή", "αὖλις", "διάμοτον", "σκιόπρυμνον", "σκιόπρῳρον"], "tenth": ["δέκατος", "δεκακυμία"], "terminate": ["ἀποπεραιόω", "κατατελευτάω"], "termination": ["ἀποπεράτωσις"], "terra": ["ἤπειρος"], "firma": ["ἤπειρος"], "terrestrial": ["ἐπουδαῖος", "οὐδήεις"], "terrible": ["δεινός", "δεινόω", "ἔμφοβος"], "terribleness": ["δεινότης", "φοβερότης", "φοβεροότης"], "terribly": ["ἐκπλήγδην", "ἐνδεινῶς"], "terrify": ["θαμβεύω"], "terror": ["πλήσσω", "ὀρρωδία", "πτῆξις"], "tertian": ["διάτριτος", "τρισήμερος"], "test": ["πειράω", "πειράζω", "ἐτάζω", "πεῖρα", "μεταβασανίζω", "μιλτολογέω"], "testimony": ["μαρτυρέω", "μαρτυρία", "μαρτύρημα", "μαρτυρίη"], "tetrarch": ["τετράρχης"], "text": ["σωματίδιον"], "than": ["πλήν", "πλειονάζω"], "thankless": ["δυσχάριστος"], "theatrical": ["θεατρώδης"], "theft": ["κλοπή", "φωρά", "κλωπεία", "κλοπά", "κλοποφορία"], "them": ["σφεῖς", "σφός"], "thence": ["ἔνθεν", "τόθεν", "τουτῶθεν", "ἀπεκεῖθεν", "κῆνος"], "thereafter": ["ἔπειτα", "ἔκτοτε", "μέτασσα", "ἔπειτε"], "therefore": ["οὔκουν", "οὐκοῦν", "οὐκοῦν", "τοίνυν", "τῶ"], "therein": ["ἐκκλησιάζω"], "thereupon": ["ἔπειτα", "ἔνθεν"], "thick": ["πηγός", "δυσμανής", "κασωτός"], "thicken": ["τρέφω"], "thicket": ["δενδρών", "τάρφος", "λασιών", "λόχμα", "συχνεών"], "thickness": ["πάχος", "παχύτης"], "thief": ["κλέπτης", "κλοπεύς", "φώρ", "κλώψ", "φιλήτης", "κλοπός", "ἀποφώρ", "δραξών", "κλέψ", "μονοβαίας"], "thievish": ["κλεπτικός", "κλωπικός", "κλόπιμος", "κλοπικός"], "thievishness": ["φιλησία"], "thigh": ["μηρός", "ὑποκώλιον"], "thin": ["κατισχνάω", "λεπτοτράχηλος", "σαχρός"], "thine": ["σός"], "thing": ["χώρα", "ἔργον", "χρῆμα", "ὅσπερ", "τέος", "φυτόν", "σπούδασμα"], "think": ["δοκέω", "δοξάζω", "οἴομαι", "ἀξιόω", "μέλλω", "φρονέω", "περιφράζομαι", "καταδοκέω", "ὀρθογνωμονέω", "προέω"], "thinking": ["εὐδαιμονισμός", "ὀρθογνώμων"], "thinness": ["λεπτότης", "ἀπάχεια"], "third": ["τρίτος", "τέρτατος"], "thirst": ["διψάω", "δίψα"], "thirsty": ["διψώδης", "διψαλέος", "δίψιος", "διψητικός", "διψακερός", "πρόσδιφος"], "thirteen": ["τρεισκαίδεκα"], "thirteenth": ["τρισκαιδέκατος", "τρεισκαιδέκατος"], "thirtieth": ["τριακοστός"], "thirty": ["τριάκοντα", "τριακοντάς"], "thither": ["ποτάομαι", "ἔνθα", "διαφορά"], "thistle": ["ἄκαν"], "thong": ["τροπός", "τροπόω", "βοεύς", "ἱμάσθλη", "πάραμμα"], "thorny": ["βατώδης", "βατόεις"], "thought": ["δόξα", "νόος", "διάνοια", "ἐπινόησις"], "thoughtful": ["ἐπίφρων", "φροντιστικός", "πολυφρόντιστος", "ἐπιμηθής", "ἐννοητικός", "περινοητικός", "πολύνοος"], "thoughtfully": ["πεφρασμένως", "πεφρονημένως"], "thoughtfulness": ["πολύνοια"], "thoughtless": ["ἀσύννοος", "μειόφρων", "νημηθής"], "thoughtlessly": ["ἀφροντιστί", "ἀλογιστί", "ἀμβαδέως"], "thoughtlessness": ["ἀλογιστία", "εἰκαιοσύνη"], "thousand": ["χίλιοι", "χιλιάζω"], "thousandth": ["χιλιοστός"], "thread": ["λινάριον"], "threat": ["ἀπείλησις"], "threaten": ["ἐναπειλέω"], "threatening": ["μέλλησις", "ἀνατατικός"], "three": ["τρεῖς", "τρία", "τριάς", "τριτάω", "τρίπλεθρος", "τρίσχοινος", "Θρινακίη", "τριοττίς"], "thresh": ["ἀλοιάω", "ἀποδινέω"], "threshing": ["ἀλοητός", "ἀλοησμός"], "threshold": ["οὐδός", "ὁδός", "ὁδός", "βηλός", "ὑποτόναιον"], "thrice": ["τριπόθητος", "τρίλλιστος", "τριπιθήκινος", "ἀποτρίς", "τρίσοφος", "τρισσάκις"], "thrive": ["ἀρετάω"], "throat": ["σφάζω", "φάρυγξ", "λαυκανίη", "βρόχθος"], "throng": ["πλῆθος"], "thronged": ["ἁλής"], "throttling": ["δεραγχής", "ἄγξις"], "throw": ["ἐμέω", "χόω", "δικεῖν", "βάλλω", "ἐμβάλλω", "ἐκβάλλω", "διαβάλλω", "ἐπιβάλλω", "προβάλλω", "οὐρανιάζω", "βολή", "ἐρείπω", "ἀμφιβάλλω", "εἰσακοντίζω", "κατερείπω", "προσεμβάλλω", "ἀκροβολέω", "ἐκπαίω", "ὑπερρίπτω"], "thrush": ["κίχλη", "τυλάς", "κολλυρίων"], "thrust": ["θυράζω", "ἀπωστός", "ἀπώθητος"], "thumb": ["ἀντίχειρ", "ἀντιδάκτυλος"], "thunder": ["βροντάω", "βροντή", "χρεμετισμός"], "thunderbolt": ["κεραυνός", "σκηπτός", "κεραυνοβόλιον"], "thus": ["ὧδε", "οὑτωτρόπως", "ὥς"], "thy": ["σός"], "thyme": ["θύμον"], "tiara": ["τιάρα"], "tickle": ["ὑποκνίζω"], "tickling": ["γαργαλισμός", "γιγγλισμός"], "tidings": ["πευθώ"], "tie": ["ἐνανάπτω"], "tighten": ["ποδόω"], "tightly": ["ἐσφιγμένως", "ἐστυμμένως"], "tile": ["καλύπτης", "παραετίς"], "till": ["ἀρόω", "ἕως", "γεωμορέω"], "tillage": ["γεωργία", "γεωπονία"], "timber": ["ἴδη", "ἴδη"], "timely": ["καιρικός"], "timid": ["καταδεής", "δειμαλέος"], "timidly": ["πτακάδις"], "timorous": ["πτωκάς", "πολυπτόητος", "πτυρτικός", "δεδέαται", "διάφοβος"], "timorously": ["πεφοβημένως"], "tin": ["κασσίτερος", "βούλλα"], "tincture": ["καταβαφή"], "tinge": ["ἐπιχροά", "ἐπιχρῴζω", "στιμμίζω"], "tip": ["ὑπόληξις", "ἐπισφαίριον"], "tippler": ["πότης", "πότης"], "tippling": ["κωθωνισμός"], "tire": ["ἐπίσσωτρον"], "tiresome": ["πραγματίας"], "toad": ["φρύνη"], "toga": ["τήβεννα"], "toil": ["πόνος", "πονέω", "μορέω", "συμπονέω", "μοχθίζω", "μόγος", "ὑπερπονέω"], "toils": ["πονηρός"], "toilsome": ["πονηρός", "ἐπίμοχθος", "βαρύμοχθος", "δύσπονος", "δυσπονής", "ἔμμοχθος", "εὔπονος", "πονόεις"], "tolerable": ["ὑποιστός"], "tomb": ["τάφος", "ταφεῖος", "Μαύσσωλλος", "εἰσώστη", "γούντη", "θήκα", "θῆμα", "τάφειμα"], "tomfoolery": ["φλυαροκοπία"], "tone": ["φωνή"], "tongs": ["ὀξυλάβη"], "tongue": ["λάπτω", "γλῶσσα", "γλώσσημα"], "too": ["ἄγαν"], "tool": ["ἀρίς", "ἀρίς", "ὅπλον", "ὄργανον", "λεία", "λεία"], "tooth": ["ὀδούς"], "toothless": ["ἀνόδων", "κενοδοντίς"], "top": ["ἄκρος", "ἐπικρανῖτις", "κορυφά", "περικέφαλον"], "toper": ["πότης", "πότης", "κωθωνιστής", "χανδοπότης", "ζαπότης"], "topmost": ["ἄκρος", "ἀκρωτήριον", "ἀνώτατος", "ἀκροθίνιον"], "topography": ["τοποθεσία"], "torch": ["φανή", "λαμπάς", "φανός", "λάμπη", "πανός", "γράβιον", "δέλετρον", "ἑλένη", "δαΐς", "δέτις"], "torn": ["σκύλλω", "περιρραγής"], "torpor": ["νάρκησις"], "tortoise": ["χελώνη", "χέλυς", "κλεμμύς"], "tortuous": ["εὔγυρος"], "torture": ["βασανισμός"], "touch": ["ψαύω", "ἀμφαφάω", "προσθιγγάνω", "ἐπιθιγγάνω", "ψηλάφημα", "θίγημα"], "touching": ["ἅψις", "πρόσψαυσις", "θίξις", "ψηλαφία"], "tough": ["πηγός", "στρίφνος"], "tow": ["ἀποτίναγμα", "κέσκεον"], "towards": ["παρά", "ὑπό", "πρόσβορρος"], "tower": ["πύργος"], "towering": ["πυργώδης", "πυργῶτις"], "wit": ["χαριεντισμός", "ἀστεϊσμός"], "town": ["ἄστυ"], "track": ["ὁδός", "ἀνιχνεύω", "Ἴχνευμα"], "tracker": ["Ἰχνεύμων", "ἰχνηλάτης"], "tradition": ["νόμος", "νόμος"], "traditional": ["παραδοχικός"], "tragedy": ["τραγῳδία"], "trail": ["συρμή"], "train": ["ἐκμελετάω", "συγγυμνάζω", "ἐνασκέω", "προασκέω"], "trainer": ["προγυμναστής"], "training": ["συνάσκησις"], "traitorous": ["προδοτικός"], "tramp": ["νοῦθος"], "tranquil": ["ἄκυμος"], "transaction": ["πρᾶξις"], "transfer": ["μεταδιοικέω", "μεταπαρατίθημι", "μετεξεράω"], "transference": ["μεταφορά", "μεταδιοίκησις"], "transfix": ["πείρω", "ἐκτορέω"], "transform": ["μεταμορφόω", "ἀναμορφόω", "μετατυπόω", "παραπλάσσω"], "transformation": ["μεταμόρφωσις", "μεθομοίωσις", "μετατύπωσις"], "transgress": ["ἀντιπαραβαίνω"], "transit": ["διέλευσις"], "transition": ["μετέμβασις"], "translate": ["μεθερμηνεύω", "ἀντιφράζω"], "translucent": ["διαυγής"], "transmigration": ["μεταγγισμός", "μετενσωμάτωσις"], "transmit": ["παραδίδωμι"], "transparency": ["διαφάνεια"], "transparent": ["δίοπτος", "διαειδής"], "transplant": ["διαφυτεύω", "μεταφυτεύω", "μεθεδράζω", "μετακεντρίζω", "μεταμοσχεύω", "μετασκάπτω"], "transport": ["μετακομίζω", "προσαγωγίς", "βασταγή"], "transpose": ["μετατάσσω"], "transposition": ["ἀντιμεταβολή", "ὑπερβιβασμός"], "trap": ["παγίς"], "trappings": ["πήκασμα"], "travel": ["νέομαι", "ἐπιπορεύομαι", "ἐμπορεύομαι", "συνεπιδημέω"], "traveller": ["περιοδευτής"], "travelling": ["ὁδεία"], "traverse": ["περάω", "περάω", "διεκτρέχω"], "tray": ["ταβλίον"], "treacherous": ["ἐπιβουλευτικός", "δολόρραφος", "δολοπλανής"], "treachery": ["ἐπιβουλία", "ὑπουλότης"], "tread": ["στείβω", "ἐγκατακρούω", "καταβατεύω"], "treasure": ["χρυσών", "γάζα"], "treasurer": ["γαζοφύλαξ", "θησαυροφύλαξ", "ἀργυροταμίας", "κειμηλιάρχης", "προσοδάρχων", "ῥισκοφύλαξ"], "treasury": ["ταμιεῖον", "γαζοφυλάκιον", "χρηματοφυλάκιον", "κειμηλιάρχιον", "κειμηλιοφυλάκιον", "θησαυροφυλάκιον", "ῥισκοφυλάκιον"], "treat": ["κακόω", "ἀγαπάω", "διαιτάω", "ἀγαπάζω", "φιλοφρονέομαι", "μεθοδεύω", "ἀμφισφάλλω"], "treaty": ["συνθεσίη"], "tree": ["ἄπιος", "μῆλον", "ἴδη", "ἴδη", "φυτόν", "δρῦς", "δένδρεον", "κολοιτία"], "treeless": ["ἄνυλος"], "tremble": ["περιτρομέω"], "trembling": ["τρομερός", "ἔντρομος", "ἔκτρομος"], "tremendous": ["ὑπερμάκης"], "trench": ["οὐρός", "οὐρός", "σκάπετος"], "trepidation": ["διασόβησις"], "trespass": ["καταβιβάσκω"], "triad": ["τριάς"], "trial": ["πειράω", "πειράζω", "ἄπειρος", "ἄπειρος", "πεῖρα", "πόνος", "πειρασμός", "πειρατήριον"], "tribunician": ["δημαρχικός", "δ.η.μαρχικός"], "tributary": ["δασμοφόρος", "φορολόγητος"], "tribute": ["φόρος", "φόρος"], "trick": ["παραιολίζω"], "trickery": ["μαγγανεία", "μαγγάνευμα", "Ἐπικλοπίη"], "trickle": ["μύρω"], "trident": ["ἰχθύκεντρον", "τριόδων"], "trifle": ["Κοννᾶς"], "trinket": ["κόννος"], "triple": ["τριφάσιος", "τρινακρία"], "tripod": ["δέλφιξ", "στριφοῦ", "τριβήν"], "triumph": ["θριαμβεύω", "τροπαιοφορέω"], "triumphal": ["θριαμβικός"], "trodden": ["πάτος", "πατητός"], "troops": ["εἴλη"], "trophy": ["τρόπαιον"], "trot": ["κάλπη", "καλπάζω", "διατροχάζω", "ἀναπλίσσω", "τρίπηδος"], "trotting": ["καλπασμός"], "trouble": ["ἐπιταράσσω"], "troublesome": ["χαλεπός"], "trough": ["πύελος"], "trousers": ["ἀναξυρίδες"], "truce": ["ἀλησία"], "true": ["ἀληθής", "ἐτός", "ἔτυμος", "ἐτήτυμος", "ἀλαθής"], "truly": ["μήν", "μήν", "πεπιστευμένως"], "trumpet": ["στρηνύζω"], "trumpeter": ["σαλπιγκτής", "βυκανητής"], "trunk": ["κορμός"], "trust": ["πιστεύω", "πίστις", "καταπιστεύω", "προπιστεύω"], "trusteeship": ["ἐμπίστευσις"], "trustworthiness": ["ἀξιοπιστία"], "trustworthy": ["ἀξιόπιστος", "πιστευτός"], "trusty": ["πιστός"], "truth": ["μήν", "μήν", "εἰκός", "ἀλήθεια", "ἐτητυμία", "νημέρτεια", "ἀλάθεια"], "truthful": ["φιλαψευδής"], "truthfulness": ["ἀψεύδεια"], "try": ["πειράω", "ἀναπειράομαι", "ἀντεξετάζω", "ἐξονυχίζω", "προπειράομαι"], "tube": ["σαλπίγγιον"], "tubular": ["σωληνικός"], "tumbler": ["πτωματίς", "κυβιστής", "κυβιστητήρ"], "tumour": ["κήλη", "οἶδος"], "tumultuous": ["φιλοτάραχος", "κλονόεις", "πολυτάραχος"], "tumultuously": ["κλονοειδῶς"], "tune": ["ἀνιακκάς"], "tuneful": ["μολπαῖος", "γλωσσάομαι"], "tunic": ["στίχη", "ἀμυλιδωτόν", "διακονίς", "γλαυνός"], "tunny": ["ἀμία", "συνοδοντίς", "ἠλακατῆνες"], "turbid": ["ἐπίθολος"], "turning": ["τροπή", "στροφή", "τρέψις", "περιστροφή", "προστροπή", "ἀναστρωφάω", "ὑποτροπίη", "ἀποσίμωσις"], "turnip": ["γαστραία"], "twain": ["διαιρέω"], "twelfth": ["δωδέκατος", "δυοκαιδέκατος"], "twelve": ["δώδεκα", "δυώδεκα", "δυώδεκα", "δυοκαίδεκα"], "twentieth": ["εἰκοστός", "ἰκάς"], "twenty": ["εἴκοσι", "συνείκοσι"], "twice": ["διπλῇ", "ἀποδίς", "δυάκις"], "twig": ["κλῆμα", "κλάδιον", "τρώξανον"], "twilight": ["λύγη", "λυκόφως", "σκιόφως"], "twine": ["συμπλέκω", "περιπλέκω"], "twirl": ["στροβέω"], "twist": ["στρεβλόω", "στροφαλίζω", "στρεψοδικέω", "σκαμβόω", "στρεπτάριον", "τυλίσσω"], "twisted": ["τροπός", "λινόπλεκτος"], "twitter": ["τρίζω", "ἀμφιτιττυβίζω", "ὀρνίζω", "τινθυρίζω", "τραυλοηχέω"], "two": ["ἕνος", "ἕνος", "δύο", "δύω", "ἑκάτερος", "διχάζω", "δίχα", "πότερος", "δύω", "δίπλεθρος", "ἡμιόγδοον"], "tyranny": ["τυράννησις"], "tyrant": ["τύραννος"], "udder": ["οὖθαρ"], "ugliness": ["ἀπρεπίη", "δυσείδεια"], "ugly": ["αἰσχρός", "αἰσχύνω", "ἔπαισχρος"], "ulceration": ["ἕλκωσις", "ἐφέλκωσις", "περίβρωσις"], "umpire": ["αἰσυμνήτηρ"], "unable": ["ἀδύνατος"], "unaccomplished": ["ἄρεκτος"], "unaccustomed": ["ἀσυνήθης", "ἀνέθιστος"], "unadorned": ["ἄκομψος", "ἀκαλλώπιστος", "ἀκόμψευτος"], "unaffrighted": ["ἀτάρβακτος"], "unalterable": ["ἀπαράβατος"], "unambiguous": ["ἀναμφίβολος"], "unappeasable": ["ἀκαταπράϋντος"], "unapproachable": ["ἄπλατος", "ἀπροσπέλαστος", "ἀπέλαστος", "ἄϊκτος"], "unarmed": ["ἔξοπλος", "πανάζωστος"], "unasked": ["ἀναίτητος"], "unassailable": ["ἀνεπιχείρητος"], "unattainable": ["ἀπρόσικτος"], "unavenged": ["ἀτιμώρητος", "ἀνεκδίκητος", "ἄτιτος", "νήτιτος"], "unbearable": ["ἀνυπομόνητος", "ἀτόλματος"], "unbidden": ["ἀκέλευστος"], "unblemished": ["ἀλώβητος"], "unblushing": ["ἀνερυθρίαστος"], "unboastful": ["ἀκόμπαστος"], "unborn": ["ἄγονος"], "unbounded": ["ἀπεράτωτος", "ἀτερμάτιστος"], "unbridled": ["ἀχάλινος", "ἀχαλίνωτος", "ἀνήνιος"], "unbroken": ["ἄδμητος", "ἄθραυστος", "ἀρραγής", "ἄκλαστος", "ἀπώλευτος", "αὔρηκτος"], "unburied": ["ἄταφος", "ἄθαπτος", "ἀκήδευτος", "ἀτάρχυτος"], "unceasing": ["ἄληκτος", "ἄπαυτος"], "unceasingly": ["ἀπαραλήκτως"], "uncertainty": ["ἀδηλότης", "ἀδηλία", "ᾳδμολίη"], "unchallenged": ["ἀνεκκλησίαστος"], "unchangeable": ["ἄτρεπτος", "ἀμετάβλητος", "ἀναλλοίωτος", "ἀνάλλακτος", "ἀνεξάλλακτος", "ἀνετεροίωτος"], "unchangeableness": ["ἀμεταπτωσία", "ἀμεταβλησία"], "unchaste": ["δύσαγνος"], "unchastity": ["ἑταίρησις"], "unclouded": ["ἀσυννεφής"], "uncombed": ["ἄπεκτος", "ἀκτένιστος", "ἀπέκτητος"], "uncompounded": ["ἀσύνθετος"], "unconfirmed": ["ἀκύρωτος", "ἀδιαβεβαίωτος", "ἀκυρόωτος"], "unconnected": ["ἄπλοκος", "ἀσύμπλεκτος"], "unconquerable": ["ἀκαταγώνιστος", "ἀκαταμάχητος", "ἀνίκατος"], "unconquered": ["ἀδάματος", "ἀτρίακτος", "ἀνήσσητος"], "unconsecrated": ["ἀθυμίαστος"], "unconstrained": ["ἀνανάγκαστος"], "uncontested": ["ἀνεικής"], "uncorrupted": ["ἀκακούργητος"], "uncover": ["ἀποκαλύπτω", "ἀνακαλύπτω", "ἐκκαλύπτω", "ἀποστεγάζω", "ἀποσκεπάξω"], "uncovered": ["ἀκατακάλυπτος", "ἀστέγαστος", "ἀνεγκάλυπτος", "ἀποκάλυφος", "ἀσκέπαστος"], "uncrowned": ["ἄστεπτος"], "unctuous": ["πῖος", "ἀλειμματώδης"], "uncultivated": ["ἀγεώργητος", "διάψιλος"], "undaunted": ["ἀκατάπληκτος", "ἀπτόητος"], "undefiled": ["ἀμόλυντος", "ἀμυσχρός"], "undefined": ["ἀπροσδιόριστος"], "under": ["ὑπό", "δαιμονάω", "δαιμόνιος", "ὑπολαμβάνω", "ὕπαυλος", "ὑπολόχαγος", "ὑπόρριζος", "ὑποκοσμήτης"], "undergird": ["ὑποζώννυμι"], "underground": ["νερτέριος", "ἐναΐδιος", "ὑποστολικός"], "undermine": ["βουσκαφέω", "ὑποταφρεύω"], "underneath": ["ὑπένερθε"], "understand": ["ἐπίσταμαι", "συνίημι", "προσεπίσταμαι"], "understanding": ["ἄνοος", "νόος", "φρονέω", "φρασμοσύνη"], "undertake": ["τολμάω", "τόλμα"], "undertaker": ["ἐνταφιοπώλης", "κηδεακός", "κτεριστής"], "undertaking": ["πρᾶγμα"], "undesignedly": ["ἀπροθέτως"], "undigested": ["ἀδιαπόνητος", "ἀδιάπεπτος", "ἀκαταχώριστος"], "undisguised": ["ἀπαρακάλυπτος"], "undisputed": ["ἀναντίλεκτος", "ἀναμίλλητος"], "undisturbed": ["ἀνενόχλητος", "ἀθορύβητος", "ἀπαρενόχλητος"], "undivided": ["ἀδιαίρετος", "ἄδαστος", "ἀδαίετος", "ἄδαιτρος"], "undo": ["προσκαταλύω"], "undone": ["ἄρρεκτος", "ἄτυκτος"], "undowered": ["ἄεδνος"], "undressed": ["ὠμός", "ὠμός"], "undulation": ["κύμανσις"], "undying": ["ἀθάνατος", "ἀθανής"], "uneducated": ["ἀπαίδευτος"], "unendurable": ["ἀφόρητος", "ἀνεκκαρτέρητος"], "unenvied": ["ἀφθόνητος", "ἀνεπιφθόνητος"], "unequal": ["ἀνισάριθμος"], "unerring": ["ἀναμαρτής"], "unevenness": ["σκαληνία"], "unexamined": ["ἀμάστρευτος"], "unexceptionable": ["ἀδιάβολος", "ἀμεμψιμοίρητος"], "unexercised": ["ἀσυγγύμναστος"], "unexpected": ["ἀδόκητος", "ἀδόξαστος", "ἀκαραδόκητος", "ἀνεπίφατος", "ἀνεπιδόκητος", "ἀπροφανής"], "unfading": ["ἀμάραντος", "δυσμάραντος"], "unfailing": ["ἀνέλλειπτος", "ἀνεπίλειπτος"], "unfamiliarity": ["ἀσυνήθεια"], "unfeathered": ["ἀπτέρωτος"], "unfeigned": ["ἄψευστος", "ἀπροσποίητος"], "unfenced": ["ἀδρύφακτος"], "unfinished": ["ἀναποτέλεστος", "ἀσυμπέραστος"], "unfit": ["ἀναρμόδιος"], "unfledged": ["ἄπτιλος"], "unflinchingly": ["ἀκναμπτεί"], "unfold": ["ἁπλόω", "διαπλόω", "ἀναπτύσσω", "ἐξειλύω", "ἐκπλέκω", "συναναπλόω"], "unforeseen": ["ἀπρόοπτος", "ἀπρομήθητος", "ἀπροϊδής"], "unforgotten": ["ἀλησμόνητος"], "unfortunate": ["ἀτυχής", "κακοτυχής"], "unfruitful": ["ἄκυθος"], "ungovernable": ["ἀκάθεκτος", "δυσηνιόχητος"], "unguarded": ["ἀφρούρητος"], "unguent": ["βάκκαρις", "βάκχαρι", "ἐπάλειμμα", "ἐπίχρισμα", "στεφαλίβανος", "ψάγδαν"], "unharmed": ["σῶς", "σῶς", "ἄνατος", "ἀκάκωτος"], "unhealthy": ["ἀνυγιής", "νοσητήριος"], "unheard": ["ἄκλυτος"], "unheeding": ["ἀπερίτροπος"], "unhesitating": ["ἀνενδοίαστος"], "unhewn": ["ἄγλυφος"], "unholy": ["ἄσεπτος", "ἀφόσιος"], "unhonoured": ["ἀτίετος"], "unhurt": ["ἀδήλητος", "ἄρραιστος", "ἀνίψαλος"], "uniformity": ["μονοείδεια", "ὁμοιοσχημοσύνη"], "unimpassioned": ["ἀνενθουσίαστος"], "unimportant": ["σμικρός"], "uninhabited": ["ἀοίκητος"], "unintelligible": ["ἀδιανόητος", "ἀνεπινόητος"], "union": ["συζυγία"], "unique": ["μοναχός"], "unison": ["ὁμοφωνία"], "unit": ["ἑνάς"], "unite": ["ὁμόω", "συνίστημι", "συνενόω"], "unity": ["ἑνότης", "μονότης"], "unjust": ["ἄδικος"], "unknowing": ["νῆις"], "unknown": ["λανθάνω", "ἄγνωστος", "ἀγνώς", "ἄφημος", "ἀδάητος"], "unlamented": ["ἄκλαυστος", "ἀπένθητος", "ἀθρήνητος"], "unlawful": ["ἀθέμιστος", "ἀθέσμιος"], "unlearn": ["ἀπομανθάνω"], "unlike": ["διάφορος", "ἀφόμοιος", "ἀναλίγκιος", "ἀνομοιώδης", "ἀπεμφερής", "δυσόμοιος"], "unload": ["ἀπονέω", "ἀπογομόω"], "unloved": ["ἀφίλητος"], "unlucky": ["ἄλογχος", "δύσκληρος"], "unmake": ["ἀποποιέω"], "unmanliness": ["κακανδρία"], "unmanly": ["ἀνήνωρ"], "unmarried": ["παρθένος"], "unmeasured": ["ἀκαταμέτρητος"], "unmerciful": ["ἀνέλεος", "ἀφιλοικτίρμων", "ἀνίλεως"], "unmindful": ["λήσμων"], "unmitigated": ["ἀμάλθακτος"], "unmixed": ["χαλίκρητος", "ἀπαραμιγής"], "unmourned": ["ἀνοίκτιστος", "ἄγοος"], "unmoved": ["ἀδιακίνητος"], "unmusical": ["δύσμουσος", "κακόμουσος"], "unnoticed": ["λανθάνω", "ἀσημείωτος", "ἀπαρασήμαντος"], "unobserved": ["ἀκάτοπτος"], "unoccupied": ["εὔσχολος"], "unpaid": ["ἀνέκτιτος"], "unpalatable": ["δύσποτος"], "unpardonable": ["ἀσύγγνωστος"], "unpillaged": ["ἀλήστευτος"], "unpitied": ["ἀνηλέητος"], "unpleasant": ["ἄαδα"], "unpleasantness": ["ἀτερψία"], "unpleasing": ["ἀπαρεστός"], "unploughed": ["ἀνήροτος", "ἀναροτρίαστος", "ἀϝέαστος"], "unpolished": ["ἀδιάξεστος"], "unpractised": ["νῆις"], "unpremeditated": ["ἀπρονόητος", "ἀπροβούλευτος"], "unprepared": ["ἀπόχειρος"], "unprofitable": ["ἀνόνητος", "ἀλυσιτελής"], "unprotected": ["ἀνερκής", "ἀπρόβολος"], "unpunished": ["ἀποινί", "ἀτίτης", "ἀποκόλαστος"], "unpurified": ["ἀκαθοσίωτος"], "unreal": ["ψευδής"], "unreasonable": ["ἀπεοικώς", "ἀμέτριος"], "unreasonably": ["ἀλογοπρεπῶς"], "unreasoning": ["ἀδιαλόγιστος"], "unregarded": ["ἀνεπισκόπητος"], "unremitting": ["ἀλώφητος"], "unrepentant": ["ἀμετανόητος"], "unrighteous": ["ἄδικος"], "unripe": ["ἀπέπειρος", "ὀμφακίτης", "χιδρίας"], "unrivalled": ["ἀπαραμίλλητος"], "unrobed": ["ἄπεπλος"], "unroll": ["ἀνελίσσω", "διειλέω", "ἀνατυλίσσω", "ἐπανειλέω", "διατυλίσσω"], "unseasonable": ["ἀποκαίριος", "δύσωρος"], "unseasonableness": ["παρωραϊσμός"], "unseasonably": ["ἀπροσκαίρως"], "unseaworthy": ["ἄπλοος"], "unseemliness": ["ἀπρέπεια"], "unseemly": ["ἀχάριτος", "ἀναίσιμος", "κακοσχήμων", "ἀνευπρεπής"], "unseen": ["λανθάνω", "ἀφανής", "Ἀίδης", "ἄϊστος", "ἄλευστος", "ἄνοπτος", "ἄοπτος", "ἀϊδής", "ἀΐζηλος", "αὐίδετος"], "unshaken": ["ἄσειστος", "ἀδόνητος", "ἀκράδαντος"], "unshaven": ["ἄκαρτος"], "unshod": ["ἀπέδιλος"], "unshorn": ["ἔμποκος"], "unsifted": ["ἄσηστος"], "unsociable": ["ἀνέντευκτος", "ἀπροσόμιλος", "ἀμίσαλλος", "ἐξάνθρωπος"], "unsoiled": ["ἀρρύπαντος"], "unsold": ["ἀνεμπόλητος"], "unsound": ["σαθρός"], "unspeakable": ["ἀμὐθητος"], "unspoken": ["ἄρρητος"], "unstable": ["εὐμετάπτωτος"], "unsubdued": ["ἀκράτητος"], "unsuccessful": ["δύστευκτος"], "unsuckled": ["ἄθηλος"], "unsurpassed": ["ἀκαθυπερτέρητος", "ἀπέραστος"], "unsuspected": ["ἀνυπονόητος"], "unswept": ["ἀσάρωτος"], "untamed": ["ἀχειραγώγητος"], "untanned": ["ἀδέψητος", "ἄψηκτος", "ἀβύρσευτος"], "untempered": ["ἀσυγκέραστος"], "unthinkingly": ["ἀπεριμέριμνος"], "until": ["ἕως", "ἔστε", "πρίν", "εἰσόκε", "εἷος", "μέσφα", "ἕντε"], "untilled": ["ἄκτιτος", "ἀνημέρωτος"], "untimeliness": ["ἀνωρία"], "untimely": ["ἀκαίριος"], "untiring": ["ἀκάμας", "ἀμόγητος"], "untouched": ["ἄθικτος", "ἄψαυστος", "ἀκηράσιος", "ἄχρωστος", "ἀθιγής"], "untravelled": ["ἀναποδήμητος"], "untrodden": ["ἄβατος", "ἀστιβής", "ἀπάτητος", "ἄστιπτος", "ἄβαγνα", "ἀδιαπάτητος"], "untroubled": ["ἀθόλωτος", "ἀκύκητος"], "untrue": ["ψευδής"], "untruth": ["ψεῦδος"], "unused": ["ἀκατάχρηστος"], "unwalled": ["ἄτοιχος"], "unwarlike": ["ἀπόλεμος", "ἀπτολέμιστος"], "unwashed": ["νήπλυτος"], "unwavering": ["ἀνεπίκλιτος"], "unwearied": ["ἄκμητος", "ἄκοπος", "ἄκαμνος"], "unwedded": ["ἄζυγος", "ἀδμής", "ἀπειρόγαμος", "ἄλεκτρος", "ἀνύμφευτος", "ἀθαλάμευτος"], "unwelcome": ["ἀεκήλιος"], "unwept": ["ἄκλαυτος"], "unwilling": ["ἀέκων", "ἀθέλητος"], "unwillingly": ["ἀκοντί"], "unwind": ["διεκμηρύομαι"], "unwisely": ["ἀπινύτως"], "unwounded": ["ἄτρωτος", "ἀνούτατος"], "unwritten": ["ἄγραφος", "ἄγραπτος"], "unwrought": ["ἄξεστος"], "unyoke": ["ἀποζευγέω"], "uphill": ["ὀρθιάδε", "πρόσαντα"], "upper": ["ὦμος", "ἀκρόπολις", "ὑπερῷος", "ἐπίδεσμος", "ἀνωτερικός"], "uppermost": ["ὕπατος"], "upright": ["ὀρθός", "ἔξορθος", "ἰκριωτήρ", "ὀρθόστρωτοι"], "uproot": ["μεταρριζόω"], "upset": ["κατατροχίζω", "ὑπανατρέπω"], "urbanity": ["εὐχαρίη"], "urge": ["ὁρμάω", "κελεύω", "ἐπιρραβδοφορέω", "προσπαραμυθέομαι"], "urgent": ["ἐπεικτικός", "ἐπισπευστικός"], "use": ["νόμος", "χράομαι", "νομίζω", "χρεία", "προσχράομαι", "ἐπίχρασις", "εἰσχράομαι", "μεσοσυλλαβέω", "προσνικάω", "τριλογέω"], "useful": ["χρηστός", "ὄνειος"], "usefulness": ["χρησιμότης"], "useless": ["ἄπορος", "ἀχρήσιμος"], "uselessness": ["ἀνωφέλεια", "ἀχρησιμότης"], "usurer": ["δανειοκόπος"], "utter": ["τρίζω", "ἀχέω", "ἐξερυγγάνω", "ἐκφθέγγομαι"], "utterance": ["φάσις", "ἀνάφθεγμα", "ἐξηγορία", "προχείρισις"], "utterly": ["ἀπόλλυμι", "διαφθείρω", "πρόχνυ"], "uttermost": ["ἄκρος", "ἔσχατος"], "vagabond": ["ἀγυρτικός"], "vain": ["ματάω", "μάτην", "ἐτός", "ἐτός"], "valedictory": ["ἀποπεμπτικός"], "valiant": ["ἀλκάεις"], "valuation": ["τιμή", "διατίμησις", "συντίμησις"], "value": ["ἄξιος", "ἀξία"], "valued": ["τίμιος", "τιμητός"], "vampire": ["Γελλώ"], "vanguard": ["προπορευτής"], "vanquish": ["νικάω", "τριάξω", "τριάζω"], "vapour": ["ἐθμή"], "variegate": ["ἀναποικίλλω"], "variegated": ["ποικίλος", "διαποίκιλος", "εὐποίκιλος", "ποικιλόμορφος", "ἀνθεσίχρως", "ἐὔστικτος"], "vase": ["ἐχινέα", "βανωτός"], "vat": ["ληνόπιθος", "σταφυλοβολεῖον"], "vault": ["ψαλίδωμα"], "vaulted": ["ἁψιδωτός"], "vaunt": ["καύχα", "καύχαμα"], "vaunting": ["ὑψηλολογία"], "vehement": ["σφοδρός", "πυκαείς"], "vehemently": ["ἐπεκτεταμένως"], "veil": ["κάλυπτρα", "καλύπτειρα", "σκέπαστρον"], "velocity": ["τάχος"], "venerable": ["πρέσβυς", "καλόγηρος"], "venerated": ["ἱερός"], "vengeance": ["δίκησις"], "venison": ["κεμάδειον"], "venom": ["ἰός"], "vent": ["διαύγιον"], "venture": ["τολμάω", "κίνδυνος"], "verdant": ["χλοερός", "εὔχλους", "ποιάεις"], "verily": ["μήν", "μήν", "τοι", "τοι", "ναί"], "vermilion": ["στάχι"], "versatile": ["εὔτροπος"], "versatility": ["εὐτροπία", "συστροφία"], "vertebra": ["στροφεύς", "σφόνδυλος"], "very": ["αὐτοῦ", "νῦν", "νῦν", "μάλα", "ἄγαν", "ὅσπερ", "λίαν", "ἀγα", "αὐτοσανδαράκη"], "vessel": ["σκεῦος", "ἀγγεῖον", "ἄγγος", "ἐλαιρόν", "φαρία", "κλότιον", "σκοίκιον"], "vestibule": ["προπαστάς"], "veteran": ["παλαιστρατιώτης"], "vex": ["λυπέω"], "vexatious": ["συκοφαντία", "ἀγανακτητός", "σκυλτικός"], "vibration": ["κραδασμός"], "vice": ["κάκη"], "viceroy": ["ἐπιστράτηγος"], "vicious": ["γλοιάς"], "vicissitude": ["κακότας"], "victim": ["ἱερόν", "ἀνάρρυμα", "ἱερηιον"], "victor": ["τριακτήρ"], "victorious": ["νικάω", "κρατέω", "νικήτωρ", "νικαφόρος"], "victory": ["νίκη", "νίκη", "νικηφορία", "νίκα", "νικαφορία"], "victuals": ["τροφή"], "vigorous": ["εὐδρανής"], "vine": ["αὐροσχάς", "βωληνή", "δρόσαλλις", "κανθάρεως"], "vinegar": ["τάργανον"], "vineyard": ["ἀμπελών", "ἀμπελουργεῖον", "ἀμπελεία"], "vintage": ["ὀπωρισμός"], "violate": ["βιάω"], "violence": ["ὕβρις", "βιασμός", "βιαιότης"], "violent": ["ἶδος", "σφοδρός", "ὁρμή", "βιαστός", "βολαῖος", "μαίμακος"], "violently": ["σφόδρα", "ἐπεσσυμένως", "παρωρμημένως", "ζαχρειής"], "violet": ["ἰάζω", "ἴον", "ἴα"], "viper": ["ἔχις", "ἔχιδνα"], "virgin": ["παρθένος", "ἀδμῆτις"], "virginity": ["παρθενία", "παρθενεία"], "virility": ["χλοῦνις"], "virtuous": ["ἐνάρετος", "ἀρετηφόρος"], "viscous": ["κατάγλισχρος"], "visible": ["δῆλος", "Δῆλος", "δηλόω", "φανερός", "εἴδομαι", "ὀπτός", "κάτοπτος", "φαντός", "ἔποπτος", "κατόψιος", "εἴσοπτος"], "vision": ["δοκή", "ὀπτασία", "ὁραματισμός"], "visionary": ["ὁραματιστής"], "visit": ["ἐπιστρωφάω", "ἔνοδος"], "visitation": ["ἐξετασμός"], "vital": ["διαζωτικός"], "vitality": ["γονιμότης"], "vituperative": ["κακολογικός"], "vivacity": ["ὀξυθυμία"], "vocal": ["ἔμφωνος", "φωνητικός", "φθεγκτικός", "φθεγματικός"], "vociferous": ["κραυγαστικός"], "voice": ["ἰά", "ἰά", "φωνή", "φωνέω", "ὄψ", "φθογγή", "ὀμφή", "φάμα", "φωνά", "ὀμφά"], "voiceless": ["ἄφθεγκτος"], "volcanic": ["ἐνήφαιστος", "φλεγραῖα"], "voluntarily": ["ἐθελοντήν", "αὐτοθελεί", "αὐτοπροθύμως"], "voluntary": ["ἑκούσιος", "ἐθελούσιος", "θελήμων", "ἐπάγγελτος"], "volunteer": ["ἐθελοντήρ"], "voluptuary": ["τρυφητής", "Ἀφροδισιαστής"], "voluptuous": ["τρυφητικός"], "voluptuousness": ["βρυασμός"], "vomit": ["ἐμέω", "ἐράω", "ἔμεσμα"], "vomiting": ["ἔμετος", "ἐξέρασις", "ναυσίωσις"], "voracious": ["φιλόβρωτος"], "votive": ["ἐπευχάδιος"], "voyage": ["ναυκλήρημα"], "vulgar": ["χαμαιτυπής", "δ.η.μοειδής"], "vulgarity": ["χυδαιότης"], "vulnerable": ["τρωτός"], "vulture": ["γύψ", "φήνη", "ὀρειπέλαργος", "τόργος"], "wage": ["πολεμίζω"], "wail": ["αἴαγμα"], "waist": ["ἰξύς", "πρότμησις"], "wait": ["δοκάζω", "μένω", "κομίζω", "ὑπομένω", "προσανέχω"], "wakeful": ["ἄγρυπνος", "φιλάγρυπνος", "ἀνεγέρμων", "ἄβρικτος", "ἀγρυπνητικός"], "wakefulness": ["γρηγόρησις"], "waking": ["ἐγρηγορότως", "ἐγρηγορικός"], "walk": ["βαίνω", "βαδίζω", "ὁδοιπορέω", "βάδος", "πεζοβατέω", "οὐρανοβατέω", "σκαιοβατέω", "ὑπερστείχω"], "walking": ["πεζός", "ὁδοιπορία"], "wallet": ["σαγίς"], "wander": ["ἀλάομαι", "ὑπορέμβομαι"], "wandering": ["πλανητός", "ἄλη", "πλάνημα", "μετανάστιος", "πλανώδης", "πλαγκτύς", "ῥέμβη"], "wane": ["λειψιφωτέω"], "want": ["χρέος", "χρεώ", "χρεία", "ἐπιδέω", "τήτη", "ἠπανία", "ἀ", "λοιπασμός"], "wanting": ["ἐνδεής"], "wanton": ["ὕβρις", "ὕβρισμα", "σκιρτών"], "wantonness": ["ὕβρις", "λαμυρία"], "warble": ["μινύρομαι"], "warbler": ["μινυρίστρια"], "warbling": ["μινύρισμα"], "warder": ["οὖρος"], "warlike": ["στράτιος", "πολεμήιος", "μαχήμων", "φερεπτόλεμος", "ἀρήιος", "αἰχμητήριος", "πολεμήϊος", "πολεμήτωρ"], "warm": ["θερμός", "χλιαρός", "χλιαίνω", "εὐδιανός", "ἐγχλιαίνω", "ὑπερθερμαίνω", "χλεμερός"], "warmth": ["χλιά", "χλιαρότης"], "warp": ["διάζομαι", "στήμων", "ἤτριον", "δίασμα"], "warrior": ["στράτειος", "πολεμιστής", "ὀρχηστήρ", "ἐκπολεμιστής", "μαχατάς", "ὁπλιστὴς", "πολεμιστάς"], "wash": ["ἀμφικλύζω", "ἐκρύπτω", "προαποκλύζω"], "washerwoman": ["πλύντρια"], "washing": ["λουτήρ", "πλύσις", "νίψις", "ἔκνιψις", "πρόσκλυσις"], "wasp": ["σφήξ", "ἀγριμέλισσα", "ἀγριομέλιττα", "δέλλις", "πεμφρηδών", "τενθρηδών"], "waste": ["διατρίβω", "φθινύθω", "ἀποδαπανάω"], "wasting": ["μινύθησις", "μαρασμώδης", "ἀπομάρανσις"], "watch": ["φυλακή", "φυλάσσω", "οὖρος", "οὐρέω", "οἰκουρέω", "τειχοφυλακέω", "πεδαυγάζω", "ὁδοφυλακέω", "παρακοίμησις"], "watcher": ["οὖρος", "φύλαξ", "σκοπιωρός", "ἀγρυπνητήρ", "ἐπωπίς"], "watchful": ["εὔφρουρος"], "watchman": ["ἐπιφύλαξ", "παραμονάριος"], "water": ["ὕδωρ", "πηγή", "οὐρέω", "οὐρέω", "ἄρδω", "κατάρδω", "ὑδραίνω", "ἐξάρδω", "ἐφυδρεύω", "ἐπιποτίζω", "προσάρδω"], "watered": ["ἀρδευτός"], "watery": ["ὀρός", "ὑδαρής", "ὑδατώδης", "ὑδατόεις", "ὑδροειδής", "ἄμυρος", "ῥοιώδης", "ὑδαλέος", "ὑδρώδης", "ὑγρόνομος"], "wave": ["καταιθύσσω"], "waveless": ["ἀκύμων"], "wavering": ["διχόθυμος"], "waxen": ["κήρινος", "κηρότροφος"], "wayfarer": ["κελευθοπόρος", "κελευθήτης", "ὁδευτής"], "waylay": ["ὁδοιδοκέω", "οἰμηδοκέω"], "waywardness": ["μονογνωμοσύνη"], "weak": ["οἰνάριον", "ἀδύναμος", "ἀκιρός", "μινυθώδης"], "weaken": ["ἀσθενόω", "ἀτονόω"], "weakling": ["γυναικίας", "μάλθων"], "weakly": ["ἀσθενικός", "ἠπεδανός", "διατεθρυμμένως"], "wealthy": ["ἄβιος", "εὐκτέανος", "εὐηφενής", "ἐυκτήμων", "ἐρικτέανος", "ἐϋκτήμων", "εὐχρήματος"], "wean": ["ἀποσυνεθίζω"], "wear": ["κομάω", "μυννακόομαι"], "wearily": ["κεκμηκότως"], "weariness": ["κόπωσις"], "wearing": ["κομάω", "φόρησις", "σινδονοφόρος"], "weary": ["κοπόω", "μοχθόω", "ἔκκοπος"], "wearying": ["κατακόπωσις", "κοπιαρός"], "weasel": ["γαλέη"], "weather": ["χειμών"], "weave": ["εἴρω", "εἴρω", "εἴρω", "ὑφαίνω", "κρέκω", "ἐξυφαίνω"], "weaver": ["ὑφάντης", "γερδιός", "τανυφάντης"], "weaving": ["ἱστουργία", "ὕφανσις", "ἱστουρψία", "χοροπλεκής"], "web": ["ὑφή", "ὕφος", "βροχίς", "συνυφή", "πῆνος"], "wedding": ["γάμος", "γαμοδαίσια"], "wedge": ["σφήν"], "weed": ["ποάζω"], "weep": ["ψίζομαι", "διαδακρύω", "μύρομαι"], "weeping": ["κλαῦσις"], "weigh": ["ζυγοφορέω", "διασηκόω", "καμπανίζω", "λιτρίζω", "σταθμίζω"], "weighing": ["ἄξιος", "χιλιοτάλαντος", "δεκατάλαντος", "δεκάμνους", "ταλάντωσις", "λιτραῖος", "δεκάλιτρος", "πενθημιταλαντιαῖος", "ζυγοστασία"], "weight": ["ἄξιος", "βαρύς", "βάρος", "σταθμόν", "βρῖθος", "βριθοσύνη", "Βριθοσύνη", "ξηρόφορτον"], "weighty": ["ἐμβριθής"], "welcome": ["φίλος", "φίλος", "ἀγαπάω", "ἀγαπάζω", "δεξιόομαι", "ἀσπαστός", "ἐνασπάζομαι", "ὑποδέκομαι"], "welded": ["χαλκοκόλλητος"], "well": ["δίκαιος", "εὖ", "ἄγε", "εὔφορος", "εὐηγενής"], "done": ["πρᾶγμα"], "wench": ["λαικάζω"], "west": ["χῶρος", "Χῶρος"], "western": ["δυσμικός", "Ἑσπερίς", "ἐφέσπερος", "Ἑσπερίτης", "λιβικός"], "wet": ["μαδαρός", "ἐγκαταβρέχω", "προτέγγω", "συμβρέχω"], "whale": ["φάλλαινα"], "what": ["πότε", "χράω", "πῶς", "πῶς", "ποῖος", "οἷος", "πῆ", "πόσος", "τίποτε"], "whatsoever": ["ὁτιοῦν"], "wheat": ["πυρός", "σῖτος", "γλυκύπυρος", "στλεγγύς", "στραγγίας"], "wheaten": ["σῖτος", "πυρίτης", "πυράμινος"], "wheedling": ["αἱμυλία"], "wheel": ["κύκλος", "κυκλέω", "τροχός"], "wheeze": ["ῥώχω"], "wheezing": ["ἐπισυριγμός"], "when": ["πότε", "ἐπεί", "ὅτε", "ὅτε", "τριτάω", "ὁπότε", "εὖτε", "ἐπείτε", "ὁππῆμος"], "whence": ["πόθεν", "ὅθεν", "ὧπερ"], "whensoever": ["ὁπόταν"], "where": ["ἧ", "οὗ", "οὗ", "ποῦ", "ᾗ", "ἵνα", "πόθι", "μένω", "ἔνθα", "πῶ", "πῶ", "ὅθι", "ὁπόθι", "ἧχι", "εἷ", "ὅπῃ", "εἷπερ", "ὅπυι"], "wherefore": ["διό", "παρό"], "whet": ["ἐπακονάω", "θάγω", "ὑποθήγω"], "whether": ["εἴτε", "πότερος", "πότερον"], "whetstone": ["θηγάνη", "ἀκόνα"], "whey": ["ὀρός", "ῥύπον", "ἀφύλισμα"], "which": ["διό", "νόμος", "ὅστε", "ᾗ", "δέον", "εἶδος", "ὅσπερ", "φόρος", "φόρος", "γράμμα", "ἐλεός", "ἐλεός", "ὅρκος", "φυτόν"], "while": ["ἇς"], "whip": ["συμμαστιγόω", "ἐπιμαστίω", "μαστίγιον", "προσμαστιγόω"], "whirl": ["τροχοδινέομαι"], "whirlpool": ["συστρεμμάτιον"], "whisper": ["ψιθυρίζω", "διαψιθυρίζω", "ὑπολαλέω"], "whistle": ["ῥοιζέω", "νίγλαρος", "διασυρίζω"], "whit": ["καρός"], "white": ["μαλός", "μαλός", "λευκός", "λευκός", "λευκόν", "λεύκη", "πολιός", "λευκόω", "φαλός", "ἀργεννός", "ἀργάεις", "ἀργῖτις", "ἀργωπός"], "whiten": ["λευκόω", "καταλευκόω", "διαλευκαίνω", "τρακταΐζω"], "whiteness": ["λευκότης"], "whitening": ["λευκωπίας"], "whitewash": ["ἐπικονιάω", "παρακονιάω"], "whitewashed": ["λευκόχριστος"], "whither": ["ὗς", "ποῦ", "ᾗ", "οἷπερ", "υἷ", "οἷ", "ὗσπερ"], "whizz": ["ἐπιλίζω"], "whole": ["ὅλοξ", "ὅλος", "ἅπας", "πανθήρα", "οὐλοθυσία"], "wholesome": ["σωτηριώδης"], "wholesomeness": ["εὐστομαχία"], "whoredom": ["χαμαιτυπία"], "why": ["τά"], "wicked": ["κακός", "ἀήσυλος"], "wickedness": ["κάκη"], "widely": ["πεπλατυσμένως"], "widen": ["πλατύνω", "ἐμπλὰ", "κατευρύνω", "συνευρύνω"], "widow": ["χήρα"], "widowed": ["χήρειος", "ἀνάνδρωτος"], "widowhood": ["χηρεία", "χηραιότης"], "width": ["πλάτος", "πλάτος", "εὐρύτης"], "wife": ["παράκοιτις", "ὄαρ", "συμβία", "πλᾶτις", "συμβιότη", "συνευνίς"], "wifeless": ["ἀγύναιξ"], "wight": ["φώς"], "wild": ["ὗς", "ὗς", "θηρίον", "ἄγριος", "θηριόω", "θήρα", "ἔλαιος", "ἀγριάς", "ἀγρότερος", "ἀγρώστης", "ἀγριμαῖος", "ἀγριόφαγρος"], "willing": ["βούλομαι", "ἐθέλω", "βούλησις", "θελημός", "αὐτουργικός", "θέλεος"], "willingly": ["ἑκοντί"], "willingness": ["ἑκουσιότης"], "willow": ["ἰτέα", "πρόμαλος", "ἰτέη"], "wily": ["αἰολόβουλος", "κίδαφος"], "win": ["πείθω", "κτάομαι", "συγκτάομαι"], "winding": ["ἑλίκη", "καμπή", "Μαίανδρος", "ἀγκυλοειδής", "μαιανδρώδης", "περιελιγμός", "πολυστρεφής"], "windlass": ["περιαγωγεύς"], "window": ["θυρίς", "φωτοθυρίς"], "windy": ["ἀνεμώλιος", "ἀνεμιαῖος", "ἀνεμώδης", "ἀνεμόεις", "ἐπάνεμος", "ἐπηνέμιος"], "wine": ["ποτή", "οἶνος", "οἰνόω", "μέθυ", "ἴβη", "ἕρπις", "μῶλαξ", "πραγορίτης"], "cooler": ["ψυγεύς", "ψυγεῖον"], "wing": ["πύλη", "πτέρυξ"], "winged": ["ὑπόπτερος", "κατάπτερος", "πτερυγωτός", "πτιλωτός", "ὑποπετρίδιος", "ψίλαξ"], "wink": ["βλεφαρίζω", "ἐπιλλώπτω"], "winner": ["νικητής", "νικητήρ"], "winnow": ["ἀπαχυρίζω", "ἀπικμάω"], "winter": ["χειμών", "προσχειμάζω"], "wintry": ["δυσχείμερος"], "wipe": ["ἀπομύσσω", "σμάω", "ὀμόργνυμι", "διασμάω"], "wisdom": ["μῆτις", "μῆτις", "φιλόσοφος"], "wise": ["οὔτι", "οὔτι", "οὔτι", "σοφός", "φρονέω", "ὧδε", "δαΐφρων"], "wish": ["μαχάω", "βούλομαι", "ἐθέλω", "ἀπαλλαξείω", "ἀπεύχομαι", "ἀποσκορακίζω", "φιλοπρωτεύω", "διϊσχυριείω", "ὑπερεύχομαι"], "withdraw": ["χωρέω", "εἴκω", "ὑπεξέχω", "διαχάζομαι", "ἐξυπέρχομαι", "ὑπανάγω"], "withdrawal": ["ὑπεξαγωγή"], "wither": ["σκελετεύω", "ὑπομαραίνομαι"], "withering": ["μαρασμός"], "within": ["ἐντός", "ἐντός", "μέτριος", "ἔνδον", "ἐμπρόθεσμος", "εἰσωπός", "ἰσόθι", "ὕπαυγος"], "without": ["ἄνοος", "ἄνευ", "ἄπειμι", "ἄγωνος", "ἄγωνος", "ἄπειρος", "ἄπειρος", "ἄπειμι", "ἄπορος", "ἄλογος", "ἄδοξος", "ἄμετρος", "ἄνευθε", "ἄσπονδος", "ἄφαλος", "ἀφάνταστος", "ἀφαρής"], "withstand": ["ὑπομένω"], "witticism": ["ἀστέϊσμα"], "woe": ["ἒ"], "wolf": ["λύκος", "κνηκίας"], "womanish": ["γυναικικός"], "womb": ["ὑστέρα", "μήτρα", "δελφύς", "δολφός", "σπλάγχνα"], "wonder": ["ἄγη", "ἄγη", "ἄγαμαι", "θαυμάζω"], "wonderful": ["ἱερός", "θαυμαστός"], "wonderfully": ["τερατικῶς"], "wondrous": ["θαυμαστός", "θαυμαλέος"], "wont": ["ἔθω"], "woo": ["προμνάομαι"], "wood": ["κᾶλον", "ὕλη", "ὀξύς", "ὕλα"], "wooded": ["δενδράς", "δενδρήεις", "δενδρῶτις", "δενδροέθειρα"], "wooden": ["δορήιος", "κάλινος", "ξυλόστομος", "δορήϊος", "ἔγξυλος"], "woodland": ["ὕλη", "δρύος", "ἀλσώδης", "δρυμεῖτις"], "woody": ["δρυμώδης", "καταλσής", "ναπώδης"], "woof": ["ἐφυφή", "διάπλεγμα"], "wool": ["μαλλός", "ἔρος", "ἔριον", "πῖλος", "πῖλος", "ἀρνός", "εἶρος", "πόκος", "ἐρέα", "λῆνος", "λάχνος", "ἔρι", "κρόκα"], "woollen": ["ἐρίνεος", "ἐρικός", "ἐρεινοῦς", "σμάλλεος"], "woolly": ["ἔπερος", "νάκη", "μαλλοειδής", "οὐλίριος"], "word": ["ἔπος", "λόγος", "μῦθος"], "wordy": ["πολύμυθος"], "working": ["ὄργανος", "χειρουργός", "κρεουργός", "τερατοποιός"], "workman": ["ἐργαστήρ", "ἐξεργάτης"], "workshop": ["στεγύλλιον"], "worm": ["σκώληξ", "ἕλμινς", "ἴξ"], "wormwood": ["σέριφον", "ἀρτεμισία", "ἄψινθος", "σαντονικόν"], "worn": ["τρίβος"], "worse": ["χείρων"], "worship": ["τιμή", "σεμνοποιία"], "worshipper": ["προσκυνητής", "θειαστής", "θρησκευτής"], "worst": ["χειρόω"], "worth": ["ἄξιος", "τιμή", "ἀξία", "πεντετάλαντος", "διμναῖος", "δραχμιαῖος", "ἑκατοντάλαντος", "ἑξάμνους", "τετράμνους", "τρίμνους"], "worthless": ["Καρικός", "ἀποδόκιμος"], "worthlessness": ["οὐδαμινότης"], "worthy": ["ἄξιος", "τιμάω", "ἀξιόω"], "would": ["εἴθε"], "wound": ["χραύω", "οὐτάζω", "οὐτάω", "βρότος", "βρότος", "ἕλκος", "τιτρώσκω", "τρώμα", "τρώμα", "κατατιτρώσκω", "ὠτειλή", "κατατραυματίζω", "συντιτρώσκω", "ἀμυχμός", "ἕλκανον", "ἔνουλον", "εἰλητός", "τραυμάτισμαι"], "wounded": ["ἰκμάω", "τραυματιαῖος"], "wrapping": ["προσείλημα", "τυλιγμός"], "wrath": ["μῆνις", "μηνιθμός"], "wrathful": ["δύσμηνις", "ἀποργής", "θυμοπληθής"], "wreath": ["πυλεών", "εἰρυσιώνη"], "wreathe": ["ἐπιπλέκω"], "wren": ["ὀρχίλος"], "wrestle": ["παλαίω", "προσπαλαίω"], "wrestler": ["παλαιστής"], "wrestling": ["πάλα", "πάλη", "πάλη"], "wretch": ["ἀναγής"], "wretched": ["ἆ", "ἆ", "δύστανος", "δύσζωος"], "wretchedness": ["τληπάθημα"], "wrinkle": ["φαρκίς", "ῥύσημα", "ῥυτίδωμα"], "wrinkled": ["γράπτης", "φαρκιδώδης", "γρυπάνιος", "ῥυσαλέος"], "wrist": ["καρπός"], "write": ["συγγράφω", "ἀντεπιγράφω", "ἀστεΐζομαι", "πυξογραφέω", "σιλλογραφέω"], "writer": ["λογόμιμος", "γραπτήρ"], "writing": ["συγγραφή"], "wrong": ["ἀδικέω", "ἁμαρτάνω", "ἄδικος"], "wrongly": ["διεσφαλμένως"], "wroth": ["ἔμμηνις"], "wrought": ["κτιστός", "ἀπόναϝε", "κμητός"], "yarn": ["στημνίον"], "yawn": ["χηνυστράομαι"], "yea": ["ναί"], "year": ["νέω", "ἕνος", "ἔτος", "ἔνος", "λυκάβας"], "yearling": ["ἔταλον", "ἐφετινός", "ἤνις"], "yearly": ["ἐτανόν", "κατῆτος"], "yearning": ["πόθος", "ποθή", "ἐπιθυμία", "κηδοσύνη"], "yellow": ["μηλίς", "ξανθός"], "yesterday": ["ἐχθές", "ἀπεχθές"], "yet": ["οὔτι", "ὅμως", "ἔτι", "τοι", "τοι", "λοιπός", "πω", "πω", "πώ"], "yew": ["σμῖλος"], "yield": ["εἴκω", "εἰκαθεῖν", "καταχωρέω"], "yielding": ["ἐπιεικτός", "εἰκτός"], "yoke": ["ζυγόν", "ἀναζεύγνυμι", "ἐνζεύγνυμι", "ἄσιλλα", "ἀμφιδέτης", "περιζεύγνυμι"], "yoked": ["ζυγωτός"], "yore": ["πάλαι"], "you": ["οὔτι", "ὅδε", "τοι", "τοι"], "young": ["νέος", "νεάζω", "ἐλλός", "κουρότερος", "φοινικίδιον", "νεηνίης"], "your": ["σός", "ὑμός", "τεός"], "youth": ["ἐννεάζω", "νεότης", "πάλλαξ", "ἄγουρος", "πάλλας"], "youthful": ["νέος", "νεανικός", "νεαρός", "κούριος", "κουρόσυνος", "νεανίευμα", "νεοτήσιος", "ἐφήβειος", "ἡβητικός", "κουρήιος", "βραχυῆλιξ", "κουρήϊος"], "zany": ["σάννας"], "zeal": ["σπουδασμός"], "zealously": ["φιλοζήλως"], "apis": ["Ἆπις", "Ἀπις"], "bibulus": ["ποτὰς"], "camillus": ["Καδμῖλος"], "centaur": ["ἱππάνθρωπος"], "cheiron": ["Χείρων"], "chiron": ["Χείρων"], "chryses": ["Χρύσης"], "cilicia": ["χίθος"], "cos": ["Κῶς"], "delos": ["Δῆλος"], "fetiales": ["σπονδιοφόροι"], "graces": ["Χάρις"], "ida": ["Ἴδη"], "janus": ["Πυλεύς"], "mercury": ["φυγαδοδαίμων"], "paris": ["Πάρις"], "paros": ["Πάρος"], "phasis": ["Φᾶσις"], "priam": ["Πρίαμος"], "proteus": ["Πρωτεύς"], "pylos": ["Πύλος"], "siren": ["σειρήν"], "spurius": ["πορνογενής"], "sura": ["ὥρα", "ὥρα"], "thymbra": ["θύμον"]}